30.7.16

ιππεύοντας κροκόδειλους

ψάχνω σκιά απο σένα
έχω ξεφλουδίσει τρείς φορές
και ακόμα ψήνομαι
ο ήλιος μου καίει το μπούτι
-αχ να το δάγκωνε και λίγο να καυλώναμε-
ό,τι απέμεινε απο μένα
είναι δυο χέρια να στηρίζομαι στο μάρμαρο
και να καπνίζω μπας και σε βγάλω απ’ τα πνευμόνια μου
μου αρέσει να αράζω σε ταράτσες
παρέα με τις πλάκες που δεν γνώρισαν ποτέ
την έννοια της σκιάς
ταυτίζομαι και μένω ακίνητη εκεί
κλείνω τα μάτια και μετρώ
όλα τα ‘άραγε' που άφησα στο σπίτι
πήρα μαζί μου διάφορα ‘επειδή'
για να μπορέσω να την βγάλω 
χωρίς δράματα και στάχτες

όταν ακούω τους άλλους να μιλάνε
σε θυμάμαι
ζορίζομαι που δεν άγγιξα ποτέ αυτή τη μύτη
και με μισώ που δεν σου πρότεινα ποτέ
να φύγουμε ιππεύοντας κροκόδειλους
σε είδα καβάλα σε ιππόκαμπο με κείνη την κοπέλα
έκλαψα οκτώ ώρες πέντε λεππτά και τριάντα δευτερόλεπτα

περιμένω ακόμα εκείνο το κύμα να σε φέρει
και γω φυσάω τον καπνό πιο δυνατά
μήπως αλλάξουν τα ρεύματα και έρθεις
'υποβαθμίζεται η πόλη' λέει ο μαλάκας ένα
‘Σχολείο και Υφανέτ’ ο νάμπερ τού
και ο μαλάκας τρία πετάει ακόμα χημικά
εκκένωση ζητούν 
'ζήτω ο θάνατος/ καμιά ελευθερία'
ποδοπατούν την ανθρωπιά
κάτι γουρούνια
γέμισε ο τόπος μπάσταρδους
και γω ακόμα γράφω
ζητούν εκκένωση μυαλών απο ιδέες
και μου 'ρχεται εμετός
σε χρώμα γαλανόλευκο

κλείνω τα μάτια πιο σφιχτά
και σου φωνάζω
να ‘ρθείς να ανοίξουμε τρύπες
στα κρανία τους
το κουφάρι μου σέρνω και σε ψάχνω
μα οι μπάτσοι θα με βρουν
πριν απο σένα

13.7.16

και δεν μου καίγεται καρφί

'ο συνδρομητής που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος'
πλήρωσα ακριβά για να σου πουν αυτό το ψέμα
δεν θέλω νέα να σου πω
ούτε παλιά
είμαι αστρονύτης πια και ζω επιπλέοντας
ανάμεσα στο τίποτα
δεν πέφτω δεν σηκώνμαι
απλά υπάρχω

βγήκα πάλι στη γύρα να με ψάξω
διασκορπίστηκαν τα κομμάτια μου
σε κάθε πιθανό σύμπαν που έπλασα
για να πειραματιστώ όσο βαριόμουν
κα κατέληξα να αναρωτιέμαι
πως θα 'ταν η ζωή
άμα υπήρχες

δεν ψάχνω πια λιπαντικό ζωής
για να γλιστρήσει η ζωή στο αύριο
αλλά η πλήξη σαν σαράκι με διαυρώνει
όλα γυρίζουν κι ίσως να αλλάζουν
μα ίδια φαίνονται να μένουν κι όλο με τρομάζουν
ο χρόνος  -λένε- είναι ο καλύτερος γιατρός
και γω γελάω γιατί οι γιατροί
είναι μια απάτη
σαν όλα όσα σε πείθουν να ελπίζεις
για να χαμογελάς λιγάκι όσο πέφτεις

με κυνηγά αυτός ο διάολος
που γίνε φίλος των πολλών
συμβιβασμό τον λένε και δεν ντρέπονται
βάζουν στη ζυγαριά το κόστος όφελος
και σε μια κονωνία σαν αυτή
με πρόταγμα ένα 'εγώ' υποταγμένο
η ελευθερία δεν έχει ηδονή
και το αντίστροφο

έλα να πούμε για 'κείνα μας τα όνειρα
να σου μιλήσω για το περίεργο μυαλό μου
να κοιταχτούμε με τα μάτια μας κλειστά
και να ουρλιάξουμε για κείνες τις σιωπές μας

να το πάλι, παρασύρθηκα
συγγνώμη
-ποιός είστε κύριε;
νομίζω έτσι είναι καλύτερα
άγνωστε μου

κι αν θες να ξέρεις
εμένα δεν μου καίγεται καρφί
που πια δεν ξέρεις ύτε τ' όνομα μου
πριν απο σένα θα πεθάνω το πρωί
κι όσο αργείς χαμγελώ,
γιατί η νύχτα πέφτει.

2.7.16

ο χρόνος δεν είναι σαν το ποδήλατο

οι άνθρωποι συχνά με απογοητεύουν
μα φταίω και γω -δεν λέω- 
που ελπίζω ακόμα
τις μέρες με νοτιά
βλέπω ξανά και ξανά
-λες και είναι αστείο ρε ζωή-
σκηνικά θλιβερού ανθρώπθνου απόπατου
λέω δυο κουβέντες
τόσο κούφιες που αναρωτιέμαι πως δεν ντρέπομαι που τις ξεστομίζω
και γυρνάω πάλι σπίτι μόνη,
κυνική,
και λίγο πιο αηδιασμένη
πού οδηγεί αυτό το γελοίο σενάριο 
δεν το ξερω
πάντως όταν νευριάζω αλλάζω χρώμα καλαμάκι
και ρουφάω πιο γρήγορα ή πιο αργά
-ό,τι χρειάζεται για να μου κάνει αίσθηση

κοιτώ τον ουρανό για να υπλογίσω αν είναι ώρα να ξυπνήσω, 
να ζήσω 
ή να πεθάνω απο βαρεμάρα
και πιάνω τον εαυτό μου να ονειρεύεται
με κοροιδεύω 
με ταϊζω ρεαλισμό
-όσο και να τον ξέρασα, βαρύς ποτέ δεν μου 'πεσε
ε μετά, όλα πάνε όπως προβλέπεται

κάπου στη σιωπή
αρχίζω να ακούω αυτό το τικ-τοκ
που ξέπεσε σαν βασανιστηριο 
και βρέθηκε στα χέρια των καπιταλιστών
τικ-τοκ
λίγο πιο ελαφρύ απο το βάρος της συνείδησης
παύεις να τ’ ακούς μόνο αν σπάσεις το ρολόι
όπως ακριβώς με την συνείδηση
το βουλώνει μόνο αν σπάσεις 
μια κι έξω,το κεφάλι σου

ωστόσο,
δύο πράγματα κατάλαβα
ο χρόνος δεν είναι σαν το ποδήλατο
-τον ξεχνάς,
και δεν έχει δική του αίσθηση,
μιας και κανείς δεν ξέχασε ποτέ να μυρίζει ή να γεύεται

τώρα πια, πλήρως αδιαφορώ 
για τον μετρητή φθοράς, συμβιβασμού και 'πρέπει'
και γι αυτό ακόμα φταίς εσύ,
αφού ούτε θυμάμαι κάποτε να εξαφανιστηκες,
ούτε ξέρω αν και πότε θα εμφανιστείς,
για πες,

τί να κάτσω να μετρήσω;