30.7.21

life is action

όταν αυτή η κλωστή κόπηκε

έμεινε να κρέμεται απο κάτι θολερό και μαύρο που έμοιαζε με όνειρο ή πληγή

ήταν το ανάποδο ακριβώς απο τότε που είχα ξαπλώσει σε εκείνο το κρεβάτι με το άσπρο χαρτί απο γάζα και πλαστικό
και ψάχναμε την άκρη εκείνης της κλωστής να τη βάλουμε στο μάτι μου
πονούσα και μου έλεγαν υπομονή
ακριβώς το ανάποδο
ή το ίδιο
με τώρα που η κλωστή κρεμόταν και κάθε ελαφρύ αεράκι μου υπενθύμιζε πως κάτι κρέμεται
εκκρεμεί; περισσεύει;
δεν ξέρω
να το κόψω; δεν ξέρω
άλλωστε αυτή η κλωστή είχε δυο άκρα πριν κοπεί
κολλάει η κλωστή;
δεν είναι δα και γυαλί να μην κολλά

λοιπόν ήταν ακριβώς το ανάποδο γιατί κανείς δεν μου έλεγε υπομονή το έλεγα μόνο εγώ
και όχι απλά το έλεγα, το διατυμπάνιζα γιατί αν έμαθα κάτι τώρα που κόβω και βάφω το παρελθόν που συσσωρεύεται, για να δροσίζεται ο αυχένας μου και να μη σκύβω το κεφάλι,
αν έμαθα κάτι αφότου με κοπάνησα σα χταπόδι κάτω,
είναι πως οι άνθρωποι θέλουμε μια ολόκληρη ζωή για να βρούμε τη ζωή μας
και το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μην είσαι και να μην κάνεις το μαλάκα

βλέπεις, οι άνθρωποι φεύγουν και δεν χάνονται
ή χάνονται ενώ δεν φεύγουν
και συ αγαπάς γιατί και τί να κάνεις δηλαδή αν όχι αυτό;
κάποιοι άνθρωποι δεν σώζονται, σπρώχνω την καρέκλα πίσω και κολλάω το κεφάλι μου στη λαχανί κουρτίνα του μικρού μου γραφείου
κοιτώ μια γυναίκα σκηνοθέτη σε απόγνωση και παραδέχομαι ότι τη μισώ γιατί καταστρέφει τη ζωή του παιδιού της
γριά καταθλιπτική γκρινιάρα εγωίστρια
θέλω να της ουρλιάξω 
το φάντασμά της ζει στο γραφείο μου και στο μυαλό μου μήνες τώρα
και μου θυμίζει πόσο μισώ τους ανθρώπους που καταστρέφουν την δυνατότητα για αγάπη

είναι το imput και το output και αν μπουκώσουν οι θύρες αρχίζει η διαστρέβλωση
ένας άνθρωπος ερείπιο νιώθει γαμάτος
ένας άνθρωπος γεμάτος νιώθει άδειος
δύο θηλυκότητες σε σώματα αλλόκοτα προσπαθούν να αγαπηθούν 
δύο κακοποιημένα άτομα φωνάζουν εμμονικά
“τί θες απ’ τη ζωή μου” το ένα στο άλλο ενώ συζητούν για βιβλία στο μπαλκόνι
δύο θηλυκότητες μια άντρας και μια γυναίκα
ψάχνουν τις ισσοροπίες  των θέλω τους
δύο κακοποιημένα άτομα ξέρουν να ζουν μόνο εκεί που δεν υπάρχει τίποτα τριγύρω να τα φοβίσει

μια γυναίκα κοιτιέται σε μια γυναίκα και λέει δε σου μοιάζω ούτε θέλω
η γυναίκα της απαντά δεν σου μοιάζω αλλά θέλω
και η πρώτη γυναίκα γυρνά την πλάτη της και φεύγει
σε κάθε βήμα περιμένει ένα μαχαίρι να καρφωθεί στην πλάτη της
“εσύ φοβόσουν ποτέ πως η μαμά σου θα σε σκοτώσει;”

τρέμει και προχωρά με κάθε βήμα πιο ελαφρύ απο θρόισμα να ακούσει την ανάσα της δολοφόνου της
έστω αυτήν την φορά

ένας άνδρας με μουνί μετά απο μήνες καραντίνας φόρεσε φούστα και άνοιξε τα πόδια του
ένιωσε όμορφα και περίμενε στωικά
το θάνατό του

και μέσα του έλεγε υπομονή
γιατί παίρνει μια ολόκληρη ζωή σε έναν άνθρωπο να βρεί το θάνατό του

παίρνει μια ολόκληρη ζωή
κι όσο φτάνεις ξεμακραίνεις
αφού ο ήλιος μας ζεσταίνει, το φεγγάρι γιατί δεν μας δροσίζει;

το άκρο της κλωστής βρίσκει στόχο
και πρώτη φορά
νιώθω πως δεν έχω πρόκες και δε σε τρυπάω
σου λέω  μόνο πως έχω πει τόσα συγγνώμη που μουγκάθηκα
και τόσα σ'αγαπώ που κουφάθηκες

ίσως να μην υπάρχει τέρας τελικά
ίσως να έκανες πάντα αρκετά

και η ιστορία να είναι ακόμα στον πρόλογο

παίρνει μια ζωή να βρούμε τη ζωή μας
αλλά όσο ψαχνόμαστε ας ________ .