7.3.15

Μια φορα κι'εναν καιρο.....

Καποτε συναντηθήκαν τα δυο ομορφα μυαλα, ερωτευτηκαν κι'ορκιστηκαν τον κοσμο να αλλαξουν πια. Να φτιαξουνε εναν δικο τους, ασυγκριτο και τρομερο, εναν κοσμο που ομοιο του δεν ειχε φανταστει μυαλο.
Ο Ναρκισσος και η Ναρκισσα, ηταν τοσο ταιριαστοι, εφτιαξαν ενα παλατι κι'εμειναν εκει μαζι. Ουτε παραθυρα ουτε τοιχους, μονο καθρεφτες ειχαν βαλει, και περπατουσαν στους διαδρομους και κοιταζονταν με χαρη. Ηταν λιγο επικινδυνο να χουν τοσους καθρεφτες, μα δεν τους ενοιαζε πολυ, θα μπερδευαν τους κλεφτες. Ηταν μεγαλοι Ναρκισσοι, εξυπνοι και σπουδαιοι, τα θελω τους δεν αλλαζαν, ενω η λογικη άλλα λεει.
Βλεπετε οι καθρεφτες ειχαν χαρακτηριστικο, να υμνουν την ομορφια σου μολις σε βλεπαν σκεπτικο.
Ηθελαν καποια ησυχια, για να ζουν πιο “αρμονικα” , κι επελεξαν τα κοπλιμεντα να 'ναι πλεον μονο βουβα. Ετσι αφαιρεσαν απο τους δολιους τους καθρεφτες, την μονακριβη λαλια.
Ηταν στην αρχη περιεργο να περπατουν  χωρις να ακουν, λογους κολακευτικους μασυνηθίσαν στην πορεια, δεν ηταν δυσκολο γι’αυτους.
Κι’ενω αρχικα τα καταφέρναν, χωρις να νιωθουν τρομεροι σταδιακα  αρχισαν να νιωθουν λιγο λιγοτερο καλοι. Περνουσαν ωρα στον καθρεφτη, κοιταζοντας καλα-καλα να βεβαιωθουν πως ολα ειναι οπως τα πιστεευαν παλια. Στην αρχη, μετα απο ωρα που κοιτουσαν σιωπηλοι, εβρισκαν αυτη την λαμψη που ειχαν τοσο ερωτευτει. Μα, οσο περνουσανε οι μερες, χρειαζονταν ωρα πιο πολλη, για να πιστεψουν πως αξιζουν και πως δεν ειναι απλα τρελοι. Κοιτουσαν κι’ολο αυτη η λαμψη, δεν ερχοταν πισω πια, κι’η δυστυχια γεμισε τοτε των Νάρκισσών μας την καρδια. 
Ηταν στεναχωρημενο το ζευγαρι μας παιδια, πιστευε πως δεν αξιζει τιποτα αληθινα. Πιστεψε πως ολα ηταν μια απατη εξαρχης, πως ζουσαν σ’ενα τετοιο ψεμα, κοσμο ανευ επιστροφης. 
Αρχισαν τοτε μανιασμενοι να ψαχνουν λυση να κρυφτουν, απο τις τοσες τις εικονες του ιδιου τους του εαυτου. Εβαλαν υφασμα βαρυ πανω σε καθε γωνια, καθ’επιφανεια καθρεφτη κρυφτηκε οριστικα. Αρχισαν μεσα στο σκοταδι, καπως να νιωθουνε καλα, και πρωτη φορα ο ενας τον αλλο, εβλεπε πραγματικα. Με τρομο αντικρισαν ο ενας το γυμνο σωμα του αλλουνου, με ατελειες και σημεια που δεν χωρουσαν πριν στο νου. Μα μεσα στην φρικη την μεγαλη, εκαναν μια αγκαλια, και ενιωσαν για μια στιγμη, τι θα πει η ζεστασια.
Εζησαν ενοχα για χρονια, βυθισμενοι μες το γκρι, ουτε ασπρο, ουτε μαυρο, ουτε κηδεια, ουτε γιορτη. Ηταν τα χρονια της ανίας, της θλιψης, της απελπισιας, μα βασικα ηταν τα χρονια συνειδητης αδιαφοριας.
Προσπαθουσαν να ξεχασουν, τι ειναι πισω απ’τις κουρτινα, τα καταφεραν καλα, δουλεια, φαϊ, ξερεις, ρουτινα. 
Ωσπου μια μερα μαλωναν για εναν ανουσιο λογο, κι’ο ενας στον αλλο θυμισε πως θελαν ψυχολογο. Κανενας δεν το δεχτηκε και μες την φασαρια, τραβαει η Ναρκισσα τις κουρτινες με μανια. 
Ειχαν περασει χρονια, απο εκεινη την φορα που με φρικη ειχαν καλυψει του σπιτιου καθε γωνια. Κι’ ευτυχως ειχαν θολωσει οι καθρεφτες τους παιδια, κι’ετσι τιποτα δεν βλεπαν, μονο σχηματα αδρα.
Σοκαρισμενοι και οι δυο, μα νιωθοντας και ασφαλεις, αποφασισαν να αλλαξουν τους καθρεφτες τους ευθεις. Αρχισαν τοτε με βια, να σπανε τα θολα γυαλια, γεμισαν κι ολους τους τοιχους με σχεδια χρωματιστα. Εβαλαν πινακες χιλιαδες που οι δυο τους εφτιαξαν μαζι και πλεον ηταν συνεχως οι δυο τους χαμογελαστοι. 
Καθε μερα  στα σκουπιδια, αφηναν λιγα γυαλια, ωσπου πια να φυγουν ολα απ’το σπιτι μακρια. Προσεχαν πολυ και οι δυο, παντα στην μεταφορα, μην ξεθολωσει ο καθρεφτης και δουν τερατα ξανα.
Ωσπου οταν ειχαν μεινει, πλεον ελαχιστα γυαλια, καταλαβαν πως δεν γινοταν να τα πεταξουν ετσι απλα. Ηταν κομματι της ζωης τους ολα εκεινα τα γυαλια, κατι εδειχναν για κεινους, και το ηξεραν καλα. Ειχαν τοσο αγαπησει την δικη τους ομορφια, για να μπορουν να την ξεχασουν, κι ας περασαν χρονια πολλα.
Ετσι κρυφα ο ενας κι ο αλλος, κρατησαν ενα γυαλι, και φανερα αποφασισαν να αφησουν κι ενα οι δυο μαζι. 

Συνεχισαν λοιπον να ζουν, εχοντας κρυψει τα γυαλια, ο καθενας το δικο του μα και το κοινο, παιδια. Κι’οταν πια ειχαν μεγαλωσει κι ειχαν πια ασπρα μαλλια, ειχαν τοση απορια για το πως εδειχναν πια, που δεν αντεχαν να μην βλεπουν στους καθρεφτες τους ξανα.Καθε πρωι και οι δυο λεγαν πως εχει ερθει πια η μερα, να καθαρισουν τους καθρεφτες, να τ’αφησουν ολα περα. Μα καθε βραδυ στο κρεβατι αποφασιζαν ξανα, πως αυριο θα ειναι αυτη η μερα, που θα γυρισουν στα παλια. 
Κι’ετσι περασαν κι’αλλα χρονια που θελαν και οι δυο πολυ, μα κανεις τους δεν τολμουσε την αποκαλυψη αυτη. 
Ετσι μια μερα ακουσαν για εναν σπουδαιο βιολιστη, που στον ελευθερο του χρονο εκανε τον καθαριστη. Του ειπαν πως ειχαν ακουσει, πως καθαριζει αυτος καλα, και ετσι ανεθεσαν σε κεινον ολη τη βρωμικη δουλεια. Κι’αυτος μεγαλος μουσικος εξυπνος και πονηρος, ανελαβε να καθαρισει με τους ορους του σαφως. Τους ειπε πως θα τους ζητουσε μια μεγαλη αμοιβη και επισης θα χρειαζοταν κεφι και ορεξη πολλη. Δεχτηκε αμεσως το ζευγαρι, σεβοτανε τον βιολιστη και του ζητησαν μες το πλανο, να εχει και λιγη μουσικη. Ηρθε ιδεα λοιπον σπουδαια σε αυτον τον βιολιστη και ειπε στο γερικο ζευγαρι πως πρεπει να γινει παιδι. Για να δει μες τον καθρεφτη επρεπε να θυμηθει,  εκεινο το ωραιο παιχνιδι που ειχαν σαν ηταν μικροι. Το παιχνιδι ηταν καπως σαν μαγικο “μαντεψε ποιος” που ομως ο καθαριστης μας το ελεγε “μαντεψε πως”. Το επαιζε και ο ιδιος οταν καθαριζε συχνα, φανταζοταν πως θα ειναι, αφου βγαλει την βρωμια. Μα το παιζε και το ζευγαρι, ετσι ωστε να γελα, και φαντασιωση να εχει για το τι δειχνουν τα γυαλια.
Αυτο το υπεροχο παιχνιδι, ηταν περιπλοκο πολυ, και το παιζε μια η Ναρκισσα μια ο Ναρκισσος , μια και οι δυο μαζι. 
Ωσπου μια μερα καταλαβαν, πως κοιτουσαν τα γυαλια, και βλεπαν και οι δυο τους εαυτους τους, διχως να φοβουνται πια.
Ξεσπασαν σε κλαματα και γελια δυνατα, δεν πιστευαν πως θα εβλεπαν ποτε ξανα, καλα. 
Και ετσι μες τις μουσικες και μεσα στα βιολια το ζευγος Ν. αγκαλιαστηκε και πεθανε αγκαλια. Και αμεσως αναστηθηκαν, νεοι, ομορφοι κι’ηρεμοι σαν εφηβα παιδια. Δεν ηταν πια οι Ναρκισσοι, ουτε εγωπαθεις, ηταν απλα δυο ετοιμοι να απολαυσουν το ταξιδι της ζωης.
 Ευτυχισμενοι και σοφοι, αφησαν ιστορια, που ομως ποτε δεν γραφτηκε σ’ουτε ενα απ’τα βιβλια. 
Γι’αυτο και γω την εγραψα αυτην την ιστορια να νιωθουμε και μεις παιδια, λιγη εστω αισιοδοξια. Πως πρεπει να γκρεμισουμε, μαλλον πολλες φορες, μα ετσι δυο-δυο θα χτισουμε πανεμορφες φωλιες, κι’οσο δεν τις φοβομαστε θα ερχοντ’οι αγκαλιες, και ερωτες θα ζησουμε με ομορφες στιγμες.
Καληνυχτα παιδια. Ωρα για ονειρα γλυκα, κοιμηθειτε απο αυριο εχετε παλι δουλεια, για τα ονειρα τα αλλα, τα ρεαλιστικα.

1.3.15

Διηγημα - part 4

Ενιωθε ενα δακρυ να θελει να κυλησει, μα ηξερε καλα πως αυτο δεν προκειται να γινει. Ενα δακρυ, επειδη μια λατρεμενη φιλη ηταν μακρια, επειδη ειχε περασει το απογευμα στην αγκαλια της μικρης της ξαδερφης, γιατι τζαμαρε με τις ωρες με τον αδερφο της, γιατι το μονο που ηθελε ηταν να μοιραστει μια σιωπη.
Γιατι το μονο που της φαινοταν πραγματικα ελκυστικο, ηταν ο ερωτας. Το μονο που της νοηματοδοτουσε καπως τις μερες που περνουσαν, ηταν η προσμονη για κατι ομορφο. Για κατι υπαρκτο, που θα συνταραξει τον πυθμενα του ωκεανου της. ΓΙατι ενιωθε διατεθημενη να δωσει,  ο,τι χρειαζοταν, για να ζησει αυτο το αμοιβαιο ονειρο.
Αυτο το ταξιδι δυο μεγαλων μυαλων, αυτες τις αλχημειες, αυτο το κοινο δημιουργημα, αυτην την απελευθερωση. Αυτην την αποδεσμευση μεσα απο μια αλλου ειδους δεσμευση, αυτη την συμπορευση.
Αυτο ηθελε. Και δεν ηθελε να νιωθει πως εχει βαλει τα ρεβυθια να σιγοοβρασουν στην χαμηλη φωτια. Δεν ηθελε να παει αργα για να κρατησει.
Ηθελε να το ζησει. Η ζωη ειναι πολυ μικρη και απροβλεπτη για να σκεφτεται ετσι.
Ηθελε να κανει ο,τι πιο τρελο, ο,τι πιο κατακριταιο, ο,τι πιο τραβηγμενο, παραλογο και αφυσικο. 
Αρκει, να εβλεπε το χαμογελο που ηθελε να δει. 
Ηθελε να ακουσει αυτα τα αυτονοητα, για να μπορεσει να τα πιστεψει. Αυτα τα κοινοτυπα-κλισε, θελω το ενα , θελω το αλλο που κανεις δεν πολυπαιρνει στα σοβαρα.
Ηθελε επιτελους να πιστεψει και η ιδια πως εκει ειναι κρυμμενη η ευτυχια. Στην απλοτητα της ειλικρινιας. Στην απλουστερη εκφραση της επιθυμιας.
Τον ηθελε. Ο,τι πιο ειλικρινες, απλο και προσωπικο. Εχει και υποκειμενο και αντικειμενο και ρημα. Χαθηκε μια στιγμη,εφαγε μια φρικη γιατι θυμηθηκε οτι τα ρηματα αισθησης κτλ συντασσονται με κατηγορηματικες μετοχες και το κεφαλι της δεθηκε σε ενα πολυ περιεργο κομπο-τι σκατα πια εκει μεσα-δεν αντεχε καμια φορα το μυαλο της.
Της αρεσε να τον ακουει, να του μιλαει, μα πανω απ’ολα να του γελαει. Βασικα, πανω απ’ολα, λαχταρουσε τις αγκαλιες τους. Σιωπηλες, τρυφερες και με μια αμηχανια.
Τοσο διαφορετικοι, τραυμαρισμενοι, με πεισμα. Σε τοσους κοινους δρομους, τοσα κοινα μονοπατια.
Ηταν στιγμες, που εβλεπε ενα μελλον ροδινο, κι’αλλες παλι, που ολα την επνιγαν. Θα εγραφε κανα ποιημα μαλλον, μηπως καταφερει ετσι να πει οσα ηθελε.Γιατι με την ποιηση της, λες και ενεργοποιουσε τους μηχανισμους αποπτωσης να σκοτωσουν την ιδια της την αυτοκταστροφη.