24.11.20

imagine a lake

χρειάζονται μόνο δύο ψιχάλες, φοβάσαι το υγρό; ξέρω πως ναι.

ο χρόνος δεν είναι ίδιος στα μάτια μας.

you are drowning but time is your friend 

τον αφήνω να με χαράσει είμαι οι ράγες του είναι οι ράγες μου

είναι ο λαβύρινθος σε ευθεία γραμμή

έτσι μόνο έχω να με αντιληφθώ’

τα βήματά σου είναι ελαφρά φοβάσαι να με χαράξουν

και γω σου το ζητώ

και συ φοβάσαι; ναι ξέρω πως φοβάσαι.


δεν θέλεις να μιλάω για σένα, ούτε αντέχεις να μιλώ για μένα

θυμώνω που δεν σ’ αγαπάς και εσύ θυμώνεις που σ’ αγαπώ

φοβάσαι; ναι ξέρω πως φοβάσαι.


όταν μένω μόνη, νιώθω ασφαλής γιατί δεν υπάρχει χειρότερο ούτε δυσκολότερο.

ξέρεις πως φοβάμαι; ναι φοβάμαι.

όταν η λίμνη μέσα μου βαθαίνει, τότε οι φωνές των ανθρώπων ηχούν στ’ αυτιά μου ψεύτικες.

όταν η στάθμη της λίμνης αυξάνεται, κρύβομαι γιατί θα πνίξει εμένα και τους γύρω μου.

την καταπίνω. 

imagine a lake  it is dark outside but it is darker inside breathe deep

καταπίνω την παλίρροια και γίνομαι χείμαρρος.

και η λίμνη μέσα μου βαθαίνει.

και η στάθμη αυξάνεται.

και κρύβομαι.

και οι φωνές των ανθρώπων ξεμακραίνουν.

και σκαρφαλώνω την ανεμόσκαλα με τους αγκώνες, για να τους φτάσω.

και μιλώ μαζί τους.

και φαντάζω θεώρατη, γιατί κουβαλώ το ύψος μου, απ’ τα έγκατα της λίμνης ως την κορυφή της ανεμόσκαλας.

και μοιάζω παράλογη ή υπερβολική.

γιατί η υπέρβαση είναι παράλογη και υπερβολική.

ή υπεράβολη.

ξέρεις πως φοβάμαι; ναι φοβάμαι.

πάρα πολύ φοβάμαι.


και η ανεμόσκαλα δεν κατεβαίνει με αγκώνες.

ξέρεις πως φοβάμαι;

ναι φοβάμαι.

πάρα πολύ.


at the edge of your mind there is a cliff dive

it is dark outside but it is darker inside use your fear


έτσι ξεκίνησα

να φτάσω τους ανθρώπους απ’ τη λίμνη.

να τους φέρω κάτω, να δουν την παλίρροια.

να δουν το χείμαρρο.

να δουν τους αγκώνες να ανεβαίνουν την ανεμόσκαλα.

έτσι ξεκίνησε, με είδαν χωρίς πόδια.

και ξέρεις ποιός είναι ο μόνος δρόμος;

το υγρό.

φοβάσαι; ναι ξέρω πως φοβάσαι.

ξέρεις πως φοβάμαι; παρα πολύ φοβάμαι.



                                                      there is only you



written while listening to a random song

May 2020


19.10.20

οριακά

“γι αυτό λέμε ο κούκος και όχι η κούκα” πάντα με θύμωνε αυτό, η αδικία με διαλύει έμφυλη ή άφυλη αλλά απ’ το στόμα του περισσότερο
 γιατί πάντα συνέχιζε με το “εσύ δεν χαίρεσαι που φέρνεις την άνοιξη; Όταν καταλάβεις πως το κάνεις για σένα δεν θα σε πειράζει πια”
“γι’ αυτόν δεν θέλω να τη φέρνω” πείσμωνα, “όχι πια” κι αυτός γελούσε και γελούσα και γω, αυτός με αγαπούσε και τον αγαπούσα
-και τον αγαπώ-

κι ήταν αυτός ο δικός του τρόπος να πει “σ’αγαπώ”. Με το να σε κοιτάξει σκουπίζοντας τα χέρια του στην πετσέτα της κουζίνας, λέγοντας κάποιο περιπεκτικό σχόλιο για οτιδήποτε, ιδανικά με κάποιο λογοπαίγνιο. Να χαμογελάσει και να ρωτήσει “τί θα ‘θελες” πριν σου προσφέρει ό,τι άλλο ετοίμαζε. Ήταν ο δικός του τρόπος να πει “σ’αγαπώ” με το να μη σε κοιτά στα μάτια ποτέ, ιδίως όταν η καρδιά του χτυπούσε δυανότερα. Ήθελε να σε κοιτά μόνο όταν περνούσε απαρατήρητος, τα αγαπημένα του δευτερόλεπτα αυτά που του άφηνες το ελεύθερο να σε κοιτά χωρίς να νοιάζεσαι ή να το ξέρεις.

Ήταν ο δικός του τρόπος να ψελλίσει “συγγνώμη” και “ευχαριστω”,  λέξεις που του έλεγα συχνά κι αυτός σπάνια.
Είναι που πάντα προτρέχω των γεγονότων και μετά περιμένω να με προφτάσουν.
Τί σημαίνει πάλι αυτό, σημαίνει πως όταν εσύ… εγώ..
Δεν είσαι εξήντα μα ούτε είκοσι. Δεν ξέρω τί προτιμώ. Δεν είμαι εξήντα μα ούτε είκοσι και έχω κουραστεί. Υπάρχει μία ιστορία που ακόμα δεν έχω γράψει, απο φόβο πως μετά δεν θα μείνει τίποτα να γράψω.
Σ' αυτην την ιστορία θα αφιερώσω λοιπόν τη ζωή μου.

Τ’ ακροδάχτυλα μου στον αέρα, ο Β. ισχυρίζεται πως έχουν ήχο και η Α. ακόμα με χαζεύει να χορεύω.
Είναι ο δικός μου τρόπος, να μ’αγαπώ, αν κάτι προσπάθησα ποτέ και με δυσκόλεψε τόσο, είναι ο δικός του τρόπος να είναι κακός και ο δικός μου τρόπος να μην σωπαίνω.

..κι είναι ο δικός μου τρόπος να λέω “σ’αγαπώ” που ακούγεται σαν κάγκελα φυλακής στ’ αυτιά κατάδικου και θεμέλια βαθιά σαράντα μέτρων σ’ αυτιά νομά, γιατί υπόσχεται σχεδόν εγγυάται κάτι άγνωστο.
Όσο εγώ νιώθω τους αστραγάλους μου να παραπατούν βλέπουν σε μένα σιγουριά, επιλογές, αποφάσεις, σχεδόν σχεδιασμένες κινήσεις. -καθόλου, κι όμως- είναι ένα βίωμα που αγνοώ αλλά έχω.
Δεν θα μάθω ποτέ τη μυρωδιά μου, τον ήχο μου, το άγγιγμά μου, έτσι δεν είναι; 

 Ήταν ο δικός μου τρόπος να χαϊδέψω “με νοιάζεις” που ηχούσε ξυπνώντας εκείνο το παρελθοντικό “θα σε φάω “ της γιαγιάς του, που ξυπνάει αυτό το παιδί που κρύβει και ελπίζει να μην συναντήσει ποτέ, το “άστο θα το κάνω εγώ, δεν έχει(ς) αξία”, εκείνο το οργισμένο φοβισμένο παιδί απέναντι στο “παίξε παιδί μου, παίξε” όταν τίποτα δεν μοιάζει με παιχνίδι και τίποτα δεν έχει όλα αυτά που ονειρεύτηκα για μας.

Είναι ο δικός μου τρόπος να πω “είναι γλυκό” που στα μάτια του κάνει το μέλι ρετσίνι και τον καθρέφτη φάντασμα.

..κι ήταν ο δικός μας τρόπος να πούμε “φοβάμαι” και “θέλω” που μου έμαθε πως είναι το ίδιο τελικά.

18.8.20

σώφρονες ψυχές πεσιμισμού


όσο περισσότερο επαναλάμβανε τις διακηρύξεις του έρωτά του τόσο πιο ανησυχητικές τις έβρισκε

'δεν είναι αλήθεια αυτό, είμαι στο λάθος έργο'
μέχρι τώρα είχε μια σειρά απο σχέσεις και ήλπιζε να έχει μερικές ακόμα αλλά πάντοτε στα πλέον συγκεκριμένα και γνωστά εκ των προτέρων πλαίσια, με γυναίκες εξίσου απρόθυμες όσο και ο ίδιος να απεμπολύσουν την κοινή λογική προς χάριν του πάθους
το πιο σκληρό απ’ όλα ήταν αυτό, φοβόταν την πίστη της γιατί ως ολοκληρωμένος πεσιμιστής ήξερε πως ο ίδιος δεν διέθετε καθόλου, τίποτα απ’ αυτήν
δεν πίστευε ούτε στην ανθρώπινη φύση ούτε στο θεό ούτε στο μέλλον και σίγουρα ούτε στην οικουμενική δύναμη της αγάπης
ο άνθρωπος είναι κακός και θα συνεχίσει να είναι κακός για πάντα
ο κόσμος περιείχε ένα μικρό αριθμό σωφρόνων ψυχών μια εκ των οποίων συνέβαινε να ήταν και ο Justin
η δουλειά των ψυχών αυτών όπως το έβλεπε πολύ απλά ήταν να εκτρέπουν την ανθρώπινη φυλή απο τις χειρότερες πλευρές της με την επιφύλαξη ότι όταν δύο πλευρές είναι αποφασισμένες να κάνουν σκόνη η μία την άλλη είναι ελάχιστα εκείνα που μπορεί να κάνει ένας σόφρων άνθρωπος όσο σκληρός κι αν είναι στην προσπάθειά του να αποτρέψει την σκληρότητα

'στο τέλος τέλος' έλεγε στον εαυτό του ο μετρ του υψηλόφρονος μηδενισμού όλοι οι πολιτισμένοι άνθρωποι στις μέρες μας θέλουν να πάνε κόντρα στο ρεύμα αλλά το ρεύμα δυναμώνει όλο και πιο πολύ
ήταν λοιπόν διπλή ατυχία που ο Justin που αντιμετώπιζε κάθε είδους ιδεαλισμό με βαθύτατο σκεπτικισμό
βρέθηκε μπλεγμένος με μια κοπέλα που αν και ευχάριστα απελευθερωμένη απο πολλές απόψεις ήταν ανίκανη έστω και να περάσει το δρόμο απέναντι χωρίς να σκεφτεί το θέμα απο ηθική  άποψη

η απόδραση ήταν η μόνη λογική διέξοδος


Λε Καρρέ- Ο επίμονος κηπουρός

18.7.20

το άλογο και το μουλάρι

γιατί αντίθετα προς το άλογο, το μουλάρι παραείναι έξυπνο για να μη χαλάει τη ζαχαρένια του παραβγαίνοντας  έτσι για τη δόξα τρέχοντας γύρω-γύρω στην άρκη ενός ταψιού
βάζω τα μουλάρια πρώτα σ΄εξυπνάδα ύστερα απ’ τους αρουραίους και πάνω απ’ τις γάτες τους σκύλους και τελευταία τα άλογα
υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι δέχεσαι τον δικό μου ορισμό της νοημοσύνης
δηλαδή πως 
η εξυπνάδα είναι η ικανότητα να ανταποκρίνεσαι στο περιβάλλον σου
που σημαίνει να αποδέχεσαι το περιβάλλον σου αλλά να μπορείς να διατηρείς κάτι απο την προσωπική σου ελευθερία 
τον ποντικό φυσικά τον βάζω πρώτο
{…}
τελευταίο βάζω το άλογο
δεν είναι σε θεση να σκεφτεί παρα ένα πράγμα τη φορά 
και το κυριότερό του  πλεονέκτημα είναι ο φόβος και η δειλία 
ακόμα κι ένα παιδάκι μπορεί να το κοροϊδέψει ή να το ξεγελάσει και να το κάμει να σπάσει τα παϊδια του ή να τσακίσει την καρδιά του τρέχοντας γοργότερα και μακρύτερα απ’ όσο μπορεί
ή πηδώντας πράγματα πάνω και πέρα απ’ τη μπόρεσή του
αν δεν το προσέξεις σαν μωρό μπορεί να πεθάνει απ’ το πολύ φαϊ
κι αν είχε μιαν ουγγιά τπ’ τη νοημοσύνη του ποντικού 
τότε αντί να ήταν άλογο θα ‘ταν καβαλάρης

δεύτερο λοιπόν, βάζω το μουλάρι
και το βάζω δεύτερο μόνο γιατί μπορούμε να το κάνουμε να δουλέψει για χάρη μας 
αλλά και τούτο μονάχα σύμφωνα με το δικό του αυστηρό αυτόεπιβαλλόμενο σύστημα
δεν επιτρέπει στο εαυτό του να τρώει υπερβολικά
δέχεται να τραβήξει ενα καρότσι ή ένα άροτρο αλλά όχι και να μετάσχει σε μια κούρσα
δεν δοκιμάζει να πηδήξει κάτι για το οποίο δεν είναι απο τα πριν απόλυτα σίγουρο ότι μπορεί να το πηδήξει
δεν μπαίνει ποτέ σ’ένα μέρος εκτός αν έχει προσωπική αντίληψη του τί βρίσκεται απ’ την άλλη μεριά
κι αποδέχεται να δουλέψει για σένα υπομονετικά επί δέκα χρόνια για να του δοθεί η ευκαιρία να σε κλωτσήσει μια φορά
με μια λέξη απελευθερωμένο απο υποχρεώσεις κι ευθύνες ιστορικές
έχει νικήσει όχι μόνο τη ζωή αλλά και το θάνατο 
κι έχει κερδίσει την αθανασία
αν εξαφανιζόταν σήμερα απο τη γη ο ίδιος τυχαίος βιολογικός συνδυασμός που το δημιούργησε χθες θα το δημιουργούσε και σε χίλια χρόνια απο σήμερα
όμοιο απαράλλαχτο κι αδιόρθωτο
πάντα περιορισμένο απ’ τις ελλείψεις που μόνο του δοκίμασε και καθίδρυσε
πάντα ελεύθερο και πάντα προσαρμοσμένο στο περιβάλλον


οι κλέφτες 
Φώκνερ

19.5.20

προφήτης μασκοφόρος

η φήμη του προφήτη μασκοφόρου οφείλεται σε ένα φλύαρο ποίημα του Μουρ βαρυφορτωμένο απ’ τη μελαγχολία και τους καημούς του ποιητή


στην κουρασμένη πόλη που μεγάλωσε,  οι κήποι τα αμπέλια και τα λιβάδια αντικρίζουν λυπημένα την έρημο
εκεί, τα μεσημέρια είναι λευκά και εκτυφλωτικά όταν δεν τα σκοτεινιάζουν σύννεφα σκόνη που πνίγουν τους ανθρώπους και αφήνουν πάνω στα μαύρα σταφύλια μια υπόλευκη κρούστα 

το πρόσωπό μου είναι χρυσαφί
εγώ όμως έλιωσα την πορφύρα
κι αυτοί ακόμα πολεμούν γι’ αυτό το ματωμένο ρούχο
έτσι αμάρτησα
και άλλαξα τα πραγματικά χρώματα των πλασμάτων

ο άγγελος μου είπε πως τα πρόβατα δεν έχουν το χρώμα των τίγρεων
αλλά ο σατανάς μου είπε πως ο ποντοδύναμος τα ήθελε να έχουν
και γι’ αυτό χρησιμοποίησε την πορφύρα για την τέχνη μου

τώρα ξέρω πως κι ο άγγελος κι ο σατανάς έκρυβαν την αλήθεια
και πως κάθε χώμα είναι ανίερο

προσμένοντας την σελήνη που φέρνει τη νηστεία και τον εξαγνισμό
κοίταζαν το ηλιοβασίλεμα και το ηλιοβασίλεμα  είχε το χρώμα της άμμου
απ’ τα βάθη της ιλιγγιώδους ερήμου που ο ήλιος της φέρνει πυρετό όπως το φεγγάρι φέρνει ρίγος
είδαν να έρχονται τρείς μορφές που τους φάνηκαν πανύψηλες
ήταν άνθρωποι και οι τρείς
αλλά αυτός στη μέση είχε κεφάλι ταύρου
όταν πλησίασαν είδαν πως αυτός φορούσε μάσκα
και οι άλλοι δύο ήταν τυφλοί
κάποιος όπως στις ιστορίες των χιλίων και μια νυκτών 
ζήτησε απ’ τον άνθρωπο με τη μάσκα να του εξηγήσει το μυστήριο
“είναι τυφλοί” είπε αυτός “γιατί είδαν το πρόσωπό μου”


-Μπόρχες

26.4.20

χωρίς να χρειαστεί (να λυγίσουν τα γόνατα)

(..)ναι, τα χέρια του ήταν σφιγμένα μ’ ένα τρόπο που ένιωθα ότι θα σπάσουν έτσι που τα πίεζε δηλαδή δεν καταλάβαινα γιατί το έκανε αυτό μέχρι που κοίταξα τα δικά μου χέρια και ήταν σφιγμένα μπροστά απ’ το στήθος μου και τα δάχτυλά μου ζητούσαν αυτό το κάτι απ’ τα μανίκια μου, που πάντα το ζητάνε και ποτέ δεν το παίρνουν, αυτό που ζητάνε τα δάχτυλα απ’ τις τσέπες επίσης ή η γλώσσα απ’ το λαιμό όταν θέλει να εξαφανιστεί ή οι λέξεις απ’ τον ουρανίσκο
και συνειδητοποίησα πως αυτό μάλλον συνέβαινε και κάτι ζητούσαν τα χέρια του το ένα απ’ το άλλο και είχαν πετρώσει έτσι
η εικόνα ξαφνικά γιγαντώνεται και δεν υπάρχει πια άνθρωπος μόνο αυτά τα χέρια να πιέζουν το ένα το άλλο, το ένα μέσα απ’ το άλλο, το ένα μέσα στο άλλο και τα μάτια μου αρχίζουν να ξεραίνονται
-όχι λάθος, να βουρκώνουν, κάτσε μπερδεύτηκα,
να βουρκώνουν αλλά επειδή δεν τα ανοιγοκλείνω νιώθω τον αέρα να υπενθυμίζει στον κερατοειδή να αντιδράσει αλλά τίποτα
ούτε άνθρωπος ούτε κεφάλι ούτε πόδια
αυτά τα χέρια ενωμένα να με πλησιάζουν και τα δικά μου χέρια τώρα μουδιάζουν και κόβονται
ναι, δεν έχω πια χέρια γιατί τα μάτια μου έχουν χέρια και όλη ασχολούμαι με αυτά τα δύο χέρια αυτή τη στιγμή που φοβάμαι ότι θα εξοντωθούν μεταξύ τους ενώ τα παρατηρώ και ενώ πλησιάζουν ή μήπως, 
ναι, εγω πλησιάζω γιατί γέρνω μπροστά να δω καλύτερα
και ξαφνικά η εικόνα χάνεται και υπάρχουν μόνο δύο μικρά παράθυρα σε μια πόρτα και μέσα τους βλέπω μια πόλη να απλώνεται πίσω απ' την πλάτη μου, βλέπω κάτι πανέμορφα κτίρια κόκκινα με λευκά παράθυρα πολύ ζεστά και με γεμίζουν θαλπωρή, αυτό το ζεστό κόκκινο που αντανακλά μέσα στα τζάμια των παραθύρων και γυρνώ πίσω να δω τα πανέμορφα κτίρια, να τα χορτάσω στο μέγεθος τους και αντ’ αυτού με τυφλώνει ο ήλιος και ούτε μπορώ να σηκώσω το βλέμμα μου προς τα πάνω ούτε καλά-καλά να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και τρομαγμένη γυρνώ στην πόρτα που ατάραχη ακόμα αντανακλά τα πανέμορφα κτίρια και τη θαλπωρή που αδυνατούσα να κοιτάξω κατάματα
και τα μάτια μου βουρκώνουν πάλι και σκύβω το κεφάλι μου
και πίσω στα δικά μου χέρια που αρχίζουν τα δάχτυλα να φωλιάζουν εκεί πίσω απ’ το λαιμό μου που είναι το καταφύγιο τους όταν τα αυτιά μου τσιτώνουν ρουφώντας τον ήχο (του) πριν φτάσουν μπροστά στο στόμα μου υπενθυμίζοντάς του να μη βιάζεται 
κι όσο τα χέρια μου αρχίζουν να κινούνται τα δικά του χέρια μουδιάζουν και σταδιακά ξεθωριάζουν και ακόμα δεν υπάρχει κεφάλι ούτε άνθρωπος και συνειδητοποιώ ξαφνικά πως είμαι με σκυμμένο κεφάλι
και τα κόκκινα κτίρια με τη θαλπωρή  τους στέκουν εκεί 
εκεί ακριβώς που ούτε πριν μπορούσα να τα κοιτάξω
και γυρίζω την πλάτη μου να χορτάσω τη σύνοψη και σμίκρυνση που προσφέρει η ασφάλεια της αντανάκλασης
(μου πάνω του/ του πάνω μου)
κερδίζοντας λίγο χρόνο 
ελπίζοντας να μη χρειαστεί
επιθυμώντας αβάσταχτα να συμβεί
χωρίς να χρειαστεί
χάνοντας πολύ χρόνο
μη αποδεχόμενη πως ήδη χρειάστηκε

η αντανάκλαση να χωνευτεί

ώστε ούτε να πετρώσουν ούτε να χαθούν τα χέρια
και να  αντέξουν τα μάτια

όταν γυρίσω πάλι ν' αντικρίσω
το  πραγματικό μέγεθος

(του/μου).

7.4.20

libra experience

δεν θα σου πω ούτε το πώς μα ούτε και το γιατί
επειδή ελπίζω
θα σου πω το πριν αλλά και το μετά
για το τώρα σωπαίνω
δεν θα ηρεμήσω θέ’ μου το ξες
και όπου ‘θέ’μου' κάθε δισύλλαβη εκφορά σου
μα θα ηρεμήσω γι’ αυτό με θες 

τώρα που το μέσα και το έξω είναι τόσο σαφως διαχωρισμένα
μπορείς ακόμα να αναπνέεις ακίνδυνα
μία, τζούρα απ’ τα στριφτά που θα κόψεις στα τριάντα
μία, τζούρα ρεαλισμού που σου γαμάει τα πάντα
εναλλάξ
μα όταν ο κόσμος ενωθεί
θα την ακούσεις καλά
γιατί η μύτη παραμένει μία παρα τα δύο της ρουθούνια
κατάλαβες;

πουλάω το δέρμα μου για αγχολυτικό
και αγοράζω την κοιλιά σου
δανείζω τα χέρια σου για αγχολυτικό
και τοκίζω τα μυαλά σου

αν ο κόσμος δεν ήταν σε παύση
παραδόξως θα άκουγες καλύτερα
αλλά αυτή η οικουμενική (νεκρική αν)ησυχία
φιμώνει κάτι που βρυχάται
ανάμεσα στους ιστούς μου

