7.1.17

κι όμως

τριγύρω
περούκες άρτιες και δέρματα μοσχομυριστά
πρόθυμα θύματα επιθυμιών επιβαλλόμενων
τέτοια ώρα οι άνθρωπο γιορτάζουν τη ζωή τους
και γω
σατυρίζω τη σαθρή μου νιότη
πετώντας λερωμένους επιδέσμους και χαζεύοντας τις νέες μου ουλές

δεν έχω απο κάπου να το πιάσω
ούτε κάπου να το πάω
η κατάληξη τελικά αποτελεί ακόμα μία μεταβλητή
οι άγνωστοι διαρκώς αυξάνονται
και τα συστήματα απομυθοποιούνται μέρα τη μέρα περισσότερο
αποδεικνύοντας την αδυναμία τους

με γαμάει το μυαλό μου και δεν αφήνει περιθώρια σε τρίτους
νιώθω όσο αυτάρκης χρειάζεται
για να με αυτοπεριεργάζομαι
όσο με γνωρίζω
τόσο απομακρύνεσαι
αφού ψυχρά παρατηρώ έναν κόσμο δίχως ζωή
στον οποίο αδυνατώ να με διακρίνω
με στοιχειώνει η ανυπαρξία υπόστασης 
σαν βίωμα απωθημένο στις πιο οδυνηρές εμπειρίες
οπότε αποδομώ τη ζωή
μήπως κάποτε μου μοιάσει και ταιριάξουμε
βλέπεις, 
οι πτώσεις και οι αποτυχημένες απόπειρες
ποτέ δεν είναι τόσο αθώες όσο ίσως μοιάζουν
αφήνουν τα σημάδια τους
σπρώχνοντάς σε 
να κουτροουβαλιάσεις γρηγορότερα
στα ναρκοπέδια της συνειδητοποίησης

μόλις είχα παραλάβει τα αναισθητικά του μήνα
σε είδα πάλι μπροστά μου
ήθελα να τρέξω σε σένα
μα άφησα πίσω ένα χέρι απο βιασύνη
και δεν είχα με τί να σ’ αγκαλιάσω

εγώ ν’ αναπολώ τις μέρες
που γύριζα τον κόσμο ανάποδα
κάνοντας μασάζ στην άσφαλτο με τις παλάμες
κι εσύ να επιμένεις πως
‘δύο χέρια δεν ήταν ποτέ αρκετά’
κι όμως
τα δικά σου εμένα μου αρκούν
κι ας μην μ’ αγγίζεις.