25.6.16

λύσσα που δεν το 'λυσα

 άκουσα αυτό το τραγούδι και σε σκέφτηκα
-τόσο απαλλός και ήρεμος-
το μαξιλάρι που πάντα ήθελα να έχω αγκαλιά
η κουβέρτα που ήθελα όταν ήθελα να κρυφτώ
μα, που και που απρόβλεπτος 
λίγο απόμακρος, αλλόκοτος, περίεργος
δεν είχα λόγια να σε παρομοιάσω με κανέναν
κάπως έτσι ένιωθα και γω,
αλλόκοτα και περίεργα
μαγικά μα απόμακρα
τόσο κοντά κι όμως ένα μάγκωμα..
μάγκωμα
       σκάλωμα 
             στράβωμα.

τί να σου πω,
πάλι έτσι τυχαία σε θυμήθηκα
να πεις πως είχε κάτι η μέρα σήμερα, δεν το νομίζω
-ήταν μια σαν όλες τις άλλες,
στο κάτω-κάτω
και συ είσαι ένας σαν όλους τους άλους
χμ, προτιμώ να σε σκέφτομα έτσι
ένας απο τους τόσους στο πλήθος!
απλά είσαι ο ένας που αναγνωρίζω απ’ την ανάσα,
απο το βλέμμα που νιώθω στην πλάτη,
απο το άγγιγμα
ο ένας που τον σκοτώνω με δυο λέξεις και τον καίω με δυο χαμόγελα
το θανάσιμο παιχνίδι μου,
η ρουλέτα
πάντα στα μαυροκόκκινα γυρνώ
και συ τα ίδια
μα ακόμα δεν καταφέραμε να συγχρονιστούμε

τα όνειρα μου κόκκινα
τα όνειρα σου μαύρα
άλλαξα και σου έμοιασα
άλλαξες και μου έμοιασες
τα όνειρα σου κόκκινα
τα όνειρα μου μαύρα

τιμωρημένοι σ’ ένα μοίρασμα μιας  απελπιστικά υπέροχης παράλληλης ασυμπτωτικής
και αντίστροφης ζωής
όσο ζεις, να είμαι νεκρή
και όσο ζω, εσυ να πεθαίνεις

να είμαι καλά όταν βασανίζεσαι για να σου πω δύο λέξεις
να στέκεσαι και να παρατηρείς όσο γίνομαι σκατά κι ας ξέρεις πως δεν θα το αντέξεις

τα όνειρα μου κάποτε σου φαίνονταν φωτιά
τα όνειρα σου κάποτε με μαύρισαν μια κι έξω

και περιμένω μια κάθαρση
δεν έχω άλλωστε επιλογή
μήπως τελειώσει το τραγούδι και σχολάσουμε επιτέλους την παράσταση,
θέαμα γίναμε (μας κοροιδεύει ο κόσμος)
ας συντονιστούμε έστω προσποιητά
σε κανα ρεφρέν

να πούμε σωστά τα όνειρα του καθενός
και να αποχωρήσουμε
σιγοτραγουδώντας
“ρούχα μαζί που πλύθηκαν 
                           και γίνανε μπορντό”

να ψιθυρίσω 'σε αγαπώ'
και να φύγω
θεωρώντας την κατάσταση λήξασα.

λύσσαξα πια.

10.6.16

στην τελική

Είτε για όλα φταίει η μάνα μου είτε ο καπιταλισμός
είτε ο μηδενισμός πάψει να είναι ελκυστικότερος απο την τυχαιότητα
είτε η ζωή αποτελεί παιχνίδι είτε βάσανο
είτε ο  έρωτας είναι αδυναμία είτε απλά τον έχω παρεξηγήσει
είτε τέλος πάντων πρόκειται για απελευθέρωση είτε για επεκτατική πολιτική, υποταγή και παιχνίδι εξουσίας
είτε όταν μεγαλώσω γίνω βάτραχος είτε πορτατίφ
είτε αποδεχτούμε το φιάσκο του πολιτισμού είτε συνεχίσουμε να εθελοτυφλούμε
είτε κάποτε η πόλη γίνει ελεύθερη και γεμάτη χρώματα είτε παραμείνει γκρί - ούτε καν ασπρόμαυρη-
είτε υπάρχεις είτε όχι
είτε έτσι είτε αλλιώς 
                                    γενικότερα

κανείς
            ποτέ
δεν μπορεί να αποκλείσει 
                      το ενδεχόμενο της παραίτησης
και αυτό αποτελούσε πάντα την αγαπημένη φράση της ζωής μου 
                      
  ωσπου κατάλβα, 
                               πως μάλλον είναι η αγαπημένη φράση 
                                                                                                 του θανάτου μου.


"Πολύ μαυρίλα ρε συ" μου λες και με κοιτάς με υπεροψία,


και τότε εγω...