τώρα που το έξω είναι πίστα βι αρ
το μέσα όλο γίνεται πίστα βι ας
στο βωμό του ισοζυγίου και μόνο
κι αν βάλω κάτω τις πτυχές μου
εισπνέω συνθέτω κι εμπνέω πόνο

το ποίημα θέλει κάτι να πει
και κάτι να κρύψει
το σπίτι θέλει κάτι να μη δεις
και κάτι να σου δείξει
το κορίτσι θέλει κάτι να ρθειμηρθειρθειςμηρθεις
και το αγόρι κάτι να φύγειμηφύγειφύγειςμηφύγεις

αν τα παράθυρα άρχιζαν να έχουν θέα 
κατα παραγγελία
αν οι τοίχοι ζάρωναν λίγο όταν κλαίω
αν τα φώτα μαλάκωναν όταν έρχεσαι
αν όλα αρκούσαν
πάλι κάτι θα έλειπε
γι αυτό και η ζωή θα μπορούσε να συνεχίσει

αυτό προσπαθώ να εξηγήσω
και σωπαίνω
μα μέχρι να το καταλάβεις ουρλιάζω
για όσα δεν πρέπει να αρκούν.

28.3.20

μ' ένα τσαφ

αυτές τις μέρες που οι τοίχοι σιγά σιγά γίνονται δέρμα και το φως αποκτά κάτι απο τις υποσχέσεις των χεριών σου,αυτές ακριβώς τις μέρες το μαξιλάρι σκληραίνει όπως τα μάτια σου και εκβιάζει τις παραδοχές μου
τις μέρες με υγρασία με πονάνε τα ελεγχτικά μου και μαγκώνουν οι σκέψεις μου, αρχίζουν οι πόνοι και δεν με πιάνει τίποτα ,μόνο οι ενέσεις -μ’ αυτό το μαύρο διάολο που πικρίζει τα μέσα μου- νικάνε αυτούς τους πόνους και η ψυχούλα μου το ξέρει αν τις προτιμώ αλλά χρόνια τώρα μ’ αυτές συνέρχομαι τις μέρες με υγρασία και γλιτώνει το μυαλό τη μούχλα
πώς έφτασα εδώ ναι, 
άκου,
σηκώθηκα απότομα και στην καφετιέρα βρήκα να με περιμένει ένα πρωτόγνωρο υγρό, το δοκίμασα μες την κούπα μου, θύμιζε κάτι απο το πολυαγαπημένο μου ρόφημα σε γεύση -που έφτιαχνα στοργικά επιμελώς και με ευλαβική προσήλωση- μόνο που 'ταν σαν ξερασμένο; κακοχωνευμένο σε ατελή πέψη; με περίμενε ατάραχο και αηδιαστικό, έπλυνα την κούπα μου στραβωμένη αλλά
συμβαίνουν αυτά, το στομάχι γκρινιάζει ειδικά στα ευαίσθητα παιδιά...
εκείνη την περίοδο βέβαια ήμουν φοβερά εθισμένη στον καφέ και η έλλειψή του μου στοίχσε αλλά το πάλεψα, γιατί η καφετιέρα σε ανύποπτο χρόνο αντί για καφέ έβγαζε αυτό το υγρό και λέω βάστα

δεν θυμάμαι πολλά ακόμα,  ίσως αμυδρά, ανακαλώ αυτές τις κινήσεις που έστρωναν με προσοχή ένα χαλί στο διάδρομο που είχε αυτήν την υφή θαλπωρής αλλά γλίστραγε τόσο που το βγάλαμε γιατί θα σκοτωνόμασταν ντεφάκτο

μετα θυμάμαι μόνο, εκείνους τους ήχους, που κάτι ξεσκιζόταν
και το στόμα μου να προφέρει χωρίς την άδειά μου αλλόκοτες φράσεις όπως:
ή πολύ καλό το μαχαίρι σας ή πολύ μαλακή η κοιλιά μου 
και το μαχαίρι μπαινοέβγαινε και αυτός ο ήχος ανατριχιαστικότατος θεέ μου
αλλά μέχρι εκεί θυμάμαι
τα αίματα μου πηρε καιρό να τα καθαρίσω αλλά είχα κάτι να τρίβω μανιακά οπότε ουδέν κακό αμιγές καλού

ώσπου έφτασε εκείνο το διαολεμένο μεσημέρι, γαμώ το κέρατο
που στην κουζίνα βρήκα στο μίξερ χτυπημένο σα μαρέγκα
το μίσος να αφρίζει αφρατεμένο και είχε σαβαγιάρ αυτοκαταστροφής
αφημένα για πρωινό μου
και δεν το άντεξα το γεγονός
άρχισα να καθαρίζω το σπίτι όπως δεν έχω καθαρίσει στη ζωή μου ποτέ
και να ψεκάζω μέχρι που τα χέρια μου έγιναν πανέ απ’ τα χημικά
και ήταν ακριβώς εκείνες οι μέρες
ναι ναι,
αυτές οι μέρες που οι τοίχοι γίνονται σιγά σιγά δέρμα και το φως αποκτά κάτι απο τις υποσχέσεις των χεριών σου, ακριβώς αυτές οι μέρες που ακολουθούνται απο εκείνες τις νύχτες που νιώθω τα τείχη θεώρατα να γκρεμίζονται σε δευτερόλεπτα και να ξαναχτίζονται 
και το κοντινότερο δέρμα είναι ο τοίχος
και τα χέρια σου μαζί με τις υποσχέσεις σου
σβήνουν
με ένα
τσαφ.

13.2.20

-Και οι άνθρωποι;

-Δεν θέλω καταρράκτες Έντελ, αλλά τη γαλήνη μιας λίμνης, δεν θέλω βελανιδιές αλλά σημύδες,εκείνα τα βουνά στο βάθος πρέπει να γίνουν λόφοι και η μέρα ηλιοβασίλεμα, ο αέρας αύρα, οι πόλεις χωριά και τα κάστρα κήποι. Κι αν πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν γεράκια, τουλάχιστον να πετούν, και μάλιστα μακριά.
-Ναι, κατάλαβα. Μόνο ένα πράγμα: και οι άνθρωποι;
Ο βαρόνος σωπαίνει. Παρατηρεί όλα τα πρόσωπα της τεράστιας ταπετσαρίας, ένα προς ένα, λες και θέλει ν’ ακούσει τη γνώμη τους. Περνά απ’ τον ένα τοίχο στον άλλο, αλλά κανείς δεν μιλά. Έπρεπε να το περιμένει. 
-Έντελ, υπάρχει κάποιος τρόπος να κάνουμε ανθρώπους που δεν θα κάνουν κακό;
Ακόμα κι ο Θεός πρέπει να το αναρωτήθηκε αυτό, την κατάλληλη στιγμή.
-Δεν ξέρω, αλλά θα προσπαθήσω.
Στο εργαστήρι του Έντελ Τρουτ δούλεψαν μήνες ολόκληρους με τα χιλιόμετρα μεταξένιου νήματος που έστειλε ο βαρόνος. Δούλεψαν σιωπηλοί επειδή, έλεγε ο Έντελ, η σιωπή πρέπει να μπεί στο σχέδιο του υφαντού. Ήταν ένα νήμα σαν τ’ άλλα,μόνο που δεν το έβλεπες, αλλά υπήρχε. Έτσι δούλευαν σιωπηλοί.
Επί μήνες.
{…}
Μια στιγμή πριν τα ξετυλίξουν, ο βαρόνος ψιθύρισε:
-Και οι άνθρωποι;
Ο Έντελ χαμογέλασε.
-Αν πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν άνθρωποι, τουλάχιστον να πετούν, και μάλιστα μακριά.


Ωκεανός
Αλεσσάντρο Μπαρίκκο