26.12.15

Φρόυντ χωσε μια στην μανα μου

Δεν πιστευω στον χρονο. 
Γενικα δεν πιστευω στην υπαρξη του,
θεωρω πως ειναι ενα κατασκευασμα του ανθρωπινου ειδους, αλλη μια παγιδα- κατασκευασμα, σαν την λογικη.

Με αυτο το δεδομενο, η ζωη τρεχει και αξιολογειται βασει των γεγονοτων-σταθμων,
που μπορει να κρατησαν απο δευτερολεπτα ως και μηνες, αλλα στο χαοτικο μαυρο της πραγματικοτητας που βιωνουμε ως ζωη, στεκονται σαν λαμπρα αστερια παρατεταγμενα στην σειρα.
Ε, ειμαι τοσο μακρια απο καθε ειδους τετοιο φως που εχω αρχισει να φοβαμαι.

Δεν μπορω αλλο αυτην την ευθεια θα πεσω. 
Περπαταω σε ενα διαδρομο, δεν κουνιεμαι ουτε μετρο αλλα οι μερες κυλανε και εγω δεν ιδρωνω καν απλα κουναω τα ποδια μου μηχανικα και φροντιζω να μην φυγει το εδαφος κατω απο τα ποδια μου, να μην χασω την επαφη και κοιταω τον κοσμο εξω απο το τζαμι του γυμναστηριου.
Ολα αυτα εστω οτι πηγαινα γυμναστηριο.

Τιποτα ενδιαφερον να σκεφτω πριν πεσω για υπνο,
τιποτα ενδιαφερον να γραψω, οποτε παλινδρομω στον ρολο του καλου παιδιου, μπας και καταξιωθω μεσα απο τα γνωστα μου επιτευγματα. Το διαβασμα και το γραψιμο, δωστου φουγγα δωστου  Lizst, παθολογικη ανατομικη και αναποδες κωλοτουμπες στο σαλονι με γεματο στομαχι για να μην χασουμε την φορμα μας. 


Ο πατερας μου να φοβαται μην γινω ακοολικη και απο τον φοβο του θα γινω και η μανα μου φοβαται να ξεστομισει τον θαυμασμοτης για την πραγματικοτητα  των παιδιων της γιατι δεν ξερει πως να την διαχειριστει.
Ισχυριζεται πως φταιει που οι αλλοι ανθρωποι μας θαυμαζουν τοσο, οποτε αυτη δεν εχει κατι να προσθεσει.
Λες και οι αλλοι ανθρωποι και η μανα σου εχουν την ιδια βαρυτητα σε σενα.
Ξυπνα Freud και χωσ’ της μια.



Ισως εχετε παρατηρησει πως δεν γραφω πια πεζα, γιατι ακριβως δεν σας λεω τι κανω. 
Αφου δεν ξερω τι κανω.
Οι μερες φευγουν, γλυκα και ανωδυνα, οπως ακριβως ερχεται η φθορα τα γηρατια και ο θανατος.
Νιωθω να γινομαι ο,τι σιχαινομαι χωρις να καταπατησω ουτε μιση ιδεολογικη μου αξια.
Εκπληκτικο.
Εξαιρετο.

"Άσε την σκεψη -λενε- και πιασε την ζωη". 
Και γω σας λεω, αν δεν την ζησω οπως θελω, βαριεμαι να την ζω οπως νομιζετε εσεις πως θα ‘ταν καλυτερα.

Καλυτερα θα ηταν, να με νιωθατε.
Βασικα σας αγαπαω και δεν θελω να το νιωσετε.

.

25.12.15

ψήνεσαι για το αύριο;

ρε γαμώτο
όταν γκριζάρει ο ουρανός
δεν φεύγω βιαστικά απο το σπίτι
για να με πιασει στο δρομο
η μπόρα
και να σου πω
"ηρθα!
να σε υγράνω,
και να στεγνωσουμε μαζι"

όταν κάνει πολύ κρύο
κρυώνουν και τα δυο μου χέρια
οπότε τα ρουφάνε τα μανίκια μου
γιατι κανείς δεν ειναι 'κει
να ψαξει τα ακροδαχτυλα μου
τα χρωματιστά
-οπως ακριβως
ρουφαει ο λαιμος μου
την γλωσσα μου
μην τυχει και ακουμπησει κανεναν-