σου ζητιάνεψα δύο ιδέες
αφου σου εξήγησα πως οι λέξεις μου είναι ό,τι έχω
και το μόνο που βρήκες να μου πεις
για ακόμη μια φορά
ήταν πως σε κούρασε πια αυτή η μαυρίλα μου
εντάξει λοιπόν, αφου το θες
ορίστε κάτι κόκκινο!
απο τα βάθη της καρδιάς μου
πάρε κόκκινο αυθονο
άσε κάτω το κουτάλι και το πινέλο
σου άφησα το μαχαίρι στο κομοδίνο
έλα
δεν μπορεί ούτε τώρα να μην ξέρεις τι να κάνεις
έλα πάρε το μαχαίρι και μετά
ρούφα με μανία όλο το χρώμα που μου ζήτησες
ελπίζω να βάψω μ’ αυτό
όλα σου τα όνειρα
τις σκέψεις και τα χαρτιά σου
εκτός απ’ τα σεντόνια και τους τοίχους σου

είναι ό,τι πιο χρωματιστό είχα ποτέ να σου χαρίσω τόσο απλόχερα
μου έλεγες πάντα να μην σκέφτομαι
γιατί όσα γράφω ή σου λέω
μυρίζουν θάνατο και έχουν χρώμα μαύρο
μου 'λεγες πάντα να χορεύω όσο μπορώ
μέχρι που είδες την σκιά μου 
κι αυτην κατάμαυρη στον ήλιο  να σαλεύει
με σιχάθηκες και που να σου εξηγώ
χρώμα μου ζητούσες και δεν είχα τίποτα άλλο να σου δώσω 
ειλικρινά
ήθελα μόνο να πιστέψεις πως είχα μέσα μου κρυμμένα
λίτρα χρώμα




"είσαι σπούκι" είπες λίγο τρομαγμένα μα ήταν πια πολύ αργά
να σου χαρίσω οτιδήποτε
πέρα απο λεκκέδες
                             

                                    χρωματιστούς λεκκέδες όμως.

2.6.16

Σπουδαία δικαιολογία

_έστω ότι,
Είχα πάρει χάπια για να κοιμηθώ. Ήταν άλλη μια απο εκείνες τις περιόδους της ζωής μου που τσουλάνε σαν αμάξι με πρώτη στην εθνική. Βασανιστικά. Είχα αυτό το μόνιμο συναίσθημα πως κάθε ρόδα τραβάει γι’ άλλο σημείο του ορίζοντα με αποτέλεσμα να σπινιάρουν λυσσασμένα μα το αμάξι να μένει στην θέση του απλά καταναλώνοντας όση ενέργεια διέθετε για το τίποτα.  Ένιωθα σαν μπαλόνι φουσκωμένο όσο δεν πάει, με χρώμα αχνό απο την διόγκωση του πλαστικού που ακόμα και χάδι θα το ‘σκαγε και η μόνη λύση ήταν κάποιος να έλυνε τον κόμπο στο στόμιο ώστε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο να εκτιναχτώ απ’ ‘ακρη σ’ άκρη του δωματίου αποβάλλοντας όλο τον αέρα με τον οποίο μ’ είχαν φουσκώσει τόσο ανελέητα σαν να ήμουν γαλοπούλα στις χαζοαμερικάνικες γιορτες - αυτές που τις γεμίζουν με ένα κοτόπουλο γεμάτο μπέηκον και λουκάνικα και άλλες τέτοιες υπερβολές που κάνουν αυτοί εκεί στα δυτικά. 
Όπως λοιπόν καταλαβαίνετε, δεν είχα ύπνο. 
Είχα όμως κούραση. Το κεφάλι μου ήταν γεμάτο με μια λίστα εκκρεμότητες που απλά προσπαθούσα να ξεχάσω, αλλά μετά θυμόμουν όλα εκείνα τα μηδενικά που αντικρίζω όταν δεν σκέφτομαι τις υποθέσεις που έχω να διεκπεραιώσω και απλά άρχισα να ξύνομαι με μανία. Δημιούργησα κάτι νέες πληγές, βάθυνα κάτι παλιότερες, δεν είχα παράπονο. Ήταν ηδονικό όλο αυτό. Ήταν καλοκαίρι και οι χειμωνιάτικες πιτζάμες με το πάπλωμα με έκαναν να βράζω αλλά δεν έκανα κάτι γιατί έτσι στριφογύριζα όλο το βράδυ στο κρεβάτι μου πράγμα που δεν κάνω ποτέ και ξυπνάω πάντα πιασμένη απο δεκάωρη ακινησία. Όλα πήγαινα βάσει σχεδίου, όλα ήταν όσο ανιαρά και τιποτένια είχα προβλέψει. Το πρωί με περίμεναν κάτι ανολοκλήρωτα σύμβολα και ένα ακόμα άσκοπο τρέξιμο για να ξεχάσω πόσα μικρά και μεγάλα, χρωματιστά και επικίνδυνα "τίποτα" θα ήθελα να κάνω μαζί σου αλλά εσύ αποφάσισες να ψάξεις για το κάτι. Κάποια στιγμή κοιμήθηκα. 
Όταν ξύπνησα το πρωί σε μισούσα και αποφάσισα να ερωτευτώ το παιδί που φτιάχνει τους καφέδες. Έτσι δεν θα ξανακοιμηθώ και δεν θα έχω όνειρα ούτε θα κινδυνεύω να ξυπνήσω και να σε θέλω πίσω. Θα πίνω καφέδες και θα γίνω ζόμπι με πρόσχημα έναν έρωτα. 
Σπουδαία δικαιολογία.