27.1.15

το πηγαδι

δεν πειναω σου λεω
φερε μου κρυο νερο
με την δροσια της ανακουφισης
παγωμενο νερο
με τον παγο της αναισθησιας
νιωθω ενα κενο
οχι, οχι δεν πειναω
δεν εχω τιποτα να βγαλω
τιποτα δεν αντεχω να δεχτω
σου λεω φερε το νερο
τι δεν καταλαβαινεις;
το νερο σου λεω!
οχι, οχι της βρυσης
το αλλο το άυλο
της καθαρσης
μα δεν φταιω, τι λεω
οχι της καθαρσης
της  ζωης το νερο
της αναζωογονησης
της ανανεωσης
να παρασυρει την αισθηση της παραιτησης
να παγωσει την ζεστη απογοητευση
που χει κατακατσει στα τοιχωματα
φερε το νερο της ελπιδας
φερ’το ανθρωπε μου!
τοσο δυσκολο σου 'ναι;
ΔΙΨΑΩ  εχει στεγνωσει η ψυχη μου
φερε λιγο νερο με ελπιδα
λιγο νερο γλυκο, οχι της λιμνης
μα καλα χαζος εισαι;
σε ενα ποτηρι, θελω να πιω
το κενο μου σου λεω δεν το αντεχω
νερο καυσιμο να λειτουργησω θελω
ΦΕΡΕ ΜΟΥ ΤΙ ΚΑΘΕΣΑΙ;
πνιγομαι απο απαθεια και νωθροτητα,
μα ποσο δυσκολο σου ειναι να βρεις
αυτο που σου ζηταω;
που εισαι; 
που πας;
ΕΕΕΕΕΕ
…...ποσες ωρες να λειπει;
μα καλα, τι κανει;
λες να μην καταλαβε;
μα ποσο δυσκολο να καταλαβει πως δεν ζητάω νερό..





11.1.15

απαντηστε μου.

Ανασφαλη φοβισμενα παιδιά,
αναζητουν αξια στην επιβεβαιωση.
Στολιζουν μονάχα την βιτρινα,
ουτε σκουπα στο μαγαζι.
Περαστικοι χαζευουν και θαυμαζουν
μα αν κανείς προσπαθησει να μπει στο μαγαζι
φρικαρει, αισθηση αποκρουστικη
στους πιο σκεπτικους η βιτρινα θα περασει απαρατηρητη.
...και η βιτρινα συνεχως θα ανανεωνεται,
τραβωντας βλεμματα και κερδιζοντας σχολια
και το μαγαζι θα καταντησει αποθηκη της βιτρινας
μοναδικη χρησιμοτητα η διακοσμηση,
κανενα αποθεμα πια στο καταστημα.
..φευγαλαιες ματιες και ισως λιγα δευτερολεπτα
απο τον χρονο των περαστικων.
και ποιο το νοημα σε μια βιτρινα, χωρις μαγαζι;


9.1.15

Διηγημα part 3

Τυλιγμενη με μια κουβερτα, παρατηρουσε το ακαταστατο σαλονι της. Μικρο, κρυο μα πανεμορφο. Προδιδε μια ζωντανια το συνολο των αψυχων αντικειμενων του χωρου. Προδιδαν πως η χρηση τους υμνει ζωη. Ηταν εντονα τα σημαδια της τεχνης σε αυτο το δωματιο. Απο τα διασπαρτα βιβλια, τις κολλες χαρτι και τις μπογιες, τα καρτ-ποσταλ και οι φωτογραφιες, το αρμονιο στην γωνια, οι κουπες και οι πεταμενες τσαντες. 
Εριξε ενα ενοχο χαμογελο και απεμεινε να σκεφτεται τι ηθελε να κανει. Ποτε δεν πιεζε τον εαυτο της, αλλωστε ολα της αρεσαν και ολα τα βαριοταν. Καθε τι ειχε την ωρα του. 
Το μονο που την ενδιεφερε συνεχως ηταν να εχει μεσα της μια ηρεμη χαρα. Δεν ηθελε να αφηνεται σε σκεψεις που την βυθιζαν στην μιζερια. Οχι για να τις αποφυγει. Ισα-ισα, δως της δυσκολια, να την παλεψει με ολο της το “ειναι”. Απλα, ειχε καταλαβει πως δεν αξιζε πια να σκαει για μικροπραγματα. Και τα παντα στην ζωη ειναι μικροπραγματα. Τελειο;
Ακουγοντας το πρωι τον καθηγητη να λεει για την μεσεντερια ειχε γελασει αλλη μια φορα με το πως μπορουσε να χρησιμοποιησει ιατρικους ορους για τις πιο κωμικες βρισιες. 
ΠΑΥΣΗ. Ενα πραγματα φοβοταν μονο….. μην κανει ο,τι ειχε διαβασει στο “υπογειο”. Να σκεφτεται μα να μενει αδρανης. Ο,τι χειροτερο για αυην. Οχι, αντιστεκοταν σε αυτη την κατασταση. Μερες που περνουσαν διχως εργο, της φαινονταν χαμενες. Ηταν η δικη της υπαρξιακη αποφορτιση. ‘Η κσλυτερα, ηταν ο δικος της τροπος να αποβαλει την φρικη της και να υμνησει την ζωη.
Και ο,τι κι’αν εκανε, θα χε συνεχως κι’αλλα να δημιουργησει. Ατερμονη διαδικασια η δημιουργια. Πηγαια, θεραπευτικη,δυσνοητη για οποιον δεν αφεθηκε στην μαγεια της καλλιτεχνικης εκφρασης.
Σε οσους ηξερε πως δεν θα καταλαβουν, δεν εδινε την παραμικρη σημασια. Δεν την απασχολουσε πια, η γνωμη των αλλων. Δεν ειχε πια την αναγκη να αποδειξει σε κανεναν το τί ηταν….
Ειχε ξεφυγει απο το σταδιο του ψαχνω τα θετικα σε μια κατασταση οσο χαλια κι αν ειναι. Ειχε περασει και το σταδιο του “θα εχω να λεω μια ιστορια, σε ενα χρονο θα το σκεφτομαι και θα γελαω” και ηταν πια στο σταδιο, “‘Ελα ζωη, σε προκαλω. Ελα να με βασανισεις και γω θα γελαω γιατι πια δεν με αγγιζεις”.
Ειχε μαθει πια, καθε δυσκολια να την πενθει και να την ξεπερνα. Ο κυκλος ζωης-θανατου ηταν πλεον κατι που δεν εμοιαζε ψευτικο ή ουτοπικο. Ηταν απλα ο μονοδρομος.
Τις επτα ψυχες των γατιων, τις ειχε ξεπερασει καιρο τωρα. 

7.1.15

Διηγημα part 2

Αλλες παλι φορες, διχαζοταν. Βουτουσε με μανια στο κενο μεταξυ ακρων που απερριπτε κατευθειαν. Κι'εμενε ετσι να πεφτει  στην χαραδρα.
Αυτην την φορα, τα ακρα ηταν η υπεραναλυση και η χαλαρωση. Η παραμικρη αποπειρα σκεψης ξυπνουσε μεσα της φοβους, ανασφαλειες, θλιψη. Κι απο την αλλη, η χαλαρωση. Αφεσου στο τιποτα γιατι το τιποτα ειναι αναπαυτικο μεχρι να σε φυσηξει ο κακος λυκος και το συνολο των υδρατμων που σε κρατουσε ασφαλη να διαλυθει και να κανεις αυτην την ελευθερη πτωση που παντα ονειρευοσουν με λιγο πιο ασχημο τροπο. 
Ουτε το ενα ήθελε, ουτε το αλλο. Ηταν ωρα να πηγαινει. Η ζεστη του τζακιου για σειρα ημερων, την ειχε κανει να χασει λιγη απο την ενεργεια της. Ισως οταν προσπαθουσε περισσοτερο οι μερες ειχαν αλλο νοημα. Ισως οταν ολα ηταν δυσκολα, ηταν πιο χαρουμενη γιατι ειχε ενα λογο να παλεψει. 
Λες να ταν αυτο; Να ψαχνε απλως νεες προκλησεις για να νοηματοδοτει τις μερες; 
Μαζεψε λιγο τις σκεψεις της, ννα χωρεσουν ολες στο σουρωτηρι της λογικης. Σε αυτο το φιλτρο ωστε να φυγουν ολες οι διασπαρτες και αφηρημενες σκεψεις και να διακρινει καλα τους θρομβους απο λογικα προβληματα που μπλοκαραν την κυκλοφορια και αποτελουσαν ζωτικης σημασιας κινδυνο και απειλη. 
Η διαδικασια αυτη, το φιλτραρισμα ηταν ιδιαιτερα ευκολη και διασκεδαστικη αρκει να κρατουσες σταθερο το σουρωτηρι.  Σημερα ειχε φαει πολυ, ολο το φαγητο μεχρι και την τελευταια μπουκια την δυναμη της. Οφειλε να κρατησει σταθερο το σουρωτηρι. Και τα καταφερε. Και ειδε να απομενει πανω μονο  μια σκεψη συμπαγης, μονο μια απειλη. Κοιταξε απορημενη. "Αποκλειεται..." μουρμουρισε. Ξαναπροσπαθησε να φιλτραρει. Το ιδιο.  Ξανα και Ξανα. Σχεδον δεκα φορες. Αντικριζε το ιδιο ακριβως πραγμα. Ενα κομματι αργυρου. Ενα καθρεφτακι μικρο, κοφτερο, επικινδυνο και αιμοβορο. Ετοιμο να τραυματισει ανελεητα καθε οργανικη υλη. Ηταν ο εαυτος της. Απο εκει πηγαζε το κυριο θεμα. Μα, οχι.  Δεν γινοταν. Ηθελε καποιος αλλος. να εχει κι αυτος λιγη ευθυνη. Καλα να παθει. Αυτη απο μικρη εμπαινε μεσα στα εργαστηρια και μαθαινε τις τεχνικες. Δεν της φταιει κανεις που αυτη ειχε καταφερει να αποκτησει τοσο καλη τεχνικη στο φιλτραρισμα αλλα και τοσο καλο σουρωτηρι.  Μαζευε καιρο,  για να καταφερει να το αποκτησει. 
Ηθελε πολυ να θυμωσει με καποιον μα μονο τον εαυτο της εβλεπε απεναντι. Δεν ειχε επιλογη. Αδικο; Τουλαχιστον, ηξερε ποιον να πολεμησει, ποιον να φοβαται, ποιον να υποψιαζεται. Τον εαυτο της. 

Ο χειροτερος κριτης της, ο πιο αυστηρος. Οταν μεσα της τον ειχε συμμαχο, η γη ολοκληρη υποκλινοταν. Σε βουνο να ελεγε να κουνηθει, θα ετρεχε σε κουρσα 200m  μετ'εμποδιων. Μα, οταν δεν  τα πηγαιναν καλα, τοτε ακομα και σχοινι χωρις κομπο φαινοταν γορδιος δεσμος. Τι να σκεφτει και τι να ελπισει οταν το γνωριζε αυτο;
Μονο εσωτερικη γαληνη μπορουσε να θελει. Για να μπορει ανενοχλητη να κανει τα μαγικα της.  Η αισθηση της παντοδυναμιας της δεν κρατουσε πολυ μα την τρελαινε. Υπεροχο συναισθημα. Μα η καταδικη της επιγνωσης ηταν το ανταλλαγμα. Μια ζωη γεματη μετριοτητα σε προφυλασει απο τις εντονες δυσκολιες και τις πιο αποπνικτικες αρνητικες αυτοκαταστροφικες σκεψεις μα σου στερει και τοσες χαρες.  

Τερμα. Απο το πρωι, θα μαθαινε να αποχαιρετα. Και να αντεχει τον αποχωρισμο.  Και μετα θα ηταν ετοιμη για την μεγαλη ευτυχια. Γι'αυτο το φως, στο τουνελ. "Καληνυχτα μαλακα, η ζωη εχει πλακα", μονολογησε, χαμογελασε ξανα στον αορατο καθρεφτη της και ετσι απλα πανεμορφη κατεβασε το σφηνακι με τις σουρωμενες σκεψεις, τις  αφηρημενες ερωτικες φαντασιακες σκεψεις που ηλπιζε να μετατρεψει σε αναμνησεις.

5.1.15

Διηγημα part 1

Παγωσε για μια στιγμη την σκεψη της και η επαναφορα στην πραγματικοτητα  ηταν τοσο αποτομη και ανακουφιστικη οπως η αναδυση μεσα απο την θαλασσα μετα απο  βουτια μεγαλου υψους. Κοιταξε ολογυρα. Ηταν σκοτεινα, μονο ενα φως πανω απο το πιανο φωτιζε αμυδρα το βιβλιοθηκακι με τις απειρες παρτιτουρες. Παραθυρο κλειστο μα ηξερε πως εξω ψιλοχιονιζε.  Εκλεισε για μια στιγμη τα ματια και απεμεινε να ακουει την φωτια να σιγοκαιει τα ξυλα. Κανείς δεν καταλαβαινε ποσο μεγαλη αγαπη ειχε στο τζακι και στην ζεστασια του. Καθοταν παντα μεσα σε αυτο, ισα -ισα να απεχει λιγο απο τις φλογες. ειχε καψει αλλωστε μερικα ρουχα και κουβερτες καθισμενη ετσι. Μπορουσε να αντεξει την εξωφρενικη θερμοτητα του τζακιου οσο κανενας αλλος. Ανεκαθεν ειχε περιεργη σχεση και με τις θερμοκρασιες. 
 Χαμογελασε αχνα σαν να κοιταξε εναν ανυπαρκτοο καθρεφτη και εβλεπε εκει μεσα τον εαυτο της.  Ποσο βαθια στις σκεψεις της ειχε χαθει;
... δεν θυμοταν καν. Σηκωθηκε αφηνοντας για λιγο την θεση της στο μαρμαρο του τζακιου για να ανοιξει το παραθυρο. Ειχε αρχισει να το στρωνει. Μες το σκοταδι, λευκες πινελιες. Τι ωραια...
Το χιονι προσεφερε μια αισθηση ουτοπικης αγνοτητας στον κοσμο. Μια αθωοτητα, μια καλοσυνη. Μακαρι να χιονιζε λιγο πιο συχνα. Αλλο ενα χαμογελο αυτη την φορα πιο θλιμμενο ζωγραφιστηκε στο προσωπο της. Επεστρεψε στην θεση της και θυμηθηκε πως ειχε αφησει ενα τσάι.  Και ετσι, καθισμενη κρατωντας την κουπα, αποφασισε να πατησει το continue  και να χαθει ξανα σε σκεψεις και ονειρα. 
Θυμοταν μικρη που οι σκεψεις της ενιωθε πως ηταν κατι σαν το μιτο της Αριαδνης. Αφηνε τη ροη των σκεψεν οσο τρελη και παραλογη κι αν ηταν να κυλησει, το νημα να ξετυλιχτει οσο πηγαινε. Μα, ειχε παντα στο νου της πως ονειρευοταν, πως ο,τι κι αν επλαθε το φαντασιακο της, δυσκολα θα γινοταν πραγματικοτητα. Γιατι ονειρευοταν παντα πραγματα που  φοβοταν να διεκδικησει. Αφεθηκε λοιπον ξανα, στο να σκεφτεται εκεινον. Εφερνε την εικονα του προσωπου του στο μυαλο της μα θυμοταν μονο το βλεμμα. Δυο ματια να κοιτουν. Το προσωπο πολυ αμυδρα σαν φιγουρα. Προσπαθουσε να θυμηθει την φωνη του, μα κι αυτο ακατορθωτο. Το μονο που μπορουσε να κανει ειναι να αναβιωσει τα γεγονοτα. Αδυνατο. Μονο και μονο στην προσπαθεια του να νιωσει οπως ενιωθε, κατεστρεφε τα παντα. Ποσο ηθελε να κοψει καθε σχοινι που την κρατουσε προσγειωμενη και να νιωσει πως εχει το ελευθερο να εκφραστει, να δοθει, να δεθει. Μα φοβοταν. 
Δεν μπορουσε να το παραδεχτει στον εαυτο της πως φοβοταν . Ηταν θαρραλεα πολυ. Αν εμπαινε σε κοιτωνα στο Χογκουαρτς το καπελο θα φωναζε Γκριφιντορ απο ενα μετρο υψος απο την κορυφη του κεφαλιου πριν καν προλαβει να διακρινει την ευφυια και το σατανικο μυαλο για να μπλεξει με Ραβενκλοου και Σλιθεριν . Εδω γιατι φοβοταν; Και το κυριοτερο ερωτημα, τι φοβοταν;
Κενο. Γυρισε για λιγο παλι στην ηρεμια του καθιστικου. Ενιωθε πολυ ασφαλης εκει. Ισως αν  χαλαρωνε λιγο καταφερνε να ανακαλυψει τον φοβο της . 
Εκλεισε ξανα τα ματια και εισεπνευσε αργα μερικες φορες. Πεινουσε λιγο. Αδιαφορησε για αυτην την αναγκη και συνεχισε την περισυλλογη. 

Φοβοταν να πληγωθει. Φοβοταν να αποτυχει. Φοβοταν να δειξει αδυναμη. Οι λυκοι μεσα της αρχισαν να παλευουν. Ο λυκος της λογικης με τον λυκο τον Ναρκισσο, ξεσκιζοντας καθε αισθημα καλο και κακο. Τυφωνας σκεψεων ξαφνικα. Φανταστηκε χρωματιστους νευρωνες και ρευματα να τρεχουν. Ειχε αναγκη απο μια επαναφορα. 
Ξεφυσηξε μελαγχολικα. Δεν ηταν στεναχωρημενη, ουτε θυμωμενη. Ειχε το συναισθημα του ονειροπολου. Του χαμενου, που μολις εζησε μια εμπειρια ομως μονο στο κεφαλι του και θελει πολυ να τη ζησει και πιο ουσιαστικα.  Το σκοταδι πεφτει και σηκωνονται αμυνες που ομως ειναι τοσο ευθραυστες αν ξερεις να βρισκεις τροπους να τις ριχνεις. Το 'χε μαθει καλα αυτο. Μια διαρκης αυτοτελειωση συνοδευομενη απο αυτομομφη. Παραιτηθηκε. Μουσικη. Αν δεν αντεχε κι αυτην, θα επεφτε για υπνο. Εκει που προστατευμενη θα απωθουσε ολα τα ονειρα της και θα ξυπνουσε  εχοντας για μια ακομα φορα την απορια:" Τι εγινε χθες;"...