26.4.20

χωρίς να χρειαστεί (να λυγίσουν τα γόνατα)

(..)ναι, τα χέρια του ήταν σφιγμένα μ’ ένα τρόπο που ένιωθα ότι θα σπάσουν έτσι που τα πίεζε δηλαδή δεν καταλάβαινα γιατί το έκανε αυτό μέχρι που κοίταξα τα δικά μου χέρια και ήταν σφιγμένα μπροστά απ’ το στήθος μου και τα δάχτυλά μου ζητούσαν αυτό το κάτι απ’ τα μανίκια μου, που πάντα το ζητάνε και ποτέ δεν το παίρνουν, αυτό που ζητάνε τα δάχτυλα απ’ τις τσέπες επίσης ή η γλώσσα απ’ το λαιμό όταν θέλει να εξαφανιστεί ή οι λέξεις απ’ τον ουρανίσκο
και συνειδητοποίησα πως αυτό μάλλον συνέβαινε και κάτι ζητούσαν τα χέρια του το ένα απ’ το άλλο και είχαν πετρώσει έτσι
η εικόνα ξαφνικά γιγαντώνεται και δεν υπάρχει πια άνθρωπος μόνο αυτά τα χέρια να πιέζουν το ένα το άλλο, το ένα μέσα απ’ το άλλο, το ένα μέσα στο άλλο και τα μάτια μου αρχίζουν να ξεραίνονται
-όχι λάθος, να βουρκώνουν, κάτσε μπερδεύτηκα,
να βουρκώνουν αλλά επειδή δεν τα ανοιγοκλείνω νιώθω τον αέρα να υπενθυμίζει στον κερατοειδή να αντιδράσει αλλά τίποτα
ούτε άνθρωπος ούτε κεφάλι ούτε πόδια
αυτά τα χέρια ενωμένα να με πλησιάζουν και τα δικά μου χέρια τώρα μουδιάζουν και κόβονται
ναι, δεν έχω πια χέρια γιατί τα μάτια μου έχουν χέρια και όλη ασχολούμαι με αυτά τα δύο χέρια αυτή τη στιγμή που φοβάμαι ότι θα εξοντωθούν μεταξύ τους ενώ τα παρατηρώ και ενώ πλησιάζουν ή μήπως, 
ναι, εγω πλησιάζω γιατί γέρνω μπροστά να δω καλύτερα
και ξαφνικά η εικόνα χάνεται και υπάρχουν μόνο δύο μικρά παράθυρα σε μια πόρτα και μέσα τους βλέπω μια πόλη να απλώνεται πίσω απ' την πλάτη μου, βλέπω κάτι πανέμορφα κτίρια κόκκινα με λευκά παράθυρα πολύ ζεστά και με γεμίζουν θαλπωρή, αυτό το ζεστό κόκκινο που αντανακλά μέσα στα τζάμια των παραθύρων και γυρνώ πίσω να δω τα πανέμορφα κτίρια, να τα χορτάσω στο μέγεθος τους και αντ’ αυτού με τυφλώνει ο ήλιος και ούτε μπορώ να σηκώσω το βλέμμα μου προς τα πάνω ούτε καλά-καλά να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και τρομαγμένη γυρνώ στην πόρτα που ατάραχη ακόμα αντανακλά τα πανέμορφα κτίρια και τη θαλπωρή που αδυνατούσα να κοιτάξω κατάματα
και τα μάτια μου βουρκώνουν πάλι και σκύβω το κεφάλι μου
και πίσω στα δικά μου χέρια που αρχίζουν τα δάχτυλα να φωλιάζουν εκεί πίσω απ’ το λαιμό μου που είναι το καταφύγιο τους όταν τα αυτιά μου τσιτώνουν ρουφώντας τον ήχο (του) πριν φτάσουν μπροστά στο στόμα μου υπενθυμίζοντάς του να μη βιάζεται 
κι όσο τα χέρια μου αρχίζουν να κινούνται τα δικά του χέρια μουδιάζουν και σταδιακά ξεθωριάζουν και ακόμα δεν υπάρχει κεφάλι ούτε άνθρωπος και συνειδητοποιώ ξαφνικά πως είμαι με σκυμμένο κεφάλι
και τα κόκκινα κτίρια με τη θαλπωρή  τους στέκουν εκεί 
εκεί ακριβώς που ούτε πριν μπορούσα να τα κοιτάξω
και γυρίζω την πλάτη μου να χορτάσω τη σύνοψη και σμίκρυνση που προσφέρει η ασφάλεια της αντανάκλασης
(μου πάνω του/ του πάνω μου)
κερδίζοντας λίγο χρόνο 
ελπίζοντας να μη χρειαστεί
επιθυμώντας αβάσταχτα να συμβεί
χωρίς να χρειαστεί
χάνοντας πολύ χρόνο
μη αποδεχόμενη πως ήδη χρειάστηκε

η αντανάκλαση να χωνευτεί

ώστε ούτε να πετρώσουν ούτε να χαθούν τα χέρια
και να  αντέξουν τα μάτια

όταν γυρίσω πάλι ν' αντικρίσω
το  πραγματικό μέγεθος

(του/μου).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου