7.12.16

απο-πτωση

μελαγχολικά παρατηρώ πως
ποτέ δεν χωνέψαμε τις νόρμες
άρα ούτε τις χέσαμε
παρά τις αρχικές φιλοδοξίες μας
καταλήξαμε απλά να τις ξερνάμε
αναμεμειγμένες 
 με όξινα αμάσητα κοινωνικά ζητήματα,
οργισμένα παρανοϊκά αφρώδη σάλια επιθυμιών
και δυσπεπτες λέξεις απ’ αυτούς που 'μείναν
ενώ σε περιπτώσεις πιο προχωρημένες
καταλήξαμε να επιχειρούμε καισαρικές τομές
αποκαλύπτοντας ανύπαρκτα γεννητικά συστήματα
ή νεκρά έμβρυα τερατογενέσεις
να σαπίζουν εγκλωβισμένα
επιβεβαιώνοντας μολυσματικά 
το κατεστημένο της αυτοκαταστροφής

η γνώση τελικά δεν ρουφιέται
γλείφεται
δεν σε χορταίνει απλά σε ερεθίζει
πες μου τί γεύση έχει 
το δηλητήριο που σκορπάς
για να μπορώ αυτάρεσκα να πω
ότι σε (άνα)γνώρισα
περιφερόμενη
όσο αντέχω ακόμα να παθιάζομαι
πριν ξεραθεί το αίμα στις πληγές
πριν επουλώσω τα τραύματα
και  δεν έχω πια σημείο αναφοράς για το αν έζησα.


12.11.16

νέα κατάληξη


κάπως έτσι καταλήξαμε
με τρυπημένα δάχτυλά και μυαλά
απο εκείνο το λάθος αδράχτι
που δεν μας ξόρκισε σε λήθαργο
αλλά σε λούπα ποτισμένη με
βρωμερά υγρά
εικόνες ξεθωριασμένες
μυρωδιές θανάτου
και ήχους μηχανών

το χειρότερο ωστόσο
ήταν το κατεστραμμένο παραμύθι
το τσιμέντο της πραγματικότητας
μετά απο κάθε πτώση
μιας και τα φτερά που μας πούλησαν
ούτε τώρα άντεξαν το βάρος της ύπαρξης

κάπως έτσι καταλήξαμε
με σπασμένα γόνατα και βεβαιότητες
να πιπιλάμε τις τελευταίες εναλλακτικές
πριν τις ξεράσουμε
ρουφώντας ζωή απο την ένταση του μίσους
για τους χαρούμενους ποιητές

το χειρότερο ωστόσο
ήταν πως φανήκαμε οι γενναίοι
αρνούμενοι την υποταγή
ενώ απλά δεν σκύψαμε 
λόγω πόνου φριχτού
υποφέραμε σιωπηλά μορφάζοντας
ζηλεύοντας λίγο
όσους ξεμπέρδεψαν αβίαστα
απο την διαδικασία

κάπως έτσι καταλήξαμε
με φθαρμένα ρούχα και όνειρα
να περιπλανιόμαστε στα πεζοδρόμια
με τη δίχως ζωή
παρατηρώντας την ανεξέλεγχτη πορεία του κόσμου
προς τον υπερέλεγχο

κάπως έτσι καταλήξαμε
με γεμισμένα τασάκια και πνευμόνια
προσπαθώντας να σπάσουμε τα σίδερα της ζυγαριάς
παίζοντας τα ρέστα μας
υπέρ των λίγων και κακών
σφηνωμένοι στο περιθώριο 
του στατιστικού λάθους

το χειρότερο ωωστόσο
δεν ήταν παρά η φοβία μας
πως πάντα υπάρχουν περισσότεροι απέναντι
απ’ όσους λογαριάζαμε
κι όσοι παραιτούνται απο ‘δω,
αυτομάτως προσλαμβάνονται απο 'κει.

26.10.16

άντε καλά

ρίχνεις το κέρμα και μου φωνάζεις
ακατάληπτα πράγματα
‘τί είχαμε / τί χάσαμε’ σκέφτομαι
το άπειρο απ’ τη μία
                ή
                    κάτι που έτσι κι αλλιώς δεν ήθελα
απ’ την άλλη

φεύγω να ξεφύγω
οι τοίχοι και οι στίχοι μου
με στοίχειωσαν
καιρός για νέες περιπέτειες
αλλά 
άντε να σβήνω τώρα τα παλιά
ποιόν κοροϊδεύω;

ακόμα μακριά απ' όλους
μια περιττή αρτιότητα
τέλος πάντων
εδώ οι άνθρωποι σπαράζουν εμπρός μου
κι εγώ τους ακροάζομαι

οι Τετάρτες με διαλύουν
βλέπεις,
είναι σκληρός ο θάνατος
και στο στόμα μου
δεν γλυκίζει καθόλου το χρήμα και η επιστήμη
τα σιχαίνομαι

χαλασμένοι άνθρωποι
στα γρανάζια ενός κόσμου
όπου όλες οι πράξεις προκαλούν πόνο
politically correct /νομικά αποδεκτό
και τα λοιπά και τα λοιπά


παρακμάζουμε
λιώνουμε μέρα τη μέρα
σαν κεταμίνη που στη λάσπη μ’ αφήνει
κάθε μου σκέψη το μυαλό μου μολύνει
κανένας αλγόρθυμος
δεν διευκολύνει
και η παράνοια,
                     συνεχίζεται
με παρελάσεις
κι άλλα τέτοια περιττά
που έλεγε και ο σχωρεμένος
                                     -σχωρέστε με-

άντε καλά,
το βουλώνω κι απόψε
μα πριν κλείσω τα μάτια
ο ενδογενής πεσιμισμός
είναι ό,τι πιο ανακουφιστικό
λάτρεψε ο μηδενισμός μου

και θα ξυπνήσω το πρωί
μετανιώνοντας
την υπερέκκριση ναρκισσιστικής ορμόνης
που με βοηθά να επιβιώνω
όταν όλα γύρω φαντάζουν τόσο σάπια
όσο πραγματικά είναι.

