23.7.17

συνοπτικά

οι ακτές βαραίνουν κι ασχημαίνουν
ακριβώς όπως
οι συνειδήσεις μας

κάποια πράγματα δεν γνωρίζουν διακοπές
όπως η ύπαρξη
και οι κόμποι που μου μάθαιναν παλιά
φαντάζουν πλέον η μόνη επαρκής λύση

οι ζωές μας όπως οι ακτές
γεμίζουν ανθρώπους επισκέπτες
για τους οποίους χεστήκαμε
οριακά τους ψηρίζουμε
τους κράζουμε
-να κινείται η αγορά
και σπίτι μας

ενώ στέκουν πάντα εκεί
και αυτοί
που ήρθαν και δεν έφυγαν
και δεν μάθαμε ποτέ
πως να τους βοηθήσουμε
οπότε μείναμε να τους κοιτάμε
με στόμα ανοιχτό
χέρια άδεια
κι έπειτα σκυφτό κεφάλι
στην πορεία

καλοκαίρι ίσον
μαύρα μάτια και μαύρα δέρματα
περιμένοντας κάτι
που δεν ξέρουμε καν
που δεν θα έρθει καν
και όλο αυτό το πλαίσιο
δεν είναι παρά άλλη μια χορηγούμενη
ελκυστική προσφορά
για να βγεί ο επόμενος χειμώνας
με μερικές ακόμα αναμνήσεις
ψευδαισθήσεις ανεμελιάς
ή αδρής περιπέτειας

ίσως ηδονισμού και ταλαίπας
ή
σωστότερα
ηδονισμού μέσω της ταλαίπας
για τα παιδιά που αγάπησαν
τη νεοτερικότητα σαν έφηβα
και κάηκαν σαν πυροτέχνημα
στο άβολο χάος του post modern

γι’αυτό κάπως προσδοκώ
επανάσταση νεκρών
στην κοινωνία του post-postmodern
με πρόταγμα τον συγκερασμό
στριμωγμένοι στο άβολο κλουβί της ελευθερίας

το κλάμα με κάνει να χωνεύω τις λέξεις
και οι φρίκες όσο βαραίνουν τόσο τσουλάνε στον οισοφάγο
πέπτονται μάλλον κι αυτές
δίιχως  χολή

συνοπτικά,
πόλεμος μέσα κι έξω
άνθρωποι έξω
φαντάσματα μέσα
αίμα μέσα κι έξω
ανάγκες μέσα
εθισμοί έξω

λες και θα ξεφύγουμε ποτέ απ’ την κόλαση
και το τσιμέντο
λες και οι ψυχεδελικές εικόνες των καλοκαιριών εμπειριών
δεν θα μείνουν απλά στα ίδια πατάρια
με όλα τα χαζά κι αχρείαστα γραπτά μας

δε γαμιέται
ήρθε κι έφυγε κι αυτό το καλοκαίρι
και 'μεις
πίνουμε μαύρο πάτο
τις στάχτες των πεθαμένων ονείρων μας
καυλώνοντας
με σπασμένες βιτρίνες