29.12.18

bloopers

έβλεπα ένα τεράστιο χέρι να σφίγγει το μέσα του και γούρλωσα τα μάτια μου ‘πλίζ νο’ ψέλλισα, το χέρι έμοιαζε ανθρώπινο μα ήταν μηχανή ήταν σίγουρα μηχανή, όχι κάποια τυχαία, ένα κατασκεύασμα ίσα με το μπόι του, θα τον έκανε σκόνη ‘νο νο’ κλαψούριζα, τα μάτιια μου είχαν γεμίσει δάκρυα, μικρές μαύρες λίμνες μα ο παγωμένος αέρας δεν επέτρεπε στο τσιτωμένο δέρμα μου να αισθανθεί τίποτα

έκλεισα τα μάτια μου, ήθελα τόσο να τον βγάλω απο ‘κει, αυτό το χέρι τον τσαλάκωνε, τον συμπίεζε, έδειχνε παραμορφωμένος και αλλόκοτος, όσο του έφθειρε τις αρθρώσεις τόσο φαινόταν κι αυτός δημιούργημα μηχανής, η φωνή του απ’ τις κραυγές και τα ουρλιαχτά είχε αποκτήσει κάτι απόκοσμο, σαν γρέζι μαζί με μάγκωμα. Αυτή η εικόνα με πλήγωνε, είχε τόσο ενδιαφέρον σχήμα, παράξενο μα οικείο, το ‘χε σκιτσάρει με σπασμένους ώμους και χωρίς πόδια, το φύλαγε στο πορτοφόλι του και το ‘χα δει απο σπόντα ένα βράδυ που ήθελε να μου αποδείξει πως είναι εντελώς ταπί και δεν έχει να ξεχρεώσει τα σπασμένα, του ‘χα πει ‘δεν πειράζει βρε γλυκό μου’ και όσο του μιλούσα παρατηρούσα το σκίτσο κρυφά

είχα μάθει, πως αυτές οι μηχανές που μοιάζουν με χέρια και συνθλίβουν, παίρνουν χρόνια να φτιαχτούν και για καθένα μας, υπάρχει μία, όσο σε σφίγγει τόσο δυναμώνει και -λέει- ποτέ δεν σε κάνει τελικά σκόνη απλά σε αλλοιώνει τόσο που ούτε συ ξέρεις να πεις τί είσαι πια, προτιμάς να μην είσαι ή αφήνεσαι να είσαι κάτι αποφασίζεται απ’ το συμβούλιο των μηχανών
έψαξα πάρα πολύ γι’ αυτές, νόμιζα πως σιχαινόμουν οτιδήποτε μηχανολογικό κι όμως, είχα εντρυφίσει και είχα γοητευτεί ασύλληπτα απ’ την στρεβλότητα τους

πίναμε αυτό το μεταξά στη στάση 3 το πρωί και όσο μιλούσαμε κατάλαβα, πως αυτό το χέρι σε σφίγγει απο μέσα και γω έχω χάσει τα έξω μάτια μου και πρέπει να τα βρώ γιατί έχω καταλήξει να βλέπω μόνο σφιγμένους ανθρώπους και να βουρκώνω και να χάνω τη φωνή μου και να απλώνω τα χέρια μου και να σφίγγω κι άλλο το σαγόνι μου και να τρώω τα χείλη μου αλλά αν είχα έξω μάτια θα θυμόμουν να βλέπω το δέρμα σαν μαύρο κουτί και θα ‘χα ύπνο κι ελπίδα ίσως και πιο συχνό οργασμό μη ιδιοπαθή

το πόδι του ήταν χτυπημένο, περπατούσε καλά απλά δεν έτρεχε και καμιά φορά τον ενοχλούσε ‘φτιάξ’το μωρέ, αφού φτιάχνεται’ του πα,  αυτός ψιλομπλαζέ και αδιάφορα δεν μου απάντησε, μιλούσε σε μια γλυκιά κοπέλα που με την σειρά της αδιαφορούσε.
Την ειδα τότε να τρέχει και τη ζήλεψα και άρχισα να τρέχω και γω, μα είχα πιο χτυπημένο πόδι απ’ αυτόν και μπορεί το μέσα μου να μη μ’ έσφιγγε αλλά το πόδι μου με διέλυε, υπέφερα αλλά ήθελα να τρέξω, για το δικό μου πόδι γιατί δεν συζητήσαμε άραγε ποτέ;
έτρεχα και για να προφυλάξω το πόδι μου έκανα ρυθμικές εναλλαγές, επιπέδων και βηματισμών κάποια στιγμή περπατούσα με τα χέρια και κάποιες άλλες στιγμές για να με ξεκουράσω πάγωνα στον αέρα, με κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει τί κάνω,
εγώ έτρεχα γιατί το ζήλεψα και κατέληξα να κάνω υπερβολικές φιγούρες για αυτοπροστασία με αποτέλεσμα να δείχνω άπιαστη αντί για κουτσή, δεν ήξερα πως ήμουν κουτσή δηλαδή, μέχρι που θέλησα να τρέξω γιατί μου φάνηκε ωραίο

φέρε χέρι πάρε πόδι, όχι να το συζητήσουμε, μα εννοείται θα το συζητήσουμε, ναι αλλά πότε, όταν φέρεις το χέρι, όχι όταν πάρεις το πόδι, ωραία έκλεισε

ε και έκλεισε

και μεγαλώσαμε λίγο ακόμα στο κρεβάτι μας, αποδομώ εγώ κι ανασυνθέτω, τα λέμε εκεί που ο ήλιος σε τυφλώνει απ' το μάρμαρο, ένα φιλί ένα συγγνώμη, ένα 'μεκατάλαβες' και ένα 'δενμε', ένα 'μένιωσες' κι ένα 'δενμε'
βρε δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε,
ή έλα και έχουμε
όλα είναι σκληρά μα κάποια σε δροσίζουν κι άλλα σε καίνε.