9.10.16

το νόημα

μπαίνω σε μια λούπα
δεν με εκφράζει σου λέω
και συ εκεί
χωρίς έλεος να εμφανίζεσαι
χωρίς να σου το επιτρέπω
και να εξαφανίζεσαι,
πριν το ευχηθώ
βλέπεις, θέλω τους όρους μου
το ξεστομίζω 
το μετανιώνω αυτόματα
γυρίζω πλάτη μήπως γυρίσει και ο χρόνος πίσω
μήπως το ξεχάσεις
και σταματήσω να ντρέπομαι
γυρνώ να σ’ αντικρίσω
ήδη έχεις γίνει ο καπνός
που εισπνέω μανιακά
-αφού δεν φτάνεις-

μερικές βδομάδες αργότερα 
απο την τέταρτη φορά
είχα κόψει το κάπνισμα
σε είχα ξεχάσει
αποστειρώθηκα
απολυμάνθηκα
φόρεσα τα λευκά
και ωπ,
να 'σαι πάλι

πριν το καταλάβω
τα λευκά κουμπώνουν πίσω
'δεν είναι αστείο' σου ψελλίζω
και φτερουγίζω μακριά
θυμάσαι τότε που σου γύρισα την πλάτη;
δεν άντεχα να μην αντέχω άλλο

θα εκραγώ και δεν θα σου 'χω πει το μυστικό,
δεν έγινες ποτέ καπνός
μα κάτι μάτια
που δεν με άφηναν να ησυχάσω δευτερόλεπτο
σε σκοτώνω
σε διώχνω 
σε ξεχνώ
σε αποδομώ

μα λίγο πριν ανέβω στην σκηνή
το πτώμα που έκρυψα στο καμαρίνι
δεν υπάρχει
το αίμα στους τοίχους είναι δικό μου
και συ
ίσως και ποτέ να μην υπήρξες.

1.10.16

τσαλακωμένη υποκρισία

το παρελθόν μοιάζει ναρκοπέδιο
σε ακρωτηριάζει,
σε εθίζει
περιπλανιέσαι ανέμελα
μέχρι να το μετατρέψεις σε νεκροταφείο

υιοθέτησα εκείνο το “μόνο μπροστά”
έβαλα και μια ταμπέλα “παλιάνθρωποι”
το σχέδιο δούλεψε για λίγο
ώσπου ανακάλυψα ότι πλέον
δεν είχα ούτε ένα κοινό
μ’ εκείνο τον εαυτό που ζούσε ως τότε

κατέληξα απλά χαμένη
να παίζω κρυφτό
με το πεισματάρικο παιδί
που δεν βαριέται
τόσα χρόνια να μπλέκει
φαντασιώνομαι τη στιγμή που θα με φτύσω
μα ξέρω πως απλά θα αλλάξουμε πάλι ρόλους
ξενερώνω με την σκέψη
και συνειδητοποιώ
πως βαδίζω σ’ ένα δρόμο
με γυρισμένη πλάτη
το μέλλον άγνωστο
μα ελκυστικά τα Σόδομα και Γόμμορα
που φλέγονται μπροστα στα μάτια μου
(άρα πίσω μου)

παράλληλα,
προσπαθώ να καμουφλάρω
τις ευθύνες και τα “πρέπει” μου
με τις αγαπημένες μου μελωδίες
μα τα ξυπνητήρια βρωμάνε τόσο πολύ ρουτίνα
που όσες γλυκαντικές ύλες κι αν προσθέσω
παραμένουν πικρά και δηλητηριώδη
στραγγίζω τις αναμνήσεις μου
να στάξει λίγο χρώμα 
στη νέα μουντή παραγωγικότητα
-συγγνώμη, πραγματικότητα
μα το μόνο που συμβαίνει
είναι αντιδράσεις επικίνδυνες
απο αυτές που δεν τολμούν οι επιστήμονες
και δεν χρηματοδοτούνται

νιωθω να με σπρώχνουν σε νεροτσουληθρα
να γλιστρώ βασανιστικά
(αναπόφευκτα)
ψάχνοντας σταθερο σημειο να κοιτώ
μπας και εχω την ψευδαισθηση 
πως παίζει να γλιτώσω
κεντράρω τον ήλιο με τα μάτια μου ορθάνοιχτα
και ύστερα τα σφίγγω να κλείσουν
-πιο αποτελεσματικό και φθηνό απο ναρκωτικά-
μαυρο με διάσπαρτες
εναλλασσόμενες  ψυχεδελειες 
αποσυντονίζομαι για λιγο,
επιτυχώς
μα πριν το καταλαβω, βλέπω πάλι 
το τσαλακωμένο λευκό της δικής μου υποκρισίας.

12.9.16

θα βγεί

μέσα στα τείχη της πόλης
ανακριτικός πρωινός ήλιος
και μεις,
σαλιγγάρια 
μετά απο βροχή παραισθήσεων
σε χώρους πολύχρωμους
τέρατα ιπτάμενα
φυτά κρεμαστά
υγρά πολυτελείας
στομάχια τρύπια

βλέμματα
χαμόγελα εξαντλημένα
σιωπηλό ανέβασμα
μετά τα τελευταία σκαλοπάτια
λιποθυμία στα στρώματα
όνειρα αυθυποβολές
επιθυμιών ανεκπλήρωτων


φημισμένος γαλλικός Νότος
βόλτες το σούρουπο
αντιφάσεις
το δώρο σου
παράλληλες μοναχικότητες
συνειδητές αποστάσεις

πάλι πρώτος
μόνος
οι μουσικές μας
μου κάνεις την χάρη
γραφικές πατισερί
τελευταίες στιγμές
σφιχτά αντίο


ξανά


η σκέτη γεύση 
μου και σου
φλόγα/ρομάνς
γέλια
χαμόγελα μουδιασμένα
σιωπηλό κατέβασμα
μετά τα τελευταία σκαλοπάτια
λιποθυμία στα στρώματα
όνειρα αυθυποβολές
επιθυμιών ασίγαστων

αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι
λήθαργος /γλυκός θάνατος
κουνούπια αφορμές/νέες πληγές
οι μουσικές μας
δεν προλαβαίνεις καμία χάρη
λεωφορεία
τελευταίες στιγμές
εννοείται το αντίο

αδυναμία
-
πάει καιρός/ μένει καιρός
-
σκέτες γεύσεις,
οι μουσικές μας
-
θα βγεί  η χρόνιά,
                               θα βγεί μικρό μου.





2.9.16

τελειώνει ο κύκλος;

νιώθω το σπίτι να βαραίνει με αναμνήσεις
η ατμόσφαιρα όλο γίνεται και πιο αποπνικτική
οι τοίχοι γέμισαν επικίνδυνα
τα χειρότερα ναρκωτικά είναι τα αντίο
ξυπνάνε όλες τις μνήμες
θάβουν το μέλλον
και σε πετάνε νηφάλιο στην γκρί πόλη
ο καλοκαιρινός έρωτας λέει πως
"η φαντασία είναι μανδύας απόδρασης"
βάζω στο ριπίτ τις σκέψεις του
και αρνούμαι να πιστέψω πως 
δεν είμαι σουπερ ήρωας
οι λάσπες της 'νέας εποχής'
ήδη με κρατάνε πίσω
οπότε σκέφτομαι να μην περπατήσω καν

η κοιλάδα της συνειδητοποίησης
έγινε φάκκα
ξερνάω το τυρί που σιχαινόμουν πάντα
πάλι με τράβηξε το δηλητήριο
ζητώ απεγνωσμένα εξιτήριο απο τη γελοιότητα
εμφανίζομαι ανορεξική και χλωμή
-αντιφατική απο κάθε άποψη-
ψάχνοντας ανάμεσα στις ξεραμένες κάμπιες
της περασμένης άνοιξης,
δικαιολογίες και άλλοθη
απορρώντς με τις αν(τ)οχές μου

'κάπα απο κατάχρηση'
αυτό είναι φέτος τ’ όνομά μου
ο έλεγχος είναι αυταπάτη
μα χρησιμοποιώ μερικές βολικές σκέψεις
για να την παλεύω
κινώ τα νήματα στο δικό μου μυαλό
αντιμετωπίζω τον κόσμο σαν σκακιέρα
ή καλύτερα σαν πρόγραμμα
που καταστρέφω πριν το καταλάβω

με γαμάει το μυαλό μου
δεν αφήνει περιθώρια
μέσα μου φουντώνει πού και πού
ενας έφηβος νεοτεριστής
που κομματιάζει όσα δειλά φτιάχνει το παρόν μου
με φρικάρει η παραίτηση
μα τουλάχιστον είναι κάπως ειλικρινής
κλείνω τον κακό μου εαυτό
σ’ ένα αρχείο που ακόμα δεν εστάλη
και το κάνω όλο και πιο εύφλεκτο

το να την παλεύει κανείς
δεν χρειάζεται να γίνεται ψυχαναγκασμός
πληγώνω τους ανθρώπους μου
επειδή με αγαπούν πολύ
κι αφού όσα ζω δεν έχουν συνοχή
γιατί να’ χουν όσα γράφω;

9.8.16

σκέψεις άμμου

η επιστροφή στο τίποτα σε γεμίζει άσσπρο
  σαν να 'ναι η ζωή ένα κύμα και συ ό,τι ξεβράστηκε
ο παφλασμός είναι απρόβλεπτος και ασύμμετρος
  εκτός αν ο φακός είναι ευρυγώνιος
το άσπρο είναι παρανοικό και σε ρουφάει όπως η άμμος  
  απολαυστικά σαν ανθρώπινο στόμα και σώμα
τα σημάδια βαθιά 
κι όμως τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν
φτιάχνοντας κάστρα μάταια
γυρνουν πλάτη στη θάλασσα κι επιμένουν
να δημιουργουν επιδεικτικά στο βωμο του τετελεσμένου

οι μεγάλοι φτιάχνουν τρύπες για εκδίκηση
  μηπως παγιδεψουν το νερό και το τιμωρήσουν για όλα τα παιδικά τους τραύματα και όλες τις φοβίες
τις παρανοικές άσπρες φοβίες που ξεγλιστρούν ανύποπτα τις νύχτες με σελήνη
οι μεγάλοι αρχίζουν να ελπίζουν σε μωβ σύννεφα
 κάτι αυγές και δειλινά που βγαίνουν απ' τα φέρετρα
είναι τα σύννεφα αυταπάτες ομορφιάς
σαν τον κόσμο που δεν επ'ελεξαν μα έζησαν
διαλύονται κι αλλαζουν μέρος, όψη και μορφή
 ανάλογα τον άνεμο, τον ήλιο και και τους ρύπους
κρύβουν το φως και κλέβουν απ' το χρώμα του

άνθρωποι είναι τα σύννεφα ανασφαλείς και φοβισμένοι

μακάρι να 'χα τρόπο να σου πω
αυτά που ήθελα χωρίς καθόλου χρώμα
αυτό με βασανίζει κι απορώ
πώς να χωρέσει η σιωπή μέσα σε ποίημα
κοιτώ τα μάτια σου, το σκέφτομαι ξανα
να τα κάστρα μου τα παιδικά
να φέρετρα και δειλινά
να οι φοβίες μου όλες και τα όνειρα

μέσα στα μάτια σου βυθίζομαι αργά
να άμμος που λυσσαλέα με ρουφά
να σύννεφα μαζί με ξαστεριά
να η σιωπή μέα σε ένα ποίημα.




                                                                            
                                                                              

30.7.16

ιππεύοντας κροκόδειλους

ψάχνω σκιά απο σένα
έχω ξεφλουδίσει τρείς φορές
και ακόμα ψήνομαι
ο ήλιος μου καίει το μπούτι
-αχ να το δάγκωνε και λίγο να καυλώναμε-
ό,τι απέμεινε απο μένα
είναι δυο χέρια να στηρίζομαι στο μάρμαρο
και να καπνίζω μπας και σε βγάλω απ’ τα πνευμόνια μου
μου αρέσει να αράζω σε ταράτσες
παρέα με τις πλάκες που δεν γνώρισαν ποτέ
την έννοια της σκιάς
ταυτίζομαι και μένω ακίνητη εκεί
κλείνω τα μάτια και μετρώ
όλα τα ‘άραγε' που άφησα στο σπίτι
πήρα μαζί μου διάφορα ‘επειδή'
για να μπορέσω να την βγάλω 
χωρίς δράματα και στάχτες

όταν ακούω τους άλλους να μιλάνε
σε θυμάμαι
ζορίζομαι που δεν άγγιξα ποτέ αυτή τη μύτη
και με μισώ που δεν σου πρότεινα ποτέ
να φύγουμε ιππεύοντας κροκόδειλους
σε είδα καβάλα σε ιππόκαμπο με κείνη την κοπέλα
έκλαψα οκτώ ώρες πέντε λεππτά και τριάντα δευτερόλεπτα

περιμένω ακόμα εκείνο το κύμα να σε φέρει
και γω φυσάω τον καπνό πιο δυνατά
μήπως αλλάξουν τα ρεύματα και έρθεις
'υποβαθμίζεται η πόλη' λέει ο μαλάκας ένα
‘Σχολείο και Υφανέτ’ ο νάμπερ τού
και ο μαλάκας τρία πετάει ακόμα χημικά
εκκένωση ζητούν 
'ζήτω ο θάνατος/ καμιά ελευθερία'
ποδοπατούν την ανθρωπιά
κάτι γουρούνια
γέμισε ο τόπος μπάσταρδους
και γω ακόμα γράφω
ζητούν εκκένωση μυαλών απο ιδέες
και μου 'ρχεται εμετός
σε χρώμα γαλανόλευκο

κλείνω τα μάτια πιο σφιχτά
και σου φωνάζω
να ‘ρθείς να ανοίξουμε τρύπες
στα κρανία τους
το κουφάρι μου σέρνω και σε ψάχνω
μα οι μπάτσοι θα με βρουν
πριν απο σένα

13.7.16

και δεν μου καίγεται καρφί

'ο συνδρομητής που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος'
πλήρωσα ακριβά για να σου πουν αυτό το ψέμα
δεν θέλω νέα να σου πω
ούτε παλιά
είμαι αστρονύτης πια και ζω επιπλέοντας
ανάμεσα στο τίποτα
δεν πέφτω δεν σηκώνμαι
απλά υπάρχω

βγήκα πάλι στη γύρα να με ψάξω
διασκορπίστηκαν τα κομμάτια μου
σε κάθε πιθανό σύμπαν που έπλασα
για να πειραματιστώ όσο βαριόμουν
κα κατέληξα να αναρωτιέμαι
πως θα 'ταν η ζωή
άμα υπήρχες

δεν ψάχνω πια λιπαντικό ζωής
για να γλιστρήσει η ζωή στο αύριο
αλλά η πλήξη σαν σαράκι με διαυρώνει
όλα γυρίζουν κι ίσως να αλλάζουν
μα ίδια φαίνονται να μένουν κι όλο με τρομάζουν
ο χρόνος  -λένε- είναι ο καλύτερος γιατρός
και γω γελάω γιατί οι γιατροί
είναι μια απάτη
σαν όλα όσα σε πείθουν να ελπίζεις
για να χαμογελάς λιγάκι όσο πέφτεις

με κυνηγά αυτός ο διάολος
που γίνε φίλος των πολλών
συμβιβασμό τον λένε και δεν ντρέπονται
βάζουν στη ζυγαριά το κόστος όφελος
και σε μια κονωνία σαν αυτή
με πρόταγμα ένα 'εγώ' υποταγμένο
η ελευθερία δεν έχει ηδονή
και το αντίστροφο

έλα να πούμε για 'κείνα μας τα όνειρα
να σου μιλήσω για το περίεργο μυαλό μου
να κοιταχτούμε με τα μάτια μας κλειστά
και να ουρλιάξουμε για κείνες τις σιωπές μας

να το πάλι, παρασύρθηκα
συγγνώμη
-ποιός είστε κύριε;
νομίζω έτσι είναι καλύτερα
άγνωστε μου

κι αν θες να ξέρεις
εμένα δεν μου καίγεται καρφί
που πια δεν ξέρεις ύτε τ' όνομα μου
πριν απο σένα θα πεθάνω το πρωί
κι όσο αργείς χαμγελώ,
γιατί η νύχτα πέφτει.

2.7.16

ο χρόνος δεν είναι σαν το ποδήλατο

οι άνθρωποι συχνά με απογοητεύουν
μα φταίω και γω -δεν λέω- 
που ελπίζω ακόμα
τις μέρες με νοτιά
βλέπω ξανά και ξανά
-λες και είναι αστείο ρε ζωή-
σκηνικά θλιβερού ανθρώπθνου απόπατου
λέω δυο κουβέντες
τόσο κούφιες που αναρωτιέμαι πως δεν ντρέπομαι που τις ξεστομίζω
και γυρνάω πάλι σπίτι μόνη,
κυνική,
και λίγο πιο αηδιασμένη
πού οδηγεί αυτό το γελοίο σενάριο 
δεν το ξερω
πάντως όταν νευριάζω αλλάζω χρώμα καλαμάκι
και ρουφάω πιο γρήγορα ή πιο αργά
-ό,τι χρειάζεται για να μου κάνει αίσθηση

κοιτώ τον ουρανό για να υπλογίσω αν είναι ώρα να ξυπνήσω, 
να ζήσω 
ή να πεθάνω απο βαρεμάρα
και πιάνω τον εαυτό μου να ονειρεύεται
με κοροιδεύω 
με ταϊζω ρεαλισμό
-όσο και να τον ξέρασα, βαρύς ποτέ δεν μου 'πεσε
ε μετά, όλα πάνε όπως προβλέπεται

κάπου στη σιωπή
αρχίζω να ακούω αυτό το τικ-τοκ
που ξέπεσε σαν βασανιστηριο 
και βρέθηκε στα χέρια των καπιταλιστών
τικ-τοκ
λίγο πιο ελαφρύ απο το βάρος της συνείδησης
παύεις να τ’ ακούς μόνο αν σπάσεις το ρολόι
όπως ακριβώς με την συνείδηση
το βουλώνει μόνο αν σπάσεις 
μια κι έξω,το κεφάλι σου

ωστόσο,
δύο πράγματα κατάλαβα
ο χρόνος δεν είναι σαν το ποδήλατο
-τον ξεχνάς,
και δεν έχει δική του αίσθηση,
μιας και κανείς δεν ξέχασε ποτέ να μυρίζει ή να γεύεται

τώρα πια, πλήρως αδιαφορώ 
για τον μετρητή φθοράς, συμβιβασμού και 'πρέπει'
και γι αυτό ακόμα φταίς εσύ,
αφού ούτε θυμάμαι κάποτε να εξαφανιστηκες,
ούτε ξέρω αν και πότε θα εμφανιστείς,
για πες,

τί να κάτσω να μετρήσω;

25.6.16

λύσσα που δεν το 'λυσα

 άκουσα αυτό το τραγούδι και σε σκέφτηκα
-τόσο απαλλός και ήρεμος-
το μαξιλάρι που πάντα ήθελα να έχω αγκαλιά
η κουβέρτα που ήθελα όταν ήθελα να κρυφτώ
μα, που και που απρόβλεπτος 
λίγο απόμακρος, αλλόκοτος, περίεργος
δεν είχα λόγια να σε παρομοιάσω με κανέναν
κάπως έτσι ένιωθα και γω,
αλλόκοτα και περίεργα
μαγικά μα απόμακρα
τόσο κοντά κι όμως ένα μάγκωμα..
μάγκωμα
       σκάλωμα 
             στράβωμα.

τί να σου πω,
πάλι έτσι τυχαία σε θυμήθηκα
να πεις πως είχε κάτι η μέρα σήμερα, δεν το νομίζω
-ήταν μια σαν όλες τις άλλες,
στο κάτω-κάτω
και συ είσαι ένας σαν όλους τους άλους
χμ, προτιμώ να σε σκέφτομα έτσι
ένας απο τους τόσους στο πλήθος!
απλά είσαι ο ένας που αναγνωρίζω απ’ την ανάσα,
απο το βλέμμα που νιώθω στην πλάτη,
απο το άγγιγμα
ο ένας που τον σκοτώνω με δυο λέξεις και τον καίω με δυο χαμόγελα
το θανάσιμο παιχνίδι μου,
η ρουλέτα
πάντα στα μαυροκόκκινα γυρνώ
και συ τα ίδια
μα ακόμα δεν καταφέραμε να συγχρονιστούμε

τα όνειρα μου κόκκινα
τα όνειρα σου μαύρα
άλλαξα και σου έμοιασα
άλλαξες και μου έμοιασες
τα όνειρα σου κόκκινα
τα όνειρα μου μαύρα

τιμωρημένοι σ’ ένα μοίρασμα μιας  απελπιστικά υπέροχης παράλληλης ασυμπτωτικής
και αντίστροφης ζωής
όσο ζεις, να είμαι νεκρή
και όσο ζω, εσυ να πεθαίνεις

να είμαι καλά όταν βασανίζεσαι για να σου πω δύο λέξεις
να στέκεσαι και να παρατηρείς όσο γίνομαι σκατά κι ας ξέρεις πως δεν θα το αντέξεις

τα όνειρα μου κάποτε σου φαίνονταν φωτιά
τα όνειρα σου κάποτε με μαύρισαν μια κι έξω

και περιμένω μια κάθαρση
δεν έχω άλλωστε επιλογή
μήπως τελειώσει το τραγούδι και σχολάσουμε επιτέλους την παράσταση,
θέαμα γίναμε (μας κοροιδεύει ο κόσμος)
ας συντονιστούμε έστω προσποιητά
σε κανα ρεφρέν

να πούμε σωστά τα όνειρα του καθενός
και να αποχωρήσουμε
σιγοτραγουδώντας
“ρούχα μαζί που πλύθηκαν 
                           και γίνανε μπορντό”

να ψιθυρίσω 'σε αγαπώ'
και να φύγω
θεωρώντας την κατάσταση λήξασα.

λύσσαξα πια.

10.6.16

στην τελική

Είτε για όλα φταίει η μάνα μου είτε ο καπιταλισμός
είτε ο μηδενισμός πάψει να είναι ελκυστικότερος απο την τυχαιότητα
είτε η ζωή αποτελεί παιχνίδι είτε βάσανο
είτε ο  έρωτας είναι αδυναμία είτε απλά τον έχω παρεξηγήσει
είτε τέλος πάντων πρόκειται για απελευθέρωση είτε για επεκτατική πολιτική, υποταγή και παιχνίδι εξουσίας
είτε όταν μεγαλώσω γίνω βάτραχος είτε πορτατίφ
είτε αποδεχτούμε το φιάσκο του πολιτισμού είτε συνεχίσουμε να εθελοτυφλούμε
είτε κάποτε η πόλη γίνει ελεύθερη και γεμάτη χρώματα είτε παραμείνει γκρί - ούτε καν ασπρόμαυρη-
είτε υπάρχεις είτε όχι
είτε έτσι είτε αλλιώς 
                                    γενικότερα

κανείς
            ποτέ
δεν μπορεί να αποκλείσει 
                      το ενδεχόμενο της παραίτησης
και αυτό αποτελούσε πάντα την αγαπημένη φράση της ζωής μου 
                      
  ωσπου κατάλβα, 
                               πως μάλλον είναι η αγαπημένη φράση 
                                                                                                 του θανάτου μου.


"Πολύ μαυρίλα ρε συ" μου λες και με κοιτάς με υπεροψία,


και τότε εγω...

σου ζητιάνεψα δύο ιδέες
αφου σου εξήγησα πως οι λέξεις μου είναι ό,τι έχω
και το μόνο που βρήκες να μου πεις
για ακόμη μια φορά
ήταν πως σε κούρασε πια αυτή η μαυρίλα μου
εντάξει λοιπόν, αφου το θες
ορίστε κάτι κόκκινο!
απο τα βάθη της καρδιάς μου
πάρε κόκκινο αυθονο
άσε κάτω το κουτάλι και το πινέλο
σου άφησα το μαχαίρι στο κομοδίνο
έλα
δεν μπορεί ούτε τώρα να μην ξέρεις τι να κάνεις
έλα πάρε το μαχαίρι και μετά
ρούφα με μανία όλο το χρώμα που μου ζήτησες
ελπίζω να βάψω μ’ αυτό
όλα σου τα όνειρα
τις σκέψεις και τα χαρτιά σου
εκτός απ’ τα σεντόνια και τους τοίχους σου

είναι ό,τι πιο χρωματιστό είχα ποτέ να σου χαρίσω τόσο απλόχερα
μου έλεγες πάντα να μην σκέφτομαι
γιατί όσα γράφω ή σου λέω
μυρίζουν θάνατο και έχουν χρώμα μαύρο
μου 'λεγες πάντα να χορεύω όσο μπορώ
μέχρι που είδες την σκιά μου 
κι αυτην κατάμαυρη στον ήλιο  να σαλεύει
με σιχάθηκες και που να σου εξηγώ
χρώμα μου ζητούσες και δεν είχα τίποτα άλλο να σου δώσω 
ειλικρινά
ήθελα μόνο να πιστέψεις πως είχα μέσα μου κρυμμένα
λίτρα χρώμα




"είσαι σπούκι" είπες λίγο τρομαγμένα μα ήταν πια πολύ αργά
να σου χαρίσω οτιδήποτε
πέρα απο λεκκέδες
                             

                                    χρωματιστούς λεκκέδες όμως.

2.6.16

Σπουδαία δικαιολογία

_έστω ότι,
Είχα πάρει χάπια για να κοιμηθώ. Ήταν άλλη μια απο εκείνες τις περιόδους της ζωής μου που τσουλάνε σαν αμάξι με πρώτη στην εθνική. Βασανιστικά. Είχα αυτό το μόνιμο συναίσθημα πως κάθε ρόδα τραβάει γι’ άλλο σημείο του ορίζοντα με αποτέλεσμα να σπινιάρουν λυσσασμένα μα το αμάξι να μένει στην θέση του απλά καταναλώνοντας όση ενέργεια διέθετε για το τίποτα.  Ένιωθα σαν μπαλόνι φουσκωμένο όσο δεν πάει, με χρώμα αχνό απο την διόγκωση του πλαστικού που ακόμα και χάδι θα το ‘σκαγε και η μόνη λύση ήταν κάποιος να έλυνε τον κόμπο στο στόμιο ώστε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο να εκτιναχτώ απ’ ‘ακρη σ’ άκρη του δωματίου αποβάλλοντας όλο τον αέρα με τον οποίο μ’ είχαν φουσκώσει τόσο ανελέητα σαν να ήμουν γαλοπούλα στις χαζοαμερικάνικες γιορτες - αυτές που τις γεμίζουν με ένα κοτόπουλο γεμάτο μπέηκον και λουκάνικα και άλλες τέτοιες υπερβολές που κάνουν αυτοί εκεί στα δυτικά. 
Όπως λοιπόν καταλαβαίνετε, δεν είχα ύπνο. 
Είχα όμως κούραση. Το κεφάλι μου ήταν γεμάτο με μια λίστα εκκρεμότητες που απλά προσπαθούσα να ξεχάσω, αλλά μετά θυμόμουν όλα εκείνα τα μηδενικά που αντικρίζω όταν δεν σκέφτομαι τις υποθέσεις που έχω να διεκπεραιώσω και απλά άρχισα να ξύνομαι με μανία. Δημιούργησα κάτι νέες πληγές, βάθυνα κάτι παλιότερες, δεν είχα παράπονο. Ήταν ηδονικό όλο αυτό. Ήταν καλοκαίρι και οι χειμωνιάτικες πιτζάμες με το πάπλωμα με έκαναν να βράζω αλλά δεν έκανα κάτι γιατί έτσι στριφογύριζα όλο το βράδυ στο κρεβάτι μου πράγμα που δεν κάνω ποτέ και ξυπνάω πάντα πιασμένη απο δεκάωρη ακινησία. Όλα πήγαινα βάσει σχεδίου, όλα ήταν όσο ανιαρά και τιποτένια είχα προβλέψει. Το πρωί με περίμεναν κάτι ανολοκλήρωτα σύμβολα και ένα ακόμα άσκοπο τρέξιμο για να ξεχάσω πόσα μικρά και μεγάλα, χρωματιστά και επικίνδυνα "τίποτα" θα ήθελα να κάνω μαζί σου αλλά εσύ αποφάσισες να ψάξεις για το κάτι. Κάποια στιγμή κοιμήθηκα. 
Όταν ξύπνησα το πρωί σε μισούσα και αποφάσισα να ερωτευτώ το παιδί που φτιάχνει τους καφέδες. Έτσι δεν θα ξανακοιμηθώ και δεν θα έχω όνειρα ούτε θα κινδυνεύω να ξυπνήσω και να σε θέλω πίσω. Θα πίνω καφέδες και θα γίνω ζόμπι με πρόσχημα έναν έρωτα. 
Σπουδαία δικαιολογία.

15.5.16

λίγο χαμηλότερα παρακαλώ

Εξάλλου ποτέ δεν μου άρεσαν τα ύψη. 
Δεν καταλάβαινα ποτέ τί είναι αυτό που τραβάει κάποιον , 
ο κίνδυνος ή αυτό που βλέπει απο κάτω. 
Πάντως πρέπει αυτό που βλέπουν να είναι κατι σημαντικό γιατί δες, έτρεξαν όλοι τους εκεί πάνω και έμεινα εγώ εδώ κάτω να τους χαζεύω.  
Έμεινα εδώ να αναρωτιέμαι που βρηκαν το κουράγιο να ανεβουν, 
πού σκατά κρύβουν τόση ενέργεια. 
Μα όσο οι ώρες περνούσαν και εγώ παρέμενα χαμηλά,
βουλιάζοντας ,
άρχισα να αναρωτιέμαι πού ξοδεύω εγώ αυτην την ενέργεια. 
Τί κάνω εγώ καθισμένη σ´ ένα τίποτα ακούνητη για μήνες; 
Μέρα έμπαινε, μέρα έβγαινε και γω είχα φανερή διαρροή των αποθεμάτων ενέργειας. 
Δεν ξέρω γιατί ή πως. 
Το μόνο που ξέρω πως οι μέρες περνούσαν και γω ένιωθα να στεγνώνω.
Τα δαχτυλά μου ζάρωσαν σαν να ήμουν πολλή ώρα κατω απο το νερό, τα χείλη μου ξεράθηκαν . Ο εγκέφαλος μου βυθισμένος στο ναρκισσισμό, τα δάχτυλά μου βυθισμένα στο σώμα μου. Το μουνί μου διαρκώς υγρό το στόμα μου ανοιχτό και στεγνό ανίκανο για ήχο. Τα μάτια μου κι αυτά ορθάνοιχτα ξεραμένα χωρις να κοιτούν πουθενά, χωρίς να βλέπουν. 
Παραγωγικό ήταν μόνο το μουνί μου, παραγωγικό υποταγμένο κι ανελεύθερο.   
Έφτυνα υπεραξία καταπίνοντας ανασφάλειες, έκανα τον κόσμο λίγο πιο χαρούμενo και μένα λίγο πιο κενή οπως συμβαίνει συνήθως στις πρωταγωνίστριες των σύγχρονων ταινιών.  
Το θέατρο, λένε, είναι για ρηχούς ανθρώπους. 
Κάποτε με νευρίαζε η φράση τώρα αδιαφορώ απλά ξέρω πως είναι  εξωφρενικό το να επιτρέπεις στον εαυτό σου να υποδύεται κάποιο εμετικό ανθρωπάκι για να διδάξεις -στην καλύτερη, ή να καυλώσεις -στην συνηθισμένη, εξίσου χλιαρά ανθρωπάκια κενά απο φαντασία και ιδεες. 
"Πόσο κρίμα" τους ακούω να λένε ενώ κοιτάνε 
"πόσο κρίμα" 
                      κι ας χειροκροτάνε που και που. 
Με βλέπουν. 
        Το ξέρω. 
Βλέπουν μέσα μου, ξέρουν πως προσποιούμαι, οι μπάσταρδοι. 
Θ' αυξήσω πάλι το εισιτήριο.
Τώρα κατάλαβα τί βλέπουν απο 'κει πάνω. Τώρα κατάλαβα που ξοδέυεται η ενέργεια μου. 
Είμαι το θέαμα τους. Ανεβαίνουν ψηλά, τους διασκεδάζω και τόσο πολύ έχω ενσαρκώσει το ρόλο μου που ξεχνώ γιατί βρίσκομαι δω και με κατηγορώ που δεν ανεβαίνω μαζί με τους άλλους εκεί ψηλά.  Τελικά όλο αυτό είναι ένα σαδομαζοχιστικό παιχνίδι διάδρασης.
Με εξυψώνουν μα ανεβαίνουν ψηλότερα, τους κοιτώ απο κάτω και είμαι ανώτερη.  Ορίστε άλλο ένα έκτρωμα του είδους, κοινώς αποδεκτό, νόμιμο και ιδανικό για διανοούμενους.

Να τος, ο πολιτισμός μας! 
Τον προσκυνάμε και νομίζουμε πως είναι ανώτερος.  
Σκύψε λίγο χαμηλότερα, δεν ανέβηκε ακόμα αρκετά. 
            
                                                                                                          by K+Φ



27.4.16

ανοιξιάτικος μηδενισμός

δεν μου πάει εμένα ρε παιδιά η άνοιξη
τί να το συζητάμε δηλαδη;
το φτάνω στα άκρα μα δεν πάει παραπέρα
μονίμως γύρω εκεί παραπατώ
δεν γλιτώνω παρα καμία τρίχα
και τις μισώ
σαν όλα τα ψεγάδια κάθε δυνητκής τελειότητας

να μην υπάρχει άνοιξη
να 'ναι το κλίμα τροπικό
να γυρίσει και η μουσική
στο ‘τότε' το περίεργο
να ‘χουμε πάλι τρόπους
να σου λέω αιολικός και φρύγιος
να 'ναι η ζωή και απλή και συνθετη
ανάλογα την οπτική και οπλισμός
ν' αναιρεθούν οι φόρμες οι ανούσιες
να γλιτώσουμε απο το προβλέψιμο επιτέλους

να 'ναι η μετατροπία κυριολεξία
να πάρει καμιά (κοινωνικοπολιτική) προέκταση της προκοπής
να 'χω ν'ασχοληθώ και γω
με κάτι πέραν της αποσύνθεσης και του χυδαίου πραγματισμού

δεν μου ταιριάζει εμένα λέμε η άνοιξη
-μην σώσει και ξανάρθει!
'για δες καιρό που διάλεξε'
και πίπες σουβλιστές

ανθίζει  -λένε- η φύση
και στα μάτια μου εμφανίζεται δειλά
απλώς ακόμα ένα μηδέν
και συ όλο να ψάχνεις αφορμή
να ξαπλώσεις ανάμεσα στις λέξεις μου 
(σαν παύλα)
μήπως και κάποτε με πείσεις
πως είναι παιχνίδι που 'χει νικητή
ότι αξίζει και πως θα ‘πρεπε 
να θέλω να το παίξω

ρε γαμώτο, νευριάζω
δεν έχεις καταλάβει Χριστό
τόσο καιρό που σου εξηγώ
για την διττή φύση της ύπαρξης
και την βολική προσκόλληση στην ματαιότητα

λες και δεν ξέρεις,
πως κάθε μέρα που χαράζει
οι σκέψεις μου καθόλου δεν φωτίζονται
λες και δεν ξέρεις
πως κάθε πρωί γλλυκίζει περισσότερο 
ο θάνατος στο στόμα

χώνεσαι με το 'έτσι θέλω’ ανάμεσα στις λέξεις μου
σφηνώνεις ανάμεσα στο ένα και το μηδεν
και δίχως να το αντιληφθείς
καταστρέφεις άλλη μια μέρα
‘ανοιξιάτικη’

χύνω τον καφέ μου με μίσος
για να σε τιμωρήσω
και δεν σου στέλνω μήνυμα,
ούτε σήμερα δεν θα σε συναντήσω


το ξέρω μπάσταρδε 
πως πάντα θα έχω κάτι να χάσω
μην μου θυμίζεις πως κάποιος πάντα
 με
-ή καλύτερα, 
σε
και γενικότερα, 
μας
                            κερδίζει.


Άνοιξη 

16.4.16

69********

η απερίσκεπτη διαρκής επανάληψη των αγαπημένων μου στίχων απο εκείνα τα επαναστατικά ποιήματα,
οδήγησε στο να ηχούν στ’ αυτιά μου σαν προσταγές απο παγωμένες μηχανικές φωνές
οι προτάσεις έγιναν λέξεις 
οι λέξεις συλλαβές
οι συλλαβές φθόγγοι
και το διαμελισμένο νόημα
άρχισε να παρατάσσεται ξανά
σε καρκινικές δομές
αντιθετοαντίστροφες και ανεξέλεγχτες
ωσπου κάποια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου
να μουρμουρίζει ακατάληπτα προτάγματα
αποτελούμενα απο τις σωστές λέξεις
σε λάθος σειρά
με σιχαινόμουν 
αλλά ήμουν ο μόνος άνθρωπος που κάπως εμπιστευόμουν 
και κατέληξα να αυτομαστιγώνομαι με ποικίλους τρόπους
βρώμισα τις κινήσεις μου
θόλωσα τα βήματα
και πήρα το γνωστό ύφος που έχω πάνω στο φθαρμένο σανίδι (της πραγματικότητας)
προσπαθώντας να γίνω αντικοινωνική, απεχθής κι εσωστρεφής
μα δεν κράτησε πολύ
σύντομα η ανάσα μου 
άρχισε να καλύπτει κάθε ήχο, κάθε βουητό
το μόνο που ακουγόταν πια
ήταν η ηχώ μου
το μόνο που διακρινόταν
το είδωλο μου στο αλαβάστρινο νερό
αλλοιωμένος διπλασιασμός
αναδιπλασιασμός
ναρκισσισμός
μύθοι, τραύματα και τέτοια πράγματα

διαστρέβλωση απο τα αισθητήρια
απο τα μέσα 
-άμεσα και έμμεσα
αποστασιοποιημένα ή μη
παρατηρητές ή εισβολείς-

ίσως να φταίει που αναγκάζομαι να φαντάζομαι και να εικάζω
ίσως πάλι, να είναι εκείνο το δείγμα ευφυίας/ βάρος συνείδησης
ίσως πάλι να ‘ναι αυτά τα στιχάκια
που τριγυρίζουν στο μυαλό μου μέρες τώρα
ξέρεις, "τί θέλετε απο μένα τελικά;"
και τα γνωστά

γέμισα "ίσως" και μίσος
γέμισα τοίχους με στίχους
και κατέληξα πως απλά φοβάμαι τις πληγές 
-κι ας λατρεύω το αίμα-
ντράπηκα τόσο
που είπα να πάρω να στο πω
κι ώρες τώρα να μαντέψω προσπαθώ,
ποιός θα 'ταν ο αριθμός σου.


7.4.16

Καμουφλάζ

ακανόνιστα ρεύματα τρέχουν
σαν ατίθασσα άλογα στο μυαλό μου
με βασανίζουν κοινώς
κάτι πόν(ο)ι στο κεφάλι
που δεν ξέρω πως να διαχειριστώ
γιατί έχω αποτύχει τόσες φορές
που έμαθα να το υπομένω
απο φόβο πως θα με βάλουν πάλι να πληρώσω 
τα σπασμένα άλλων

βάζω μουσική 
να γεμίσω τ’ αυτιά μου με την παρουσία σου
να χορεύουν τ’ αλογάκια ρυθμικά 
επάνω στους νευρώνες μου,
να κρατώ τα δάχτυλα κολλημένα στο πληκτρολόγιο 
μπας και με γλιτώσω απο μία ακόμα φαντασίωση

περνούν οι μέρες
ελίσσομαι στον χρόνο
-ετεροχρονισμένα όλα μοιάζουν περίπλοκα-
και κάπως έτσι καμουφλάρομαι

έχω καταντήσει απεργός πείνας
ολικός αρνητής στον ορό με την γλυκόζη
“περιμένω τον γλυκό μου” μουρμουρίζω
και μια στο τόσο  τρέμω σύγκορμη
απ' τα υπογλυκαιμικά σοκ


σε ψάχνω όπου πάω
γνωρίζοντας καλά πως δεν θα ΄σαι δω
και γελάω με τα χάλια μου
γιατί ακόμα και να ήσουν
πάλι δεν θα μπορούσα να σε δω
διακρίνω αμυδρά
έναν κόκκινο Γρηγόρη στο φανάρι  του δρόμου μου
κι έναν πράσινο Σταμάτη στον καθρέφτη μου
φοβάμαι να φτάσω και κάθομαι στα σκαλοπάτια
ανασύροντας απ' τον σκληρό που έχω αποθηκευμένους
όγκους συναισθημάτων για κάψιμο ή ανακύκλωση
γράφοντας ξανά και ξανά ιστορίες 
ποιήματα και τέτοια 
για να δικαιολογήσω κάπως τον εαυτό μου

θα ήθελα πάρα πολύ να ανοίξω την πόρτα
αλλά βιώνω κάπως έντονα την εισβολή
και καταλήγω να μπλοκάρω το σήμα
μην τύχει και επικοινωνήσει ο εγκέφαλος με τα θέλω μου
μην τύχει και επικοινωνήσει ο εγκέφαλος με τα δάχτυλά
μην τύχει και επικοινωνήσω εγώ μαζί σου
και δεν έχω μετά με τί να χαλιέμαι
βρίσκει ο φόβος λίγο σήμα και στέλνει τα προειδοποιητικά μηνύματα του
απομακρύνοντας με το ξεσκονόπανο της λογικής
τις βρώμικες και σκονισμένες σκέψεις 
απ’ τις γωνίες του μυαλού μου

όμως να σου πω ένα μυστικό;
το ταξίδι καλά- καλά δεν άρχισε
και μου χρωστάς εκείνη την θέα
είναι καιρός να δούμε κάτι μαζί
να σκεφτούμε την ζωή μας
να ψαχτούμε για να φτιαχτούμε
με κόκα ή κόλλα
να απορρίψουμε τον μαυροκόκκινο καπιταλισμό
του συνδυασμού
και να δηλώσουμε αντισυμβατικοί συνοδοιπόροι
σε κοινό δικό μας παραλήρημα 

σου χρωστώ ένα  βλέμμα,
με τα μαύρα μάτια
-σαν σοκολατάκια υγείας με γέμιση αλκοόλ,
που λιώνουν στο φως του πρωινού ήλιου
και κάτι ξεχασμένες νότες που ‘χω γράψει

ως τότε,
συνεχίζω τις φαϋλοκυκλικές φιλοσοφικές λούπες
νιώθωντας πως ψάχνω  μέσα σε δωμάτιο βυθισμένο στο απόλυτο σκοτάδι 
μια μαύρη γάτα που εξ ορισμού δεν υπάρχει
και
ακούγοντας μουσικοπολεμικά ρεπορτάζ, τον ορέ με τα ωραί 
και ντα(σ)παντούπια.






credis to Frida Kouk