15.2.17

_the rest in explosion

βιώνοντας την παρουσία της απουσίας (σου)
στούκαρα στην εξής επώδυνη συνειδητοποίηση 
'οφείλω κάποτε να ζήσω έξω απ’ το μυαλό μου'
γαμώτο,
η συγκαλυμένη αμηχανία
μου τα σκάει σε υπεροψία
σε πλησιάζω και σ’ αποφεύγω διαδοχικά
λες και βρίσκω όσα ψάχνω
διανύοντας την απόσταση
απο το εδώ στο εκεί
απο το εγώ στο εσύ
λες και φουσκώνω το ακορντεόν της ύπαρξης
μεταβάλλοντας αποστάσεις
περιμένοντας τον ήχο της συμπίεσης
να με επαναφέρει στο ασφαλές νοθρό τίποτα

η φυσιολογία του ήχου
υπονοεί μείζονα
του απόηχου, θα στμπληρώσω
πάντα ελάσσονα 
ο απόηχος είναι ετεροχρονισμένος και κουβαλά ιστορίες
όπως εγώ
-δεν βγαίνουν τυχαία ούτε τα μάτια/ούτε τα ονόματα-

επιρρεπης στους συναισθηματισμους
ευγνωμωνώ την καμικάζι
που δεν συνταγογράφησε θήτα διεγέρτες
για τους υποδοχείς
κάνοντας διαλλεκτική σε μια διάλεκτο κατανοητή
απο ελάχιστους
βλοσσυρούς θαμώνες στους νευρώνες μας

τιτιβίζω κακές λέξεις και ειρωνίες
προσθαφαιρώ πρίσματα, συνιστώσες και σταθερές
οι διαιρέσεις βγάζουν ξανά και ξανά
εμένα ατόφια στο πηλίκο
οπότε σε καταχωρώ ως ένα(ν) άρτιο
παραδίνομαι στην αφαιρετική διαδικασία
δημιουργώντας συνθέσεις 
με ποικίλα ηχοχρώματα και σχήματα
μα στάνταρ χρώμα
αγνοώντας το κενό κρύο στρώμα
και μετανιώνοντας όσα δεν είπα ακόμα

έλα πάρε με αγκαλιά ρε γαμημένε
ή
χέσε με χοντρέ

εγώ θα σ’αγαπώ και μη σε νοιάζει
δεν θα βγάζω την κουκούλα ούτε στον ύπνο
αν τύχει και βγείς απ’ το μυαλό μου
να χαθείς στα μαλλιά και στο λαιμό μου.

6.2.17

Broken Toys

Είναι τρομακτικό.Παράγουμε πολύ περισσότερη γελοιότητα απ' όση αντέχουμε να καταναλώσουμε, την ξερνάμε βουλημικά, για να νιώθουμε το κενό της απουσίας όλων εκείνων, στα διαλυμμένα μας στομάχια.Τα βράδια των παραδοχών ευχαριστούμε τις ταινίες και τα τραγούδια που υπάρχουν για να  ανταλλλασουμε δυο κουβέντες μ’αυτούς που αγαπηθήκαμε, αλλά όπως ακριβώς συμβαίνει με τα παιδικά μας όνειρα, γίνονται περαστικοί που προσπερνούν και μας αποστρέφονται.

Πριν δυο μήνες, αυτοκτόνησα πέφτοντας απο εκείνον τον τοίχο Παρελθοντος/Μελλοντος γωνια που συνηθίζαμε να σπάμε το κεφάλι μας παρέα, τότε που η αυτοκατστροφή ήταν το κοινό μα παιχνίδι.
Θυμάσαι; Έπεφτα μέσα στα αίματα σε έβλεπα μαζί μου και η κόκκινη θολούρα με έκανε να σε ερωτεύομαι. Ερωτευόμουν τις κοινές μας απόπειρες, πεθαίναμε μαζί και η ζωή ήταν ένα τέρμα που δεν ερχόταν. Εκείνη την μέρα που συνειδητοποίησα πως δεν υπάρχεις τελικά, σκαρφάλωσα και πήδηξα.Όταν επανήλθα, έπασχα απο αϋπνίες ή εφιάλτες οδυνηρούς και δεν κατάφερα να ξανακλείσω μάτι. Μαύρες σακούλες κάτω απ΄τα μάτια, να μαρτυρούν την κατάσταση μου. Μαύρες σακούλες, όπως τα σκουπίδια και τα πτώματα. Μια τσαλακωμένη υπόσταση. Δεν σιδερώνω ούτε καν το αίμα μου πια, μεταλλαγμένη σε χλωμό πρόσωπο απο μικρή ινδιάνα. Τρέχω με το ένα μάτι κλειστό και το παντελόνι ξεκούμπωτο, απ’ την κουζίνα στο χώλ και πίσω στο δωμάτιο, προσπαθώντας να καταλάβω πως βγαίνουμε απ’ το σπίτι. Δεν φυσά άνεμος εδώ και αδυνατώ να καμουφλάρω τις στάχτες απ’ το καμμένο μου παρόν. Το παρελθόν μου κάρβουνο και το μέλλον καπνός. Καπνός απο σβησμένα βρεγμένα τσιγάρα που δεν μοιραζόμαστε καν.Πώς άλλωστε; Έτσι κι αλλιώς δεν καπνίζω. Πώς άλλωστε; Έτσι κι αλλιώς δεν βρισκόμαστε.
Απλά να, μετά απο την χειμερία νάρκη ξύπνησα κάπως ζωντανή. Λίγο πιασμένη αλλά, ανάλαφρη.Δυσκολεύομαι να συγκρατήσω αυτην την όρεξη αλλά μπορώ  ξανά να βγαίνω βόλτα χαϊδεύοντας εξώπορτες και ελπίζω πως θα σε ξαναβρω και σένα γιατί κάποιοι μου ‘παν πως υπάρχεις ή τέλος πάντων μοιάζεις αρκετά σε αυτό που νόμιζα πως είσαι.
Απλά, πως να στο πω, δες με. Φαίνομαι.
Είμαι εκεί.
Κυλλάω στο μάγουλό σου και εξατμίζομαι.