26.10.15

Αγγιζω εστω και ξυστα τα ονειρα μου.. (μητρα και θαλασσα)

γεννηθηκες για να χεις ονειρα
και τα ονειρα οπως ξερεις δεν εχουν ηλικια

Α
Τον ειδα πανω στο ποδηλατο να λεει στιχους του, με αυτο το κλασσικο χαμενο υφος και μου πε να βρεθουμε στο μπαρακι πιο κατω. Εφυγε αμεσως οπως και γω, μα μεσα στο κεφαλι μου τον εβλεπα αναμεσα απο τα μεγαλα πευκα, να παιζει με τις λεξεις οσο θα μας περιμενε.
Μαζεψα τους αλλους και πηραμε και μεις τον ιδιο δρομο, τον αλλοτε σκιερό και δροσερο, αλλοτε ηλιολουστο, μα παντα γεματο χωματα και πετραδακια δρομο προς το γνωστο σημειο.

Θα συζητουσαμε για την νεα μας δημιουργια. Όταν εξασφαλισα, πως ολοι ηξεραν τον δρομο, τους αφησα και μαζι μ’αλλον ενα πηγαμε παραλιακα. Πιο πολυς κοσμος, πιο πολυς ηλιος, πιο μεγαλη διαδρομη και γεματη βαβουρα μα ηθελα τοσο πολυ να περπατησω στην ακρη της θαλασσας εκει που ειτε αμμος ειτε πετραδακια, ειναι τοσο λεια απο τον επαναλαμβανομενο παφλασμο των κυματων, που δεν με απασχολουσαν τα αλλα. 

Παρατησα τον αλλο και αρχισα να τρεχω με το κινητο στο χερι. Δεν με ενδιεφερε τιποτα, οι ανθρωποι γυρω μου απλα αποτελουσαν το φοντο, το απαραιτητο εξωτερικο περιβαλλον, μα καμια αλληλεπιδραση δεν ειχα μαζι τους. 

Επιταχυνα, ετρεχα, τα μαλλια μου ανεμιζαν, τα βηματα μου γινονταν ολο και πιο απαλα, πιο στιγμιαια αλλα δυνατα και εφευγα ολο και μακρυτερα και μεσα μου πλημμυριζα ευτυχια, εκλεινα τα ματια μου και ενιωθα το σωμα μου να αλληλεπιδρα με τον ηλιο, τον ανεμο και το νερο.
Τιποτα αλλο δεν ειχε πια σημασια.

Που και που ακουγα καμια φωνη, να προσεχω το κινητο μου.
Μα οσο πλησιαζα το τελος της ακρογυαλιας που θα εβρισκα τους αλλους, τοσο ετρεχα και ηξερα πως ο πιο εμφατικος τροπος να ολοκληρωθει αυτο το συναισθημα θα ταν μια βουτια πολυ πολυ βαθια μες το νερο.

Οι φωνες ηταν ολο και δυνατοτερες, το κινητο μου ηξερα καλα πως θα δουλευει και αφου βραχει, δεν με ενοιαζει οσο και να φωναζαν. Θα δουλευε, με καθησυχαζα, ωσπου βουτηξα.

Και κει καπου, μες το νερο, τους βρηκα τους αλλους μαζεμενους, ετοιμους να συζητησουμε μα με ενα υφος λιγο ξενο σε σχεση με το δικο μου.
Εγω ειχα βουλιαξει στην απεραντη ευτυχια.

Και λιγες στιγμες αργοτερα, συνειδητοποιησα πως αρχιζα να αιμορραγω, πως θα γεμισει το μπλε το κοκκινο αιμα μου, το χαμογελο μου παγωσε,ολα εδειχναν την επερχομενη σπλατερια που δεν ηξερα πως να διαχειριστω, υστερα... ολα θολωσαν και….

το μουδιασμενο χερι πανω στο μωβ υφασμα.

λιγες στιγμες οξυγονωσης του εγκεφαλου αργοτερα...
τι φαση;


Καπου κολλαγε και η Ευα.


Β
Ημουν μεσα στο καυτο νερο της μπανιερας μου, ηλπιζα να μην επρεπε να βγω στην καταρρακτωδη βροχη ή εστω να περασει ο Νωε να με παρει, προσπαθωντας να αποδεχτω τα διαφορα “adios” που εχω να πω.
Δεν εβαλα μουσικη, προτιμησα να χαθω εντελως σε σκεψεις, εχοντας για μοναδικο δεικτη χρονου το νερο  που σιγα-σιγα θα κρυωνε μετα το πρωτο εικοσαλεπτο αδιακοπης μυικης χαλασης στο ντους.
Καπως ετσι, αρχισα να κλαιω.
Σε σκεψεις για χειμωνες και αντίο.

Και με επιασε αυτο το παραπονο, που εγω ετοιμαζομαι, με φτιαχνω, με σμιλευω και με διαμορφωνω, με καλλιεργω και ολο αναζητω νεους τροπους, να βγω απο την σπηλια και να δω το φως.
Όλο και σκαρφαλωνω στον υγρο κρυο πετρινο τοιχο του πηγαδιου προσπαθωντας να μεγαλωσω τον κυκλο φωτος που διακρινω  εκει πανω.

Και όλο προσπαθω και ολο τα καταφερνω να με βελτιωσω . Μα και που τα καταφερνω, τι καταφερα;
Αν δεν εχω καπου να με προσφερω;
Ακροβατουσα παλι σε αυτο το σχοινι της ματαιοτητας και ολο εκλαιγα οσο δεν ειχα κατι να μου απαντησω.
Όσο με σκεφτομουν να γινομαι χιλια κομματια για να ξαναενωθω σε κολαζ καθε φορα και πιο ομορφο, οσο με σκεφτομουν, να αναζητω και να παρατηρω διαρκως νεα κομματια, να φαντασιωνομαι νεους συνδιασμους και εν τελει ολο αυτο να αχρηστευεται.
Αυτο ειναι αδικο.


Βγηκα στην βροχη και οι ανθρωποι με τρομαξαν. Μα εγω εκανα μουσικη και ισπανικα. 
Και το βραδυ, αραζαμε.
Καταπιεστηκα για να μην με δουν ξανα να κλαιω και κοιμηθηκα.
...



Γ
-Τι ειναι η Ευα;
-Η φιλη μου.
-Εκτος;
-Α, η... με τον Αδαμ.
-Η πρωτη γυναικα. Που λενε πως αμαρτησε, ξεκινησαν τοτε τα ανθρωπινα βασανα. Όπως και η περιοδος της γυναικας... 
Γιατι μια γυναικα δεν παει τοτε στην εκκλησια με περιοδο;
-Δεν ξερω δεν ασχοληθηκα ποτέ ουτε το τηρησα, δεν ασχοληθηκα να ακουσω καμια ειδικη αναλυση σε θεμα τοσο χαζο κατ εμε.
Μαλλον επειδη το αιμα θεωρειται ακαθαρτο.
-Τι ειναι αυτο το αιμα;
-Το ωαριο που δεν γονιμοποιηθηκε και το αιμα απο τα αγγεια που προοριζοταν για να θρεψει το γονιμοποιημενο ωαριο στην πιθανη κυηση μαζι με το επιθηλιο της μητρας.
-Τι δειχνει αυτη η σιηψη;

Σιωπη
συνεχιζει:

Ειναι αυτο που αχρηστευτηκε. 
Παυση.
Ετσι... κανουμε συζητησεις ακαδημααϊκου περιεχομενου.
-Σαφως…..

Η τελευταια λεξη συνοδευοταν απο αυτο το γλυκο γεματο πονο συνειδητοποιησης και ειρωνιας χαμογελο.

Δ
Τα δινεις ολα.
Για την πιθανη καρποφορια,μα…
ισως αποτυχει. 
Θα αχρηστευτει και θα φυγει.
Και θα ερθει παλι η παραγωγικη φαση….

και ο κυκλος θα συνεχιζεται.



"διοτι ο πονος ειναι συνεπεια της αγαπης"

η μητρα στην παραγωγικη φαση και κατα την  ωορρηξια







μια θαλασσα που απο μπλε βαφτηκε κοκκινη


16.10.15

Αρωμα ανθισμενης κερασιας


Εξατμιστηκε
το νοημα,
μετα απο τοσο κλαμα.

Ο ερωτας
αργοπεθαινει
σ’ενα σωρο
απο ποιηματα
νοτες και
χαμενες ωρες υπνου
ενω η λογικη
πανηγυριζει
την επιβολη της.


Ματαιοτητα
και ρεαλισμος,
αγκαζε προχωρουν
προς την επομενη μερα
σερνοντας
μια ανθοδεσμη
γεματη λουλουδια
ανοιξιατικα
που σε καθε βημα
μοιραζουν πολυχρωμα πεταλα
ετσι οπως τριβονται
στην λερωμενη ασφαλτο
απο τα βηματα του ζευγους,
σα να προσπαθουν
-ακομα, για το ελαχιστο.
Για να στιγματισουν,
με τον διαμελισμο τους
την πορεια.



Μεχρι να μεινουν μονο
τα ασχημα κοτσανια,
με τα αγκαθια, 
τα αχρηστα,
που μπορεις να πεταξεις
χωρις ενοχες.



Ανεμος.
Τα πεταλα σκορπιστηκαν,
τα ποιηματα καηκαν
τα κοτσανια σαπισαν.
Αποσυνθεση.
Μεταβολισμος.


Μεχρι να χαραξει
η νεα ανοιξη.
Μεχρι να μυρισει
η ανθισμενη κερασιά
και να φαμε φραουλες.





10.10.15

Εξασκηση στην αυτοκαταστροφη

Άι στο διαολο
ή στην κολαση μαζι του.
Σκοτωσε τον
ή πεθανε γι’αυτον
Γαμα τον 
ή αγαπα τον.
Αν υπηρχε το “ή"
δεν θα υπηρχε ψυχαναλυη.
Μα επιμενω να ψαχνω
απαντηση,
τρελαινομαι,
φθειρομαι,
εξασκουμαι.

Σιγουρα,
ειναι δυσκολο
οταν μπλεκονται
δακρυα 
στην υποθεση.
Θυμαμαι τις φορες
που ‘κλαψα
το 'κρυψα
και τις φορες
που 'κλαψες
με τάισα αναισθητικο.
Δεν μου ειναι ευκολο,
να ριχνω το κερμα
οταν κι' οι δυο οψεις,
γραφουν 
αυτοκαταστροφη.
Μακρια σου
και διπλα σου.
Ρωτας επιμονα
αν ειμαι καλα
λες και αντεχεις
να μαθεις.
Εξασκεισαι.

Φανταζομαι
την φρικη
οταν κοιτας
στα ματια
εναν ανθρωπο
που βρισκει ομορφο
το καθε σου λαθος.
Σε παιρνει αγκαλια
και σου λεει
"τα σκατωσες,
μα σ’αγαπω το ιδιο,
ισως και λιγο πιο πολυ,
οσο περνουν οι μερες".
Αδρανοποιώντας
την αυτοκαταστροφη
απενοχοποιώντας
το λαθος,
αποδοχη
άνεϋ ορων.

Αλλα εσυ,
απορριψη,
απωθηση,
αρνηση.
Κι’εγω,
ενα κενο.
Παραγεμισμενο,
ασφυκτικο,
αποπνικτικο,
μα ποστατευτικο
κενο.
Τειχος,
να μην ακουω 
τα ουρλιαχτα,
να μην  βλεπω.
Μπας και
σταματησω
να νιωθω.



Ειμαστε 
μια αποτυχια ρε.
Ανικανοι 
να το τελειωσουμε.
Εξασκουμαστε
στην αυτοκαταστροφη.





5.10.15

Διηγημα part 7

ozymandias.
Ο εκπτωτος, ο εκθρονισμενος.
Αυτη η περιγραφη ταιριαζε καλυτερα στον εαυτο της.

Το μονο σιγουρο ηταν, πως τα πραγματα παρα ήταν πολυπλοκα. Ενω γενικα, οφειλουν να ειναι λιγο πιο απλα.
Μα πολυ προσφατα, ειχε καταληξει “ναι, αυτη η ζωη, αξιζει τον κοπο να την ζεις”
Και το πιστευε. Γιατί οι ανθρωποι που το επιλεγουν, αυτο το απανθρωπο παιχνιδι, δυο προσοντα χρειαζονται οπως ελεγε και ο Καμύ.
Επιμονη και
Διορατικοτητα.

Αναντιρρητα, ηταν κατοχος και των δυο. Και το θεωρουσε ξεφτυλα απεναντι στον ιδιο της τον εαυτο, ασυνεπεια, δειλια και μικροτητα, το να μην ολοκληρωθει αυτο το ταξιδι.

Πολλα κειμενα κλεινουν χωρις επιλογο, μα δεν ηταν κατι τετοιο. Ηταν κατι πολυ βαθυτερο, ηταν θεμα υπαρξισμου.
Οντολογικο. 
Αν για ο,τι ειχε ποθησει ως τωρα περισσοτερο, αν για αυτο που ειχε ονειρευτει, για αυτο που ειχε ρισκαρει, κλαψει, βασανιστει, αν για αυτο το ονειρο, δεν εδινε την αληθεια της απλοχερα, δεν ηταν ειλικρινης απεναντι σε αυτο, τοτε της αξιζε να βυθιστει.

Μα, οχι. Εκει λιγο πριν το τελος, ηρθε η συνειδητοποιηση μαζι με την απαιτουμενη δυναμη. 
Δεν περιμενε κατι, αυτη η φραση ειχε ειπωθει τοσες φορες, μα ποτε κανενας δεν της εδωσε την σημασια που της εδινε η ιδια.

Διαβατη, δρομος δεν υπαρχει. Τον δρομο τον φτιαχνεις βαδιζοντας”
ηταν η ωρα να κανει την προταση της. Υπηρχε καποιος λογος για ολους αυτους τους μηνες, για ολα αυτα.

Ηταν κατι βαθυ, που ειχε οραματιστει, που οσο ενιωθε πως ζει μεσα και στους δυο, δεν μπορουσε να δεχθει την ηττα.
Ο πονος εφευγε σιγα-σιγα, αφηνοντας μια καθαρη ματιά, μια τολμη και μια καθηλωτικη ειλικρινια.

Το μυστικο ηταν, στο ισοζυγιο αδιαφοριας και συναισθηματος. 
Αδιαφορια, απεναντι στην ματιά των αλλων, στο επιβαλλομενο συναισθημα, στην κοινη λογικη, στην εναποθεση των ελπιδων.
Συναισθημα, απεναντι σε όσα αξιζαν επειδη αυτη τους εδινε νοημα. 

Φοβοταν παρόλ’αυτα. Δεν ηταν και ευκολο, να τρεξεις πανω σε ενα τειχος. Μα, αξιζε οχι μονο η πιθανοτητα, αλλα και η καθαρση. 
Αξιζε να μπουν σε λεξεις, να δημιουργηθουν οι προτασεις, για την ομορφια και τον πονο. 
Για να λαβουν επιτελους την υποσταση που τους επρεπε.
Για να ξερει, πως ηταν απολυτως  συνειδητοποιημενη η οποιαδηποτε επιλογη.
Και ακριβως, η προσφορα αυτης της επιλογης δηλαδη, η υποκλιση στην ελευθερια ηταν αυτη που φανερωνε και το βαθος του συναισθηματος για αυτον τον ανθρωπο.



Για αυτον τον ανθρωπο, με τα τοσα παθη, που ηξερε. Που δεν του χε φορεσει ιδιοτητες που ηθελε. Οχι, ειχε δει την pure μορφη του, με αρκετα ασχημο τροπο. Αλλα, δεν επαυε να εναι ο ανθρωπος που ειχε προσφερει την πιο ωραια αγκαλια.
Σαφως υπηρχαν κι’αλλες, σαφως υπηρχαν και καλυτεροι.
Μα δεν τα επιλεγουμε και πολυ αυτα τα πραγματα.
Και το μεγαλειο της αδικιας του συμπαντος, δεν μπορουσε να φανερωθει εως την στιγμη, που πραγματικα ειχε εκφραστει το παραλογο

Γιατι ο ποθος της κατακτησης να προσκρουει πανω σε τειχη που δε δινουν καμια σημασια στις επιθεσεις του;”


….αυτη η ερωτηση τριγυριζε στο μυαλο της, μα στην σκεψη της χαρας, το κορμι της συγκλονιζοταν. Λες και ολες οι λειτουργιες ειχαν επικεντρο το να δωσουν λαμψη στα ματια της.

Οπως ελεγε και ο Woody στο Toy Story, ισως ηταν πτήση ισως πτώση με στυλ.