18.4.17

η μυστική παπαρούνα

Εκείνο το πρωί είχα ξυπνήσει με εκείνο το περίεργο συναίσθημα που δεν ξέρεις τί είναι πιο αληθινό απ’ όσα σε κάνουν να ιδρώνεις στον ύπνο σου, γιατί καμιά φορά αμφισβηττώ αυτόν τον κόσμο των ονείρων αλλά τελικά μου δίνει τόσες αναμνήσεις που δεν ξέρω αν μπορώ να ισχυριστώ πως είναι πλαστός και να τον αγνοήσω. Και ναι, δεν είναι ο εγκέφαλος το μέσο κατανόησης και σύλληψης της πραγματικότητας, αλλά κάπως αυτές οι θολές ακατανόητες εικόνες των ονείρων μου θυμίζουν εκείνα τα βιώματα που ακόμα κλαίω για να τα διώξω και ακόμα γράφω για να μην ξεχάσω. Ήταν λοιπόν ένα απο εκείνα τα πρωινά που ξύπνησα και δεν έγραψα στο γ ενικό για τον εαυτό μου. Ήταν ένα απο εκείνα τα πρωινά που δεν είχα όρεξη για λέξεις ενώ τα δάχτυλά μου με παρακαλούσαν να τα χορέψω πάνω στο πληκτρολόγιο. Τους έκανα τη χάρη αφού με τάισα λίγα νέα ακούσματα, φόρεσα παντελόνι γιατί κρύωνα παρότι κόντευε Μάιος αλλά μετά απο τόσο πυρετό δεν έβγαζα το μπουφάν ούτε κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Έψαχνα τί ακριβώς έχει αλλάξει ή τί έχει μείνει τόσο ίδιο και έβρισκα κάτι πρόσωπα φορτισμένα με μνήμες και συναισθήματα που δεν ήξερα ακριβώς να διαχειριστώ αλλά τουλάχιστον μπορούσα να ονοματήσω. Βρήκα κάτι πληροφορίες για ένα ναρκωτικό πολύ γνωστό που είχα σκοπό να πάρω στο επόμενο πάρτυ, αγνοώντας πως δεν πάω σε πάρτυ και πως δεν έχω λεφτά. Όλες οι δράσεις ήταν επιθυμητές ενώ οι παρενέργειες ήταν ήδη η ζωή μου. Μελαγχολία, αϋπνίες, άγχη, διαταραχές στην όρεξη και μυικές κράμπες. Γέλασα με την καθημερινότητά μου που έμοιαζε όλη μια παρενέργεια κακών ναρκωτικών και λάθος δόσης και ξαφνικά αυτό άρχισε να γίνεται πιο πραγματικό απ’ όσο το ‘χα φανταστεί. Μια υπερβολική δόση, ένας λάθος υπολογισμός στον καταμερισμό του πόνου και των επώδυνων βιωμάτων, λάθος καταμερισμός αισθητήρων και γονιδίων ευαισθησίας. Και έτσι κάπως, άρχισα να προσπαθώ να βρω εκείνα τα ναρκωτικά που αν τα έπαιρνα θα βίωνα τη δράση και όχιι την παρενέργεια. Άρχισα να ψάχνω τη δόση. Την έψαξα σε όμορφα αγόρια, σε γλυκά κορίτσια, σε φιλικές αγκαλιές, σε άγνωστες παρέες, σε ουσίες, σε φωνές βραχνές, σε καθρέφτες, σε παρτιτούρες και σε χρώματα. Την έψαξα σε ταξίδια, σε μαύρα μακριά μαλλιά, σε καπέλα, σε σιδεράκια, σε βιβλία και σε ποιήματα. Δεν βρήκα τίποτα. 
Τίποτα απολύτως που να με κάνει λίγο καλύτερα.
Είπα να παραιτηθώ. Να παραιτηθώ όμως και να σέρνομαι δεν αντεχόταν άλλο. Έψαξα τότε το σχοινί. Ένα γερό σχοινί και όταν το αγόρασα άρχισε να μοιάζει κάπως με κάτι απωθημένες μνήμες μητρικών αναπαραστάσεων. Κάτι ομφάλιο μου θύμισε, κάτι σιχαμένο. Και τότε αποφάσισα πως δεν θα πεθάνω εγώ για χάρη κανενός, δεν θα πεθάνω εγώ για να τους διώξω. Και όσο το χάζευα έτοιμο να με λυτρώσει, σκεφτόμουν όλη την γλυκιά αυτοκαταστροφή που δεν γεύτηκα ακόμα. Όλο τον πόνο που είχα ακόμα να δοκιμάσω πριν πραγματικά αποσυρθώ.  Και έβαλα να πιω για χάρη του σχοινιού. Και όσο το κοίταζα άρχισε να μοιάζει με όλες εκείνες τις αλυσίδες τις γονιδιακές που κάποιοι μας μάθαιναν και μετά έμοιαζε με κάτι που δεν μπορούσα να εξηγήσω με λόγια αλλά θύμιζε θάλασσα. 
Και άρχισα να το κάνω κόμπους, όπως μου είχε μάθει ο πατέρας μου, μια απο εκείνες τις φορές με τις άπειρες χαζές πληροφορίες που γέμισε το κεφάλι μου και με έκανε να μοιάζω φωτεινός παντογνώστης ενώ ξερνούσα γνώση απο απελπισία μπας και κάποιος με προσέξει και μου δώσει λίγη σημασία που υποφέρω και δεν ζω.
Και έκανα κόμπους, κόμπους ξανά και ξανά. Και τώρα το σχοινί έμοιαζε με την φαντασίωση μου για τον χρόνο. Απλά έχει κόμπους γυρνάς πίσω και θυμάσαι μόνο κόμπους. 
Και κάπως έτσι τέλος πάντων, κατάλαβα πως έχω ακόμα κάτι ακόμα να κάνω.
Ακόμα. 
Πόσες φορές θα αναβάλω το τέλος;
Όσο χρειαστεί. Όσο αντέχει κανείς να χτίζει και να δημιουργεί πάνω απ' την άβυσσο.
Μέχρί να πειστώ πως αυτός ο κόσμος είναι τόσο απύθμενα στρεβλός που δεν φταίω εγώ αλλά η εξέλιξη. 
Και έτσι κλεισμένη στο δωμάτιο μου, αποφάσισα πως μάλλον ήρθε ώρα να φτιάξω ένα παρόν. Όσο αντέξω. Να ψάξω να βρω όμορφο παρόν να το καταβροχθήσω για να χέσω κάποτε το παρελθόν μου. Και περιμένω, περιμένω το αίμα σου να γίνω απο όπιο το σύμβολο της δημιουργίας. Βλέπεις, ο έρωτας είναι υπερεκτιμημένος αλλά μοιάζει με τον Θεό. Δεν μπορείς ακριβώς να κακιώσεις σε όσους τους πιστεύουν γιατί νιώθουν τόσο καλά μέσα σε αυτό, στα άλλοθη και τους πόνους για ένα μεγάλο τίμημα.
Μη μου θυμώσεις που δεν τα πιστεύω πια. Είναι ο δικός μου τρόπος να μην αποπλανούμαι. Δεν μου αρέσει η παραίτηση, το ξέρεις απο το χαμόγελό μου όταν δραπετεύω απ' τα γκρί σύννεφα.Δεν το αντέχω συνειδησιακά. Επιλογές για την γλυκιά αυτοκαταστροφή είναι όλες οι ιδέες που ασπαζόμαστε και ονειρευόμαστε. Εμπνεύσεις να χαράζουμε τα ακροδάχτυλα και κίνητρο να κυνηγάω τις ιστορίες για να έχω να σου λέω. Να σου κάνω μασαζ στο μυαλό με τις εξιστορήσεις μου όλα τα βράδια που σε έχω αγκαλιά και σου λέω ψέματα πως θα τα καταφέρουμε.