οταν ξυπναω στον υπνο μου
ειμαι μόνη μου
και ξερω πως το πρωί
θα μαι μονη μου
και αυριο 
παλι μονη μου
αλλα, πότε δεν ημουν μονη μου;


αυτο πιο πολυ μισω
που δεν ζω το σημερα
που δεν εχω την ελπιδα να συναντησω
ουτε το δικαιωμα να σκεφτομαι
κανέναν

οπότε ελπιζω σε εναν περίεργο
που με ψηνει
και θελω να ερωτευτω χωρις να τον ξερω,
-μα τουλαχιστον ξερω
πως πριν του δειξω τα δοντια μου
μεσα απο καλοσχηματισμενο χαμογελο
και πριν ανοιξω το μεσα μου
με αγκαλιά
θα ρωτησω:
" εισαι εγκεφαλικα αναπηρος;" 




3.12.15

J'émerveille

πρώτα έρχεται η συνειδητοποίηση
αν αφήσεις να σε τυλίξει
η σιωπή
του κενού και της απώλειας.
..μετά επέρχεται η θλίψη
και βαραίνει 
επισκιάζει
συνθλίπτει
εξουδετερώνοντας καθε αχτίδα ελπίδος

μετά, έρχεται η συμφιλίωση
η μετουσίωση
της μοναξιάς σε μοναχικότητα
η δημιουργία εκ του μηδενός
μέσα στον χρόνο
-το αφεντικό  που κανείς δεν τολμά να αναιρέσει

και σιγά-σιγά 
γίνεται εύπεπτη η μοναξιά
όσο σκληρή και άδικη..
σε κάνει ν' αγαπήσεις τα κομμάτια σου
που βλέπεις να γίνονται κομμάτια
λόγου 
μουσικής 
ζωγραφικής 
χορού

πάνω στα θραύσματα συχνά χορεύεις
ματώνοντας τις παλάμες 
τα πέλματα, την πλάτη
σιγά-σιγά όλο το σώμα
όσο οι φιγούρες γίνονται πιο περίτεχνες
και με το βαθύ κόκκινο
ζωγραφίζεις τον τοίχο
τον υπογράφεις 
τον σημαδεύεις 
τον στοιχειώνεις
ώσπου μένεις ασάλευτος

μαζεμένος στο δεξί σου πλάι
παραδομένος στον ρυθμικό παλμό
-το ενα χέρι στην μηριαία
το άλλο στην καρωτίδα,
πάνω στο σκληρό ξυλίνο πάτωμα
εύχεσαι να υπήρχαν χέρια
να σε τυλίξουν
μετά την δίνη του χορού
η οδύνη του ρεαλισμού

και κεί πλέον
μιλάμε για άλλη μοναξιά
για άλλα κενά
γιια άλλα βώματα


τ'αναζητάς
τ'αποζητάς
κι' όλο χορεύεις
πληγώνεσαι ματώνεις
μα επουλώνεσαι

και πας 
μέχρι τον επόμενο χορο
που θα αρχίσει με σόλο
δύο σωμώτων
μα θα κλείσει με ντουέτο
σ'έα σώμα










24.11.15

ποίηση και λοιπές αυταπάτες

"η ποιηση 
ειναι στους δρομους"
ετσι λενε..
ναι, καλα.
η ποιηση
ειναι απλα
ενας ωραιος τροπος να πεις,
πόσο σκατα ειναι ολα
και οταν ειναι λίγο όμορφα
ενας τροπος,
να τα κάνεις πάλι σκατα.

αυτο ειναι η ποιηση.

H ποιηση,
δεν ειναι πουθενά-
ούτε στους δρομους,
ούτε στα σαλονια.
Ειναι σε μυαλά φθαρμένα
σε καρδιές γρατζουνισμένες
σε σώματα σπαρταριστά
και υγρά-
απο κλάμα και καύλα.
Σε σωματα
κρύα απο πόνο
και ζεστά απο ίισος
και αίμα φρέσκο.
Η ποιηση
ειναι ενα ψέμα,
σαν το Θεό
την πατρίδα
και τον έρωτα.


16.11.15

Burning Trick Lab (Tree club)

ασσο-δυο
ισως και τριο
παμε γιατρείο
-γιατρέ θα περασει;

θελω να βγω
απο το εργαστηριο,
βαρεθηκα
να περιμένω τον λατίνο
καθε δευτερα στις εννιά
με συνθημα "αλφα καπα
εκδρομες ναρκωτικα"
να φερει mini-ντόπα*
σε κυστίδια χαρά
ενώ δαγκωνει απαλά
την πληγη
να δει αν τσουζει.
Καποτε ματωνε
τωρα μονο μελανιες
-αιματωματα εσωτερικα-
δεν σταζει πια
απολυτως τιποτα..
βρεξτε με λιγο,
εχω σουρωσει
βρεξτε λιγο,
δεν γλιστρανε
οι μερες...



10.11.15

Εδώ μιλάνε για λατρεία


μωβ
νυχια και τσιγαρα
ιδια 
χρωση και χρηση
χρηση αγχολυτικη


αγχολυτικα και υπνωτικα
ισον 
βενζοδιαζεπινες.
λιγοτερο τοξικες
με παρενεργεια: αταξια
το αλλοθι των αναρχικων


βαρεθηκα να βρισκω αλλοθι
για τους ανθρωπους μου
τους δικους μου
τους μου 
ειτε εν τελει
κανουν μου,
μπε, γαβ,
γνιαρ ή νιαου.

τα vocalisations  αυτα,
ειναι απο πονο.


και ο πονος 
δεν κανει διακρισεις,
οσοι ειναι να μεινουν
ας μεινουν
οσοι ειναι να φυγουν
η πορτα 
κλειδωνει απεξω
εφοσον οι εντος
δεν φοβουνται τους κακους.

η ματριξ των ανθρωπων μου
δεν εχει εχθρους.





2.11.15

Ποιηση και άλλα όπλα

Ανθρωποι που πλησιασαν τοσο
που σκαλισαν τοσο
που φυσηξαν για να δροσισουν
ν' ανανεωσουν
ν'ανακουφισουν
μα αναζωπυρωσαν
και  εν τελει ελιωσαν
απο τις πυρηνες φλογες
που μονοι τους δημιουργησαν.
Αν δεν αντεχεις την φωτια
μην παιζεις τοσο με αυτην 
αν δεν μπορεις να προβλεψεις
την πορεια της
μην ξεσπας 
σαν ανεμος,
λυσσαλεος, αστατος
ακανονιστος.

Κι’ετσι 
η δικη μου φωτια,
εμεινε εκει
μεχρι να γινουν σταχτες
ολα. 
Συναισθηματα,
μνημες,
ενθυμια.
Όταν για όλα
οσα με κατηγορησαν,
πλεον αποτελουσαν
δικες τους ετεροχρονισμενες
επιλογες
και συνηθειες.

Τραβα ρε φιλαρακι,
παρατα μας.
Όταν πλεον
δεν εχω κατι 
να συγχωρεσω
αφου δεν χωραει πια
δευτερος εαυτος.
Δεν χωραει, αλλος εαυτος
στο σωμα μου.


Ο ανυπαρκτος,
ο εξαφανισμενος.
Καποτε ζουσαμε μαζι,
πλεον σε ξεριζωσα.

Μ’απωθεις,
με αηδιαζεις.
Γιατί με εκρινες,
με διεψευσες
απο φοβο
και με πληγωσες.
Και τωρα τι;

Δεν θα το αντεξεις,
που τοσο απλα,
θα προσπερασω με χαμογελο.
Μα μην ζητησεις τιποτα,
μην προσπαθησεις,
μην διανοηθεις,
μην τολμησεις
να με νιωσεις.


Πανε αυτες οι εποχες.
Είσαι πια,
αυτο που επελεξα
να αφησω πισω.
Αυτο που αγαπησα,
αυτο που επιτεθηκε,
με τον χειροτερο τροπο,
την σιωπη.
Αυτον που δεν τολμησε
ποτε του να πει
ενα πως κι’ενα γιατι.

Πληγωνε και εμενε εκει.
Με αδειο κεφαλι
αδειο απο σκεψεις
υποδουλος μιας παρορμησης
του ενστικτου του θανατου
που σε σενα 
υπερτερει.



Ουτε αντιο,
ουτε εις το επανειδειν.

Θα μεινουμε εδω. 


        






https://www.youtube.com/watch?feature=player_detailpage&v=CP0Us6JkV-Q

απο θυσιες φιλιες υποκρισιες
αγαπες αμφιβολιες
με πιανουν ημικρανιες


26.10.15

Αγγιζω εστω και ξυστα τα ονειρα μου.. (μητρα και θαλασσα)

γεννηθηκες για να χεις ονειρα
και τα ονειρα οπως ξερεις δεν εχουν ηλικια

Α
Τον ειδα πανω στο ποδηλατο να λεει στιχους του, με αυτο το κλασσικο χαμενο υφος και μου πε να βρεθουμε στο μπαρακι πιο κατω. Εφυγε αμεσως οπως και γω, μα μεσα στο κεφαλι μου τον εβλεπα αναμεσα απο τα μεγαλα πευκα, να παιζει με τις λεξεις οσο θα μας περιμενε.
Μαζεψα τους αλλους και πηραμε και μεις τον ιδιο δρομο, τον αλλοτε σκιερό και δροσερο, αλλοτε ηλιολουστο, μα παντα γεματο χωματα και πετραδακια δρομο προς το γνωστο σημειο.

Θα συζητουσαμε για την νεα μας δημιουργια. Όταν εξασφαλισα, πως ολοι ηξεραν τον δρομο, τους αφησα και μαζι μ’αλλον ενα πηγαμε παραλιακα. Πιο πολυς κοσμος, πιο πολυς ηλιος, πιο μεγαλη διαδρομη και γεματη βαβουρα μα ηθελα τοσο πολυ να περπατησω στην ακρη της θαλασσας εκει που ειτε αμμος ειτε πετραδακια, ειναι τοσο λεια απο τον επαναλαμβανομενο παφλασμο των κυματων, που δεν με απασχολουσαν τα αλλα. 

Παρατησα τον αλλο και αρχισα να τρεχω με το κινητο στο χερι. Δεν με ενδιεφερε τιποτα, οι ανθρωποι γυρω μου απλα αποτελουσαν το φοντο, το απαραιτητο εξωτερικο περιβαλλον, μα καμια αλληλεπιδραση δεν ειχα μαζι τους. 

Επιταχυνα, ετρεχα, τα μαλλια μου ανεμιζαν, τα βηματα μου γινονταν ολο και πιο απαλα, πιο στιγμιαια αλλα δυνατα και εφευγα ολο και μακρυτερα και μεσα μου πλημμυριζα ευτυχια, εκλεινα τα ματια μου και ενιωθα το σωμα μου να αλληλεπιδρα με τον ηλιο, τον ανεμο και το νερο.
Τιποτα αλλο δεν ειχε πια σημασια.

Που και που ακουγα καμια φωνη, να προσεχω το κινητο μου.
Μα οσο πλησιαζα το τελος της ακρογυαλιας που θα εβρισκα τους αλλους, τοσο ετρεχα και ηξερα πως ο πιο εμφατικος τροπος να ολοκληρωθει αυτο το συναισθημα θα ταν μια βουτια πολυ πολυ βαθια μες το νερο.

Οι φωνες ηταν ολο και δυνατοτερες, το κινητο μου ηξερα καλα πως θα δουλευει και αφου βραχει, δεν με ενοιαζει οσο και να φωναζαν. Θα δουλευε, με καθησυχαζα, ωσπου βουτηξα.

Και κει καπου, μες το νερο, τους βρηκα τους αλλους μαζεμενους, ετοιμους να συζητησουμε μα με ενα υφος λιγο ξενο σε σχεση με το δικο μου.
Εγω ειχα βουλιαξει στην απεραντη ευτυχια.

Και λιγες στιγμες αργοτερα, συνειδητοποιησα πως αρχιζα να αιμορραγω, πως θα γεμισει το μπλε το κοκκινο αιμα μου, το χαμογελο μου παγωσε,ολα εδειχναν την επερχομενη σπλατερια που δεν ηξερα πως να διαχειριστω, υστερα... ολα θολωσαν και….

το μουδιασμενο χερι πανω στο μωβ υφασμα.

λιγες στιγμες οξυγονωσης του εγκεφαλου αργοτερα...
τι φαση;


Καπου κολλαγε και η Ευα.


Β
Ημουν μεσα στο καυτο νερο της μπανιερας μου, ηλπιζα να μην επρεπε να βγω στην καταρρακτωδη βροχη ή εστω να περασει ο Νωε να με παρει, προσπαθωντας να αποδεχτω τα διαφορα “adios” που εχω να πω.
Δεν εβαλα μουσικη, προτιμησα να χαθω εντελως σε σκεψεις, εχοντας για μοναδικο δεικτη χρονου το νερο  που σιγα-σιγα θα κρυωνε μετα το πρωτο εικοσαλεπτο αδιακοπης μυικης χαλασης στο ντους.
Καπως ετσι, αρχισα να κλαιω.
Σε σκεψεις για χειμωνες και αντίο.

Και με επιασε αυτο το παραπονο, που εγω ετοιμαζομαι, με φτιαχνω, με σμιλευω και με διαμορφωνω, με καλλιεργω και ολο αναζητω νεους τροπους, να βγω απο την σπηλια και να δω το φως.
Όλο και σκαρφαλωνω στον υγρο κρυο πετρινο τοιχο του πηγαδιου προσπαθωντας να μεγαλωσω τον κυκλο φωτος που διακρινω  εκει πανω.

Και όλο προσπαθω και ολο τα καταφερνω να με βελτιωσω . Μα και που τα καταφερνω, τι καταφερα;
Αν δεν εχω καπου να με προσφερω;
Ακροβατουσα παλι σε αυτο το σχοινι της ματαιοτητας και ολο εκλαιγα οσο δεν ειχα κατι να μου απαντησω.
Όσο με σκεφτομουν να γινομαι χιλια κομματια για να ξαναενωθω σε κολαζ καθε φορα και πιο ομορφο, οσο με σκεφτομουν, να αναζητω και να παρατηρω διαρκως νεα κομματια, να φαντασιωνομαι νεους συνδιασμους και εν τελει ολο αυτο να αχρηστευεται.
Αυτο ειναι αδικο.


Βγηκα στην βροχη και οι ανθρωποι με τρομαξαν. Μα εγω εκανα μουσικη και ισπανικα. 
Και το βραδυ, αραζαμε.
Καταπιεστηκα για να μην με δουν ξανα να κλαιω και κοιμηθηκα.
...



Γ
-Τι ειναι η Ευα;
-Η φιλη μου.
-Εκτος;
-Α, η... με τον Αδαμ.
-Η πρωτη γυναικα. Που λενε πως αμαρτησε, ξεκινησαν τοτε τα ανθρωπινα βασανα. Όπως και η περιοδος της γυναικας... 
Γιατι μια γυναικα δεν παει τοτε στην εκκλησια με περιοδο;
-Δεν ξερω δεν ασχοληθηκα ποτέ ουτε το τηρησα, δεν ασχοληθηκα να ακουσω καμια ειδικη αναλυση σε θεμα τοσο χαζο κατ εμε.
Μαλλον επειδη το αιμα θεωρειται ακαθαρτο.
-Τι ειναι αυτο το αιμα;
-Το ωαριο που δεν γονιμοποιηθηκε και το αιμα απο τα αγγεια που προοριζοταν για να θρεψει το γονιμοποιημενο ωαριο στην πιθανη κυηση μαζι με το επιθηλιο της μητρας.
-Τι δειχνει αυτη η σιηψη;

Σιωπη
συνεχιζει:

Ειναι αυτο που αχρηστευτηκε. 
Παυση.
Ετσι... κανουμε συζητησεις ακαδημααϊκου περιεχομενου.
-Σαφως…..

Η τελευταια λεξη συνοδευοταν απο αυτο το γλυκο γεματο πονο συνειδητοποιησης και ειρωνιας χαμογελο.

Δ
Τα δινεις ολα.
Για την πιθανη καρποφορια,μα…
ισως αποτυχει. 
Θα αχρηστευτει και θα φυγει.
Και θα ερθει παλι η παραγωγικη φαση….

και ο κυκλος θα συνεχιζεται.



"διοτι ο πονος ειναι συνεπεια της αγαπης"

η μητρα στην παