17.2.15

Πονος- διαφυγη.

Καθε πρωι, αλλοτε πιο κεφατος κι’αλλοτε πιο σκυθρωπος, πηγαινε στην δουλεια του. Του αρεσε κατα βαθος μα τον κουραζε. Συναισθηματικη ηταν η κουραση, τον γεμιζε ενταση που δεν ηξερε πως να διαχειριστει. Συνηθως, τα νευρα του γινονταν κομματακια με το παραμικρο κι’ειχε μια υπερδιεγερση, διανοητικη και κινητικη σαν βασικους τροπους εκφορτισης. 
Ηταν νεος, μα ειχε περασει πολλα. Η ταλαιπωρια ηταν ευδιακριτη στα βαθουλωμενα χαρακτηριστικα του προσωπου του. Στο δερμα του, ελειπε η φλογα κι’η ζωντανια….ηταν εμφανη τα σημαδια της κοπωσης και της θλιψης.
Μα το παλευε…
Δεν  μπορουσε να συμβιβαστει ολοκληρωτικα στην παραιτηση. Ειχε αυτην την διαρκη αναγκη για αναζητηση. Οχι, δεν βαριοταν ευκολα, απλα χαωνοταν μεσα στις επιλογες και στον κοπο που απαιτουσαν.
Η ζωη του συνεχιζοταν, ανεπηρεαστη απο τις σκεψεις του.  Η δουλεια του ηταν πολυ ιδιαιτερη. Καποιες μερες, ανεβαινε στο βουνο και καθοταν. Εκει ειχε πολυ χρονο να σκεφτει, περιμενοντας  καποια παρουσια να τον επισκεφτει. Γνωριζε ετσι την ζωη εκει, με ηρεμια και απλοτητα μπροστα σε καθε περιεργο πλασμα που θα συναντουσε. Και καποιες αλλες μερες, ηταν στην πολη, οπου επρεπε υπομονετικα, να αντιμετωπισει τα  κατα συρροη πλασματα που το καθενα με αλλες ιδιοτητες και αλλες απαιτησεις εμφανιζοταν.
Ηταν κατι αναμεσα σε κοινωνικος παρατηρητης, κοινωνικος λειτουργος και μεταφορεας. 
Αναμφιβολα, κουραστικο. Μα, αντεχε ο οργανισμος του. Καπως πιο ευκολα, καπως πιο δυσκολα, με λιγο κρασι, κανα τσιγαρο, περνουσαν τα βραδια του ακουγοντας μουσικη. Μια μερα νεα ξημερωνε, μα το αναπτερωμα δεν ενιωθε.


Βυθισμενος λοιπον, σε αυτο το ληθαργο, μια μερα εμφανιστηκε μπροστα του κατι περιεργο. Αλλοκοτα πλασματα συναντουσε διαρκως, μα εκει κατι τον μπερδεψε. Του αρεσε κιολας αυτη η προκληση. “Ενδιαφερον…..” Μα ξημερωσαν μερες, χωρις να θελησει να ασχοληθει. Και το αναπτερωμα δεν ερχοταν. 
Μα αυτο το πλασμα εμφανιστηκε ξανα, πιο μαζεμενο αλλα ακομα πιο μυστηριωδες. “Ενδοιασμοι”.
Ωσπου καποια μερα, αποφασισε να το περιεργαστει, και πιο πολυ μπερδευτηκε. “Που χρονος για τετοια….” Ειχε και τις διαδρομες για την δουλεια, βουνο-πολη, και πλασματα να πηγαινοερχονται, ποιος ειχε αντοχες για μυστηρια.
Τον ελκυε ομως, δεν μπορουσε να το αποδεχτει. Το αγνοησε.
Παυση. 
Η αδιαφορια του, πιστεψε πως εδωσε τελος σε αυτην την μυστηρια εμφανιση. 
Τι λαθος. Επανεμφανιση. “Δεν γινεται, τι σκατα γινεται εδω;”
Μα το αφησε παλι, νευριασμενος λιγο.
Οσο εμενε μακρια του, αδιαφορουσε επιδεικτικα. Μα ξαφνου, να. Παλι μπροστα του. Πιο υπαρκτο απο ποτε, ελκυστικο, οορφο. “Ας εμφαννιστω και γω” Εδωσε παρον. Κατι ομως δεν του κολλησε. “Αν θελει να ασχοληθει ατο με μενα”, πεταξε τις ευθυνες απο πανω του.
Και αυτο, εσκυψε και μαζεψε τις ευθυνες και με χερια γεματα και βλεμμα κουρασμενο, χτυπησε ξανα την πορτα της υπαρξης του.
“Ας κοιταξω λιγο καλυτερα, τι εχω εδω” Πανικος. Χαος. Για καπου αλλου πηγαινε και ξαφνικα, σαν μαγνητης τραβιοταν στο μαγνητικο πεδιο. Ανικανος να αντισταθει.
Επομενη μερα. Ουσιες. Παραδοχη. “Μου αρεσε η πρωτη εμφανιση σου”
Confession.
Αποστασιοποιηση.. απενεργοποιηση των μαγνητιων δυναμεων. Απελευθερωση απο το πεδιο. “Μερικες φορες γυρναω και νιωθω ακομα την ελξη, μα αλλες παλι……”
Και το μυστηριωδες πλασμα, παρατηρουσε. Αναμενοντας την καταλληλη στιγμη για επανεμφανιση. Το πεδιο δεν ειχε εξαφανιστει. Μα η δυανμη ειναι αντιστροφως αναλογη της αποστασης. Γι’αυτο ξεφευγε.
Ερχοταν για τις δουλειες στην πολη και εμπαινε ξανα στο πεδιο. Μα εφευγε παλι. Τον χαωνε το διπολο αυτο.
Καπου αναμεσα στο αστοδιαολο και στο γουσταρω να τρεχει συνεχως.
Και πως να το διαχειριστει, οι πολλες ωρες με το μυαλο του, μονο καταστροφικες ηταν. 
Σωματικοποιηση. Πονος, κοπηκε στα δυο, συμβολικα. Εμεινε ακινητος. Απραγος.
Μη αναλαμβανοντας, την οποιαδηποτε ευθυνη.
Πονουσε, μα βολευε.
Too much analysis brings paralysis.
Στην υγεια μας.

11.2.15

Χωρις λογια.

Ενας γλυκος αποηχος,
δακρυα για τιτλοι τελους,
μα καθε τελος μια αρχη
ερωτος, θλιψης, μενους.
Μια αγκαλια αυθορμητη
μ’αφελεια παιδικη
με τοσα συναισθηματα
που εχουν πια χαθει.
Αν πειραξε;..με πειραξε.
Κι’αν μ’ενοιαξε;..με διελυσε.
Μα τιποτα δεν μπορεσε
το τελος να αποτρεψει.
Ισως σε καποιο βιβλιο-μπαρ
ξανασυναντηθουμε,
μ’αλλα μυαλα τοτε μπορει,
ξανα ν’αγαπηθουμε.
Δεν το ξεχνω ουτε στιγμη,
το πως σ’εχω αγαπησει
μα για το οτι με σκοτωσες
βαθια σ’εχω μισησει.
Θα 'ταν ωραια διπλα σου,
αληθεια το πιστευω.
Μα αυτο ποτε δεν εγινε,
γι’αυτο γι’αλλου οδευω.
Κανε μια σκεψη που και που,
για οσα εχουμε ζησει,
για οσα καταπνιξαμε
ερως να μην ανθισει.
Σαν επικηδειος μοιαζει αυτο,
δικαιως, τετοιος ειναι.
Πενθιμα λογια χωρισμου
και αρχη νεου προορισμου.
Γεια και χαρα σου φιλε μου
θα σ’αγαπω για παντα
Καθε βραδια σου, βρισκοντας
αλλη μια νεα μπαντα.