26.2.18

λευκό μαρμαρωμένο

-Έχω δύο παπλώματα και καμία έμπνευση. Στη θέση μου τί θα πρότεινες;
-Να σταματήσεις να μιλάς τόσο.
-Μα πως να σε αγγίξω χωρίς χέρια, γλώσσα και λέξεις;
-Γιατί χωρίς χέρια και γλώσσα;
-Τα χέρια και η γλώσσα μου είναι γλύφανα γι’ αυτό και τα κρατάω μαζεμένα.
-Λαξεύεις;
-Ενίοτε.
-Περίεργο.
-Γιατί;
-Δεν πίστευα πως έχεις την υπομονή να σμιλεύσεις.
-Μαθαίνεται. Δεν το κάνεις, συμβαίνει γι’ αυτό και το αντέχεις.
-Εσύ πως σμιλεύεις δηλαδή;
-Πλαισιώνω ένα πεδίο και τρίβω να γίνουν οι λέξεις σκόνη. Μετά, δεν εισπνέω ούτε κόκκο.
-Και μετά;
-Αυτό για άπειρες φορές.
-Και πως παίρνει μορφή;
-Δεν.
-Τότε;
-Εθίζεσαι στο άμορφο. Παύει να υφίσταται το στερεο, σκόνη που με τη θλίψη ρευστοποιείται.
-Οι άνθρωποι είναι κερί;
-Οι άνθρωποι είναι κέρινοι.
-Τοτς αγαπάς τους ανθρώπους;
-Σα μαλακώσουν.
-Αν δεν;
-Προσπερνώ να μην με πάρουν τα θραύσματα.
-Σαν σπάσουν;
-Σαν νομίσουν πως δεν θα.