30.7.21

life is action

όταν αυτή η κλωστή κόπηκε

έμεινε να κρέμεται απο κάτι θολερό και μαύρο που έμοιαζε με όνειρο ή πληγή

ήταν το ανάποδο ακριβώς απο τότε που είχα ξαπλώσει σε εκείνο το κρεβάτι με το άσπρο χαρτί απο γάζα και πλαστικό
και ψάχναμε την άκρη εκείνης της κλωστής να τη βάλουμε στο μάτι μου
πονούσα και μου έλεγαν υπομονή
ακριβώς το ανάποδο
ή το ίδιο
με τώρα που η κλωστή κρεμόταν και κάθε ελαφρύ αεράκι μου υπενθύμιζε πως κάτι κρέμεται
εκκρεμεί; περισσεύει;
δεν ξέρω
να το κόψω; δεν ξέρω
άλλωστε αυτή η κλωστή είχε δυο άκρα πριν κοπεί
κολλάει η κλωστή;
δεν είναι δα και γυαλί να μην κολλά

λοιπόν ήταν ακριβώς το ανάποδο γιατί κανείς δεν μου έλεγε υπομονή το έλεγα μόνο εγώ
και όχι απλά το έλεγα, το διατυμπάνιζα γιατί αν έμαθα κάτι τώρα που κόβω και βάφω το παρελθόν που συσσωρεύεται, για να δροσίζεται ο αυχένας μου και να μη σκύβω το κεφάλι,
αν έμαθα κάτι αφότου με κοπάνησα σα χταπόδι κάτω,
είναι πως οι άνθρωποι θέλουμε μια ολόκληρη ζωή για να βρούμε τη ζωή μας
και το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μην είσαι και να μην κάνεις το μαλάκα

βλέπεις, οι άνθρωποι φεύγουν και δεν χάνονται
ή χάνονται ενώ δεν φεύγουν
και συ αγαπάς γιατί και τί να κάνεις δηλαδή αν όχι αυτό;
κάποιοι άνθρωποι δεν σώζονται, σπρώχνω την καρέκλα πίσω και κολλάω το κεφάλι μου στη λαχανί κουρτίνα του μικρού μου γραφείου
κοιτώ μια γυναίκα σκηνοθέτη σε απόγνωση και παραδέχομαι ότι τη μισώ γιατί καταστρέφει τη ζωή του παιδιού της
γριά καταθλιπτική γκρινιάρα εγωίστρια
θέλω να της ουρλιάξω 
το φάντασμά της ζει στο γραφείο μου και στο μυαλό μου μήνες τώρα
και μου θυμίζει πόσο μισώ τους ανθρώπους που καταστρέφουν την δυνατότητα για αγάπη

είναι το imput και το output και αν μπουκώσουν οι θύρες αρχίζει η διαστρέβλωση
ένας άνθρωπος ερείπιο νιώθει γαμάτος
ένας άνθρωπος γεμάτος νιώθει άδειος
δύο θηλυκότητες σε σώματα αλλόκοτα προσπαθούν να αγαπηθούν 
δύο κακοποιημένα άτομα φωνάζουν εμμονικά
“τί θες απ’ τη ζωή μου” το ένα στο άλλο ενώ συζητούν για βιβλία στο μπαλκόνι
δύο θηλυκότητες μια άντρας και μια γυναίκα
ψάχνουν τις ισσοροπίες  των θέλω τους
δύο κακοποιημένα άτομα ξέρουν να ζουν μόνο εκεί που δεν υπάρχει τίποτα τριγύρω να τα φοβίσει

μια γυναίκα κοιτιέται σε μια γυναίκα και λέει δε σου μοιάζω ούτε θέλω
η γυναίκα της απαντά δεν σου μοιάζω αλλά θέλω
και η πρώτη γυναίκα γυρνά την πλάτη της και φεύγει
σε κάθε βήμα περιμένει ένα μαχαίρι να καρφωθεί στην πλάτη της
“εσύ φοβόσουν ποτέ πως η μαμά σου θα σε σκοτώσει;”

τρέμει και προχωρά με κάθε βήμα πιο ελαφρύ απο θρόισμα να ακούσει την ανάσα της δολοφόνου της
έστω αυτήν την φορά

ένας άνδρας με μουνί μετά απο μήνες καραντίνας φόρεσε φούστα και άνοιξε τα πόδια του
ένιωσε όμορφα και περίμενε στωικά
το θάνατό του

και μέσα του έλεγε υπομονή
γιατί παίρνει μια ολόκληρη ζωή σε έναν άνθρωπο να βρεί το θάνατό του

παίρνει μια ολόκληρη ζωή
κι όσο φτάνεις ξεμακραίνεις
αφού ο ήλιος μας ζεσταίνει, το φεγγάρι γιατί δεν μας δροσίζει;

το άκρο της κλωστής βρίσκει στόχο
και πρώτη φορά
νιώθω πως δεν έχω πρόκες και δε σε τρυπάω
σου λέω  μόνο πως έχω πει τόσα συγγνώμη που μουγκάθηκα
και τόσα σ'αγαπώ που κουφάθηκες

ίσως να μην υπάρχει τέρας τελικά
ίσως να έκανες πάντα αρκετά

και η ιστορία να είναι ακόμα στον πρόλογο

παίρνει μια ζωή να βρούμε τη ζωή μας
αλλά όσο ψαχνόμαστε ας ________ .

4.5.21

strangers to ourselves / a gift to ourselves

αυτή η  ιστορία που διαρκώς αναβάλλεται

και βοηθά τη ζωή να πηγαίνει μπροστά

όπως κάθε απουσία ντυμένη με όλα τα συναισθήματα που λείπουν

μου φανερώνεται διαρκώς παραλλαγμένη

μέσα απ’ τα βιβλία μου μέσα απ’ τις νότες μέσα απ’ την κίνηση

η κόρη με το νεκρό πατέρα

η βιασμένη κόρη που θέλει να συγχωρέσει

η γυναίκα που γίνεται πατέρας και χωράει τη μοίρα που της έτυχε και την μοίρα που διάλεξε

αυτή που αυτοκτόνησε απο λύπη και καλοσύνη

αυτή που δεν αντιστάθηκε αυτή που έφταιξε

αυτή που πέθανε και πριν σαπίσει ολόκληρη κόπηκε για να μείνει κάτι αγνό και του αφοσιώθηκε ολόκληρη

μέχρι που ξανάβγαλε πόδια

το πεινασμένο της μωρό 

το άπληστο παιδί που διψά για μια αλαζονική ευτυχία  της φυγής του

μέσα απ’ την άρνηση επιδιώκει να αποδείξει την αγνότητα

θέλει να ‘ναι μόνο απαρηγόρητο

η έλλειψη των άλλων όπως η έλλειψη βαρύτητας των αστροναυτών συνθλίβει μύες και οστά

ζώντας μέσα σε έναν ίλιγγο χωρίς να ξέρει πια τί είδε τί έκανε ποιό είναι

πάντα αλλού γι αυτό και πουθενά

ο ξένος επειδή αισθάνεται διαρκώς το μισος των αλλων δεν έχει περιβάλλον παρά αυτό το μίσος
 και εκεί βρίσκει την ύπαρξη του
σε ενα κόσμο υπεκφυγών και ομοιωμάτων που συγκροτούν
τις ψευδοσχέσεις με τους ψευδοάλλους
το μίσος προσκομίζει συνοχή
κι ετσι με αυτόν τον οδυνηρό αλλά σίγουρο οικείο τοίχο
θα στηριχτεί για να βεβαιώσει την παρουσία του απέναντι στους άλλους και τον εαυτό του
το μίσος τον κάνει στέρεο
το κανει πραγματικό

κάνει να αντηχεί προς τα έξω αυτό το άλλο ανομολόγητο συνενσταλμένο
-μέχρι να συνθλιβεί-
μίσος που ο ξενος φέρει μέσα του ενάντια σε όλους
ενάντια σε κανένα
ενάντια στον εαυτό του
μίσος που αν ξεσπούσε θα γινόταν πηγή μιας βαριάς κατάθλιψης
όμως εκεί ανάμεσα στον εαυτό του και τους άλλους
το μίσος δεν τον απειλεί
το παραφυλάει
και βεβαιώνεται όταν το ανακαλύπτει ανάμεσα στις συναναστροφές
πληγώνεται όταν διαψεύδει τον έρωτα
και χαίρεται όταν βλέπει  αυτή τη φανταστική ή πραγματική έμμονη παρουσία της απέχθειας

λίγοι άνθρωποι παρακινούν τον ξένο να ομολογήσει την ταπεινή ικεσία του
οσο πιο πίσω πηγαίνει τόσο πιο ηδονικά ραγίζει η μνήμη του
μια  απόμακρη μητέρα γεμάτη φροντίδα που δεν τον κατανοεί
δεν την καλεί
δεν της ζητα τίποτα
προσκολλάται εμμονικά πάνω σε αυτό που του λείπει
στην απουσία/ σε ένα σύμβολο

είναι κατα πάσα πιθανότητα παιδί ενός πατέρα που η παρουσία του είναι αναμφισβήτητη 
που η παρουσία του όμως δεν μπορεί να το συγκρατήσει
η απόρριψη απο τη μια το απροσπέλαστο απο την άλλη

αν κάποιος τα καταφέρει και δεν καθηλωθεί εκεί
δεν μένει παρα να ψάξει για το δρόμο του


ρίχτηκα στη γωνία κλαίγοντας ζητώντας την δικαιοσύνη και την αδικία που μπορεί να ζητήσει κάποια σαν εμένα
μέχρι που στέρεψαν τα δάκρυά μου
υπάρχει ένας δρόμος για τη γαλήνη
η αγάπη
και στην αγάπη
ξεκινάς πάντα
απ' την αρχή.



K ft Julia Kristeva -strangers to ourselves

21.3.21

πίστα βι αρ/ πίστα βι ας

πέρασα την είσοδο και άρχισα να περιπλανιέμαι στους διαδρόμους με τις στρωμένες μοκέτες γεμάτες μωβ μπλε και πράσινους ρόμβους, κατέβαινα τα σκαλιά και γύρω μου υπήρχαν γιγάντιοι πλαστικοί άνθρωποι, με τρόμαζαν κάποιοι έμοιαζαν γιγάντια μωρά, ήταν πλάσματα ομοιώματα φίλων και γνωστών απ’ τη ζωή μου, το αρχικά γλυκό γνώριμο συναίσθημα έξαψης έδινε σιγά σιγά τη θέση του στον τρόμο, πλησίαζα και έβλεπα ατάραχα πρόσωπα, πλαστικά πρόσωπα, τόσο οικεία μα τόσο άδεια, άδεια απ’ τις εκφράσεις που είχα γνωρίσει και αγαπήσει, είχαν μάτια παγωμένα και μυδριασμένα στραμμένα προς κάπου, ένα γιγάντιο σινεμά, εξού η μοκέτα σκέφτομαι, εξού το λίγο φως, εξού και η ησυχία, μα εγώ είμαι εδώ με σώμα φθαρτό με δέρμα και οστά και μάτια τρομαγμένα φοβισμένα και αδύναμα, συνεχίζω να προχωρώ ελπίζοντας να βρω κάτι, την οθόνη; το λόγο; τί τραβά το βλέμμα όλων; συλλογίζομαι και προχωρώ, ωπ! η φίλη μου απ’ τη σχολή, να και η πρώην της και τώρα μιλάει με αυτόν τον φίλο μας, την ακολουθώ και ξαφνικά εντελώς απροειδοποίητα και αναπάντεχα αντικρίζω ένα γιγάντιο σωρό απο σώματα -πτώματα;- είναι αυτά τα πλαστικά σώματα το ένα πάνω στο άλλο ένας λόφος σα χωματερή, παρατηρώ και τί να δω, όλα τα άτομα ήταν παλιά οικεία μου, η φίλη απ’ τη δευτέρα λυκείου που μιλούσαμε πολύ τσατ και η έλενα και ο μάνος και η παυλίνα και ο μιχάλης.. ένας σωρός, ένα σωρό άτομα, η σωρός κάθε παλιάς μου σχέσης που είχα στο διαδίκτυο, φρικάρω, θέλω να πάρω τα μάτια μου απ’ την αποκρουστική εικόνα και δεν μπορώ, αυτοί οι άνθρωποι έχουν πεθάνει..

έχουν πεθάνει για μένα συνειδητοποιώ και τρομάζω, βλέπω την virtual ζωή μου και εδώ είναι όσα άτομα έμειναν πίσω, αγχώνομαι ‘το virtual είναι ό,τι έχουμε μα εγώ είμαι δω  με το σώμα μου, δεν είναι εδώ κανένα ομοίωμα μου, είμαι εγώ με τα γρήγορα πληγωμένα πόδια, τα αδύναμα μάτια και τα σφιγμένα χείλη', βουρκώνω και σωπαίνω -όπως πάντα- και προχωρώ, βλέπω επιτέλους την οθόνη, την οθόνη που κοιτούν όσα άτομα ακόμα ‘ζουν' και πάω κοντά γιατί δεν βλέπω, πάω όλο και πιο κοντά, να κάτσω πρώτη σιερά, μήπως δω, βλέπω μόνο θολά χρώματα και κατεβαίνω προσεκτικά τα σκαλιά ούτε αυτά τα βλέπω καλά, ψάχνω τις πράσινες γραμμές δίπλα στα καθίσματα της αίθουσας του σινεμά, και προσπαθώ να συγκεντρωθώ να μη την χάσω, και μόλις φτάνω στην πρώτη σειρά, με λούζει το φως της γιγάντιας οθόνης και βλέπω αυτόν, να κρατά αυτόματο και να με απειλεί με το χαμόγελο της φρίκης ζωγραφισμένο στο προσωπό του, με τα τρομακτικότερα μάτια που έχω δει, πιο πλαστικός και απόκοσμος απο κάθε άλλο πλάσμα, ο πιο αγαπημένος και οικείος πλαστικός είναι ο πιο άγνωστος και απειλτικός, με σημαδεύει και τα πόδια μου τρέμουν, εγώ δεν είμαι πλαστική, εγώ θα πεθάνω όντως, δεν θα πεθάνω γι’ αυτόν, θα πεθάνω γενικά αν το κάνει.. "μην το κάνεις” γρυλίζω μα δεν ακούγεται τίποτα, μόνο το χαμόγελό του αρχίζει να μοιάζει με στόμα λύκου έτοιμου να ορμήσει, με ρουθούνια και τρίχωμα σε διέγερση-

ο χρόνος παγώνει, μαζί με το αίμα μου, συναντούν τον πάγο του προσώπου του και  ακούγεται πια η ανατριχίλα παντού γύρω, βουρκώνω και μορφάζω απο φόβο και απόγνωση, “στα όνειρά μου είσαι κακός” ψελλίζω και το δέρμα του αλλοιώνεται το όπλο συρρικνώνεται ώσπου απομένει ένα μικρό κινητό ανάμεσα στα τρεμάμενα χέρια του, το προσωπό του απο πλαστικό γίνεται δερμάτινο και ρυτιδιάζει, γίνεται άνθρωπος και όσο μεταμορφώνεται το χαμόγελο χάνεται, τα μάτια του βουλιάζουν στις κόγχες τους κοιτά το κινητό του και η αγωνία του με κάνει να ξεχάσω τον τρόμο που μου προκαλούσε, δεν καταλαβαίνω τί κάνουμε πια δύο άνθρωποι σε αυτό το χώρο με τα ομοιώματα, πρέπει να φύγουμε απο δω, ψάχνω έξοδο, αυτός οπισθοχωρεί κοιτώντας διαρκώς το κινητό του λες και κάποιο τέρας απειλεί να ξεπηδήσει απο κει και να τον αφανίσει όπως ακριβώς το αυτόματο όπλο του απειλούσε να διαλύσει εμένα προηγουμένως, ο θάνατος φαντάζει τώρα και σ’ αυτόν ολοκληρωτικός, τα δικά μας σώματα δεν θα προστεθούν στο σωρό θα αφανιστούν, ψάχνω έξοδο και όσο ψάχνω παρατηρώ πως ο τρόμος για το τέρας της οθόνης γίνεται τρόμος απέναντι σε μένα,  γίνομαι το όπλο που απειλεί τον αφανισμό του, κοιτάζει με απελπισία το στόμα μου, 
είμαι άνθρωπος θέλω να του φωνάξω μα ανάμεσα μας πια υπάρχει ένα αγεφύρωτο κενό
γουρλώνω τα μάτια μου 
κι αυτός βουρκώνει και τρέχει
και δεν έχει πια καμία σημασία
γιατί ξέρω τί είδε σε μένα
τον απόλυτο τρόμο
χάνεται και ουρλιάζω
και δεν έχει καμία σημασία
γιατί ξέρω τί άκουσε
ένα λύκο να ουρλιάζει πριν επιτεθεί
και σωπαίνω
αλλά δεν έχει σημασία γιατί
τρέχει
με όσα είδε και όσα άκουσε
και μένουμε εκεί
ανάμεσα σε δυστοπικά ομοιώματα και σωρούς
ασαφή χρώματα και ήχους
στις αίθουσες με την ζωή σε ολόγραμμα και προβολή
με μια ανάμνηση
το τίμημα
του να υπάρχεις ζωντανός και ζωντανή
είναι να συνθλίβεσαι απ' τον τρόμο πως σε μια στιγμή πεθαίνεις.

12.2.21

i'm thinking of ending things



 Στέκεται με πρόσωπο καθαρό και ανοιχτό, έξω απ’ το ξύλινο δίπατο σπίτι, μέσα στο τροπικό δάσος. Στέκεται με μάτια ταλαιπωρημένα ελαφρώς κόκκινα με μια ηρεμία αλλόκοτη, σαν γαλήνη μετά απο τυφώνα που κόπασε. Στέκεται μα την παρατηρώ και νιώθω πως κρύβει περισσότερο πόνο απ’ όσο εκπέμπει. 

  Περπατούν σ’ ένα ημισκοτεινό διάδρομο, μπροστά πάει αυτός, ο εύσωμος σκυθρωπός άγνωστος άντρας, πίσω αυτή και τέλος αυτό το μεσήλικο ζευγάρι Γαλλοαμερικάνων. Το ζευγάρι σταματά σε μια πόρτα ενώ ο άντρας συνεχίζει να προχωρά. Η κοπέλα τον ακολουθεί. Έχω ένα αίσθημα πως αυτός είναι ρεπόρτερ, έχω ένα φόβο για την κοπέλα. Μπαίνουν στην επόμενη πόρτα του διαδρόμου. Ένα διπλό κρεβάτι, ο φόβος μου μεγαλώνει. Ένα μονό κρεβάτι στο βάθος, ο φόβος μου μειώνεται, το σώμα μου χαλαρώνει. Η κοπέλα κάθεται στο μονό κρεβάτι και αυτός την πλησιάζει και την φιλά στο στόμα με σιγουριά. Αναρωτιέμαι γιατί η κοπέλα δεν αντιδρά. 

  Στέκεται με πρόσωπο καθαρό και ανοιχτό, έξω απ’ το ξύλινο δίπατο σπίτι, μέσα στο τροπικό δάσος. Στέκεται με μάτια ταλαιπωρημένα ελαφρώς κόκκινα με μια ηρεμία αλλόκοτη, σαν γαλήνη μετά απο τυφώνα που κόπασε. Στέκεται μα την παρατηρώ και νιώθω πως κρύβει περισσότερο πόνο απ’ όσο εκπέμπει. Ο ήλιος δύει και ζητά απ’ τον πατέρα μου να την φωτογραφίσει. Το φως τρυπώνει ανάμεσα απ’ τα ξύλα του σπιτιού, λούζει τα μαλλιά μου με ένα χρυσό φως ελαφρώς πορτοκαλί, ελαφρώς ροζ, εντελώς γοητευτικό. Στέκομαι, εκεί που συναντιούνται οι ακτίνες, εκεί που το φως στο ξύλο και στο δέρμα μου παίρνει τις ίδιες αποχρώσεις. Ο πατέρας μου φωτογραφίζει μόνο το πρόσωπο. Αδυνατεί να απεικονίσει το όλον. Είναι προσκολλημένος σε κάθε μικρή λεπτομέρεια. Τον ρωτάω γιατί. Μου δείχνει όλα τα απόκρυφα σημεία που του φανερώνει η ευκρίνεια της στιγμής, μου δείχνει το σιδερένιο φωτιστικό που ακτινοβολεί απ' το φυσικό φως που το διαπερνά, τους κορμούς των πανομοιότυπων δέντρων να αποκτούν ετερογένεια απ’ την κλίση των ακτίνων.

  Το γλυκο φως τώρα λούζει ένα δωμάτιο και βλέπω τον άγνωστο άντρα να ερωτεύεται την κοπέλα. Έχω ένα άβολο συναίσθημα, πως αυτός δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτήν. Τίποτα για τα γραπτά της, για τις διαδρομές της, για τις σημειώσεις της. Τότε η κοπέλα κρατά μια φωτογραφία με τους δυό τους σε κούνιες. Τότε και μόνο τότε συνειδητοποιώ, πως και οι δύο ξέρουν. Ξέρουν, τί σημαίνει αυτή η σχέση και αυτό δεν λέγεται. “Εγώ όταν κατάλαβα, το είπα” σκέφτομαι και νιώθω την κοιλιά μου να σφίγγεται. Η φωτογραφία ήταν ενα πειστήριο, για το επερχόμενο. Ζούσαν ένα πολύ γλυκό και φοβερά ανείπωτο έρωτα. Προφανή. 

  Στέκονται σε μια χιονισμένη πλαγιά,  παίζουν. Δεν υπάρχουν ίχνη, το χιόνι είναι άθικτο στην κατηφορική πλαγιά. Αυτό το χιόνι στρώθηκε εκεί μόνο για την βόλτα τους, ο ήλιος κάνει το χιόνι διαμαντένιο και τα γέλια τους αντηχούν. Και τότε, βλέπω ακριβώς τι συνέβη πριν συμβεί, βλέπω τον πόνο στο ανοιχτό και καθαρό πρόσωπο της κοπέλας που σκέφτεται, έξω απ’ το ξύλινο δίπατο σπίτι, μέσα στο τροπικό δάσος. Ο άντρας την παρατηρεί, πριν φτάσω εκεί, την ακούει να του μιλά ώσπου βλέπει αυτό που ούτε γω πρόλαβα ούτε εκείνη να δεί. Ένα γιγάντιο αγριογούρουνο να κατεβαίνει την πλαγιά, σε μέγεθος ελέφαντα, έτοιμο να σκοτώσει. Και αυτός τρέχει στην πλαγι΄ά, μπαίνει μπροστά του και πεθαίνει, αφήνει το ζώο να τον παρασύρει και να τον πάρει μακριά, αφήνοντας την μόνη αλλά προστατευμένη. 

  Στέκεται με μάτια ταλαιπωρημένα ελαφρώς κόκκινα με μια ηρεμία αλλόκοτη, σαν γαλήνη μετά απο τυφώνα που κόπασε. Στέκεται μα την παρατηρώ και νιώθω πως κρύβει περισσότερο πόνο απ’ όσο εκπέμπει. Θυμόμουν απο μικρή, πως τα αρσενικά αγριογούρουνα είναι πολύ επιθετικά και αν κατα τη διάρκεια του σεξ αναγκάσουν τις θηλυκές να λυγίσουν τα πίσω πόδια τους (επειδή δεν αντέχουν το βάρος και την πίεση των αρσενικών) αυτές αντιλαμβάνονται  την πράξη ως βιασμό και  δεν γονιμοποιούν.

  Η πλαγιά χάνεται και όσο συνειδητοποιώ τί έχει συμβεί η κοπέλα στέκεται έξω απ’ το ξύλινο δίπατο σπίτι στο τροπικό δάσος μα το πρόσωπο της πια δεν μου φαίνεται απλώς ανοιχτό και καθαρό, μου φαίνεται αναγεννημένο μετά απο φριχτές συσπάσεις και η ηρεμία δεν έχει πλέον την χροιά της ανακούφισης αλλά κάτι πολύ βαθύτερου, του λήξαντος πένθους.  Δεν κόπασε ο τυφώνας, ο τυφώνας μας διέλυσε.

  Τώρα η κοπέλα το μεσήλικο ζευγάρι και ο άντρας βρίσκονται σ’ ένα τοπίο που θυμίζει το σινικό τοίχος φτιαγμένο όμως απο το ίδιο το βουνό και όχι απο πέτρα, στέκονται σε σχήμα σταυρού. Παρατηρώ τον άντρα να φεύγει γελαστός προς μια κατεύθυνση, το ζευγάρι προς άλλη και η κοπέλα επίσης προς διαφορετική. Διαφορετικές διαδρομές, διαφορετικές επιθυμίες, διαφορετικές επιλογές, ανάγκες, ικανότητες. Άτομα ανεξάρτητα. Η κοπέλα στέκεται και με μάτια κατακόκκινα απ’ το κλάμα νιώθω πως μου μοιράζεται αυτην την σκηνή για να μου δείξει πως αυτό που πέρασε ήταν υπέροχο. Με καθησυχάζει για τους φόβους μου. 

  Στέκεται με πρόσωπο σίγουρο, προστατευμένη και ολομόναχη. Θυσιάστηκε η καλύτερη σχέση της για να απελευθερωθεί.  Στέκεται μη ικανοποιημένη απ’ τις φωτογραφίες του πατέρα μου που αδυνατεί να συμπεριλάβει το όλον που την γοητεύει. Στέκεται και με κοιτά, μου εξηγεί με το βλέμμα της πως τα πράγματα πάντα τελειώνουν, αργά ή γρήγορα, το θέμα είναι να τελειώνουν για καλό. Μου μαθαίνει πως  ο πόνος τελειώνει έστω και για μια στιγμή, πως όσα έζησε είναι μαζί της και μου δείχνει τις σημειώσεις της. Έχει τις πιο όμορφες ιστορίες που έχω ακούσει και διαβάσει. Έχει την πιο δυνατή γαλήνη σχεδόν εκκωφαντική, σιωπή ηλεκτρισμένη απο τον απόηχο. Παρατηρώ την στάση της και με μαγνητίζει. Μόνη, στέκεται με πρόσωπο καθαρό και ανοιχτό, έξω απ’ το ξύλινο δίπατο σπίτι, μέσα στο τροπικό δάσος. Στέκεται με μάτια ταλαιπωρημένα ελαφρώς κόκκινα με μια ηρεμία αλλόκοτη, σαν γαλήνη μετά απο θάνατο, με το ουδέτερο της απλότητας, του τίποτα, της νέας αρχής. Ένα τελευταίο βλέμμα, ‘όλο θα χτίζεις μέχρι να γκρεμίσεις τα τείχη του παρελθόντος και όσα έχτισεες δεν θα διαλύονται’. Και γω ξυπνώ ξανά στο κρεβάτι μου και σκέφτομαι πως 

'όλα τελειώνουν και όλα αρχίζουν διαρκώς'. 





kamia sxesi me tin tainia, fxaristw

dreamzone september 2020