19.5.20

προφήτης μασκοφόρος

η φήμη του προφήτη μασκοφόρου οφείλεται σε ένα φλύαρο ποίημα του Μουρ βαρυφορτωμένο απ’ τη μελαγχολία και τους καημούς του ποιητή


στην κουρασμένη πόλη που μεγάλωσε,  οι κήποι τα αμπέλια και τα λιβάδια αντικρίζουν λυπημένα την έρημο
εκεί, τα μεσημέρια είναι λευκά και εκτυφλωτικά όταν δεν τα σκοτεινιάζουν σύννεφα σκόνη που πνίγουν τους ανθρώπους και αφήνουν πάνω στα μαύρα σταφύλια μια υπόλευκη κρούστα 

το πρόσωπό μου είναι χρυσαφί
εγώ όμως έλιωσα την πορφύρα
κι αυτοί ακόμα πολεμούν γι’ αυτό το ματωμένο ρούχο
έτσι αμάρτησα
και άλλαξα τα πραγματικά χρώματα των πλασμάτων

ο άγγελος μου είπε πως τα πρόβατα δεν έχουν το χρώμα των τίγρεων
αλλά ο σατανάς μου είπε πως ο ποντοδύναμος τα ήθελε να έχουν
και γι’ αυτό χρησιμοποίησε την πορφύρα για την τέχνη μου

τώρα ξέρω πως κι ο άγγελος κι ο σατανάς έκρυβαν την αλήθεια
και πως κάθε χώμα είναι ανίερο

προσμένοντας την σελήνη που φέρνει τη νηστεία και τον εξαγνισμό
κοίταζαν το ηλιοβασίλεμα και το ηλιοβασίλεμα  είχε το χρώμα της άμμου
απ’ τα βάθη της ιλιγγιώδους ερήμου που ο ήλιος της φέρνει πυρετό όπως το φεγγάρι φέρνει ρίγος
είδαν να έρχονται τρείς μορφές που τους φάνηκαν πανύψηλες
ήταν άνθρωποι και οι τρείς
αλλά αυτός στη μέση είχε κεφάλι ταύρου
όταν πλησίασαν είδαν πως αυτός φορούσε μάσκα
και οι άλλοι δύο ήταν τυφλοί
κάποιος όπως στις ιστορίες των χιλίων και μια νυκτών 
ζήτησε απ’ τον άνθρωπο με τη μάσκα να του εξηγήσει το μυστήριο
“είναι τυφλοί” είπε αυτός “γιατί είδαν το πρόσωπό μου”


-Μπόρχες