27.4.16

ανοιξιάτικος μηδενισμός

δεν μου πάει εμένα ρε παιδιά η άνοιξη
τί να το συζητάμε δηλαδη;
το φτάνω στα άκρα μα δεν πάει παραπέρα
μονίμως γύρω εκεί παραπατώ
δεν γλιτώνω παρα καμία τρίχα
και τις μισώ
σαν όλα τα ψεγάδια κάθε δυνητκής τελειότητας

να μην υπάρχει άνοιξη
να 'ναι το κλίμα τροπικό
να γυρίσει και η μουσική
στο ‘τότε' το περίεργο
να ‘χουμε πάλι τρόπους
να σου λέω αιολικός και φρύγιος
να 'ναι η ζωή και απλή και συνθετη
ανάλογα την οπτική και οπλισμός
ν' αναιρεθούν οι φόρμες οι ανούσιες
να γλιτώσουμε απο το προβλέψιμο επιτέλους

να 'ναι η μετατροπία κυριολεξία
να πάρει καμιά (κοινωνικοπολιτική) προέκταση της προκοπής
να 'χω ν'ασχοληθώ και γω
με κάτι πέραν της αποσύνθεσης και του χυδαίου πραγματισμού

δεν μου ταιριάζει εμένα λέμε η άνοιξη
-μην σώσει και ξανάρθει!
'για δες καιρό που διάλεξε'
και πίπες σουβλιστές

ανθίζει  -λένε- η φύση
και στα μάτια μου εμφανίζεται δειλά
απλώς ακόμα ένα μηδέν
και συ όλο να ψάχνεις αφορμή
να ξαπλώσεις ανάμεσα στις λέξεις μου 
(σαν παύλα)
μήπως και κάποτε με πείσεις
πως είναι παιχνίδι που 'χει νικητή
ότι αξίζει και πως θα ‘πρεπε 
να θέλω να το παίξω

ρε γαμώτο, νευριάζω
δεν έχεις καταλάβει Χριστό
τόσο καιρό που σου εξηγώ
για την διττή φύση της ύπαρξης
και την βολική προσκόλληση στην ματαιότητα

λες και δεν ξέρεις,
πως κάθε μέρα που χαράζει
οι σκέψεις μου καθόλου δεν φωτίζονται
λες και δεν ξέρεις
πως κάθε πρωί γλλυκίζει περισσότερο 
ο θάνατος στο στόμα

χώνεσαι με το 'έτσι θέλω’ ανάμεσα στις λέξεις μου
σφηνώνεις ανάμεσα στο ένα και το μηδεν
και δίχως να το αντιληφθείς
καταστρέφεις άλλη μια μέρα
‘ανοιξιάτικη’

χύνω τον καφέ μου με μίσος
για να σε τιμωρήσω
και δεν σου στέλνω μήνυμα,
ούτε σήμερα δεν θα σε συναντήσω


το ξέρω μπάσταρδε 
πως πάντα θα έχω κάτι να χάσω
μην μου θυμίζεις πως κάποιος πάντα
 με
-ή καλύτερα, 
σε
και γενικότερα, 
μας
                            κερδίζει.


Άνοιξη 

16.4.16

69********

η απερίσκεπτη διαρκής επανάληψη των αγαπημένων μου στίχων απο εκείνα τα επαναστατικά ποιήματα,
οδήγησε στο να ηχούν στ’ αυτιά μου σαν προσταγές απο παγωμένες μηχανικές φωνές
οι προτάσεις έγιναν λέξεις 
οι λέξεις συλλαβές
οι συλλαβές φθόγγοι
και το διαμελισμένο νόημα
άρχισε να παρατάσσεται ξανά
σε καρκινικές δομές
αντιθετοαντίστροφες και ανεξέλεγχτες
ωσπου κάποια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου
να μουρμουρίζει ακατάληπτα προτάγματα
αποτελούμενα απο τις σωστές λέξεις
σε λάθος σειρά
με σιχαινόμουν 
αλλά ήμουν ο μόνος άνθρωπος που κάπως εμπιστευόμουν 
και κατέληξα να αυτομαστιγώνομαι με ποικίλους τρόπους
βρώμισα τις κινήσεις μου
θόλωσα τα βήματα
και πήρα το γνωστό ύφος που έχω πάνω στο φθαρμένο σανίδι (της πραγματικότητας)
προσπαθώντας να γίνω αντικοινωνική, απεχθής κι εσωστρεφής
μα δεν κράτησε πολύ
σύντομα η ανάσα μου 
άρχισε να καλύπτει κάθε ήχο, κάθε βουητό
το μόνο που ακουγόταν πια
ήταν η ηχώ μου
το μόνο που διακρινόταν
το είδωλο μου στο αλαβάστρινο νερό
αλλοιωμένος διπλασιασμός
αναδιπλασιασμός
ναρκισσισμός
μύθοι, τραύματα και τέτοια πράγματα

διαστρέβλωση απο τα αισθητήρια
απο τα μέσα 
-άμεσα και έμμεσα
αποστασιοποιημένα ή μη
παρατηρητές ή εισβολείς-

ίσως να φταίει που αναγκάζομαι να φαντάζομαι και να εικάζω
ίσως πάλι, να είναι εκείνο το δείγμα ευφυίας/ βάρος συνείδησης
ίσως πάλι να ‘ναι αυτά τα στιχάκια
που τριγυρίζουν στο μυαλό μου μέρες τώρα
ξέρεις, "τί θέλετε απο μένα τελικά;"
και τα γνωστά

γέμισα "ίσως" και μίσος
γέμισα τοίχους με στίχους
και κατέληξα πως απλά φοβάμαι τις πληγές 
-κι ας λατρεύω το αίμα-
ντράπηκα τόσο
που είπα να πάρω να στο πω
κι ώρες τώρα να μαντέψω προσπαθώ,
ποιός θα 'ταν ο αριθμός σου.


7.4.16

Καμουφλάζ

ακανόνιστα ρεύματα τρέχουν
σαν ατίθασσα άλογα στο μυαλό μου
με βασανίζουν κοινώς
κάτι πόν(ο)ι στο κεφάλι
που δεν ξέρω πως να διαχειριστώ
γιατί έχω αποτύχει τόσες φορές
που έμαθα να το υπομένω
απο φόβο πως θα με βάλουν πάλι να πληρώσω 
τα σπασμένα άλλων

βάζω μουσική 
να γεμίσω τ’ αυτιά μου με την παρουσία σου
να χορεύουν τ’ αλογάκια ρυθμικά 
επάνω στους νευρώνες μου,
να κρατώ τα δάχτυλα κολλημένα στο πληκτρολόγιο 
μπας και με γλιτώσω απο μία ακόμα φαντασίωση

περνούν οι μέρες
ελίσσομαι στον χρόνο
-ετεροχρονισμένα όλα μοιάζουν περίπλοκα-
και κάπως έτσι καμουφλάρομαι

έχω καταντήσει απεργός πείνας
ολικός αρνητής στον ορό με την γλυκόζη
“περιμένω τον γλυκό μου” μουρμουρίζω
και μια στο τόσο  τρέμω σύγκορμη
απ' τα υπογλυκαιμικά σοκ


σε ψάχνω όπου πάω
γνωρίζοντας καλά πως δεν θα ΄σαι δω
και γελάω με τα χάλια μου
γιατί ακόμα και να ήσουν
πάλι δεν θα μπορούσα να σε δω
διακρίνω αμυδρά
έναν κόκκινο Γρηγόρη στο φανάρι  του δρόμου μου
κι έναν πράσινο Σταμάτη στον καθρέφτη μου
φοβάμαι να φτάσω και κάθομαι στα σκαλοπάτια
ανασύροντας απ' τον σκληρό που έχω αποθηκευμένους
όγκους συναισθημάτων για κάψιμο ή ανακύκλωση
γράφοντας ξανά και ξανά ιστορίες 
ποιήματα και τέτοια 
για να δικαιολογήσω κάπως τον εαυτό μου

θα ήθελα πάρα πολύ να ανοίξω την πόρτα
αλλά βιώνω κάπως έντονα την εισβολή
και καταλήγω να μπλοκάρω το σήμα
μην τύχει και επικοινωνήσει ο εγκέφαλος με τα θέλω μου
μην τύχει και επικοινωνήσει ο εγκέφαλος με τα δάχτυλά
μην τύχει και επικοινωνήσω εγώ μαζί σου
και δεν έχω μετά με τί να χαλιέμαι
βρίσκει ο φόβος λίγο σήμα και στέλνει τα προειδοποιητικά μηνύματα του
απομακρύνοντας με το ξεσκονόπανο της λογικής
τις βρώμικες και σκονισμένες σκέψεις 
απ’ τις γωνίες του μυαλού μου

όμως να σου πω ένα μυστικό;
το ταξίδι καλά- καλά δεν άρχισε
και μου χρωστάς εκείνη την θέα
είναι καιρός να δούμε κάτι μαζί
να σκεφτούμε την ζωή μας
να ψαχτούμε για να φτιαχτούμε
με κόκα ή κόλλα
να απορρίψουμε τον μαυροκόκκινο καπιταλισμό
του συνδυασμού
και να δηλώσουμε αντισυμβατικοί συνοδοιπόροι
σε κοινό δικό μας παραλήρημα 

σου χρωστώ ένα  βλέμμα,
με τα μαύρα μάτια
-σαν σοκολατάκια υγείας με γέμιση αλκοόλ,
που λιώνουν στο φως του πρωινού ήλιου
και κάτι ξεχασμένες νότες που ‘χω γράψει

ως τότε,
συνεχίζω τις φαϋλοκυκλικές φιλοσοφικές λούπες
νιώθωντας πως ψάχνω  μέσα σε δωμάτιο βυθισμένο στο απόλυτο σκοτάδι 
μια μαύρη γάτα που εξ ορισμού δεν υπάρχει
και
ακούγοντας μουσικοπολεμικά ρεπορτάζ, τον ορέ με τα ωραί 
και ντα(σ)παντούπια.






credis to Frida Kouk