9.1.15

Διηγημα part 3

Τυλιγμενη με μια κουβερτα, παρατηρουσε το ακαταστατο σαλονι της. Μικρο, κρυο μα πανεμορφο. Προδιδε μια ζωντανια το συνολο των αψυχων αντικειμενων του χωρου. Προδιδαν πως η χρηση τους υμνει ζωη. Ηταν εντονα τα σημαδια της τεχνης σε αυτο το δωματιο. Απο τα διασπαρτα βιβλια, τις κολλες χαρτι και τις μπογιες, τα καρτ-ποσταλ και οι φωτογραφιες, το αρμονιο στην γωνια, οι κουπες και οι πεταμενες τσαντες. 
Εριξε ενα ενοχο χαμογελο και απεμεινε να σκεφτεται τι ηθελε να κανει. Ποτε δεν πιεζε τον εαυτο της, αλλωστε ολα της αρεσαν και ολα τα βαριοταν. Καθε τι ειχε την ωρα του. 
Το μονο που την ενδιεφερε συνεχως ηταν να εχει μεσα της μια ηρεμη χαρα. Δεν ηθελε να αφηνεται σε σκεψεις που την βυθιζαν στην μιζερια. Οχι για να τις αποφυγει. Ισα-ισα, δως της δυσκολια, να την παλεψει με ολο της το “ειναι”. Απλα, ειχε καταλαβει πως δεν αξιζε πια να σκαει για μικροπραγματα. Και τα παντα στην ζωη ειναι μικροπραγματα. Τελειο;
Ακουγοντας το πρωι τον καθηγητη να λεει για την μεσεντερια ειχε γελασει αλλη μια φορα με το πως μπορουσε να χρησιμοποιησει ιατρικους ορους για τις πιο κωμικες βρισιες. 
ΠΑΥΣΗ. Ενα πραγματα φοβοταν μονο….. μην κανει ο,τι ειχε διαβασει στο “υπογειο”. Να σκεφτεται μα να μενει αδρανης. Ο,τι χειροτερο για αυην. Οχι, αντιστεκοταν σε αυτη την κατασταση. Μερες που περνουσαν διχως εργο, της φαινονταν χαμενες. Ηταν η δικη της υπαρξιακη αποφορτιση. ‘Η κσλυτερα, ηταν ο δικος της τροπος να αποβαλει την φρικη της και να υμνησει την ζωη.
Και ο,τι κι’αν εκανε, θα χε συνεχως κι’αλλα να δημιουργησει. Ατερμονη διαδικασια η δημιουργια. Πηγαια, θεραπευτικη,δυσνοητη για οποιον δεν αφεθηκε στην μαγεια της καλλιτεχνικης εκφρασης.
Σε οσους ηξερε πως δεν θα καταλαβουν, δεν εδινε την παραμικρη σημασια. Δεν την απασχολουσε πια, η γνωμη των αλλων. Δεν ειχε πια την αναγκη να αποδειξει σε κανεναν το τί ηταν….
Ειχε ξεφυγει απο το σταδιο του ψαχνω τα θετικα σε μια κατασταση οσο χαλια κι αν ειναι. Ειχε περασει και το σταδιο του “θα εχω να λεω μια ιστορια, σε ενα χρονο θα το σκεφτομαι και θα γελαω” και ηταν πια στο σταδιο, “‘Ελα ζωη, σε προκαλω. Ελα να με βασανισεις και γω θα γελαω γιατι πια δεν με αγγιζεις”.
Ειχε μαθει πια, καθε δυσκολια να την πενθει και να την ξεπερνα. Ο κυκλος ζωης-θανατου ηταν πλεον κατι που δεν εμοιαζε ψευτικο ή ουτοπικο. Ηταν απλα ο μονοδρομος.
Τις επτα ψυχες των γατιων, τις ειχε ξεπερασει καιρο τωρα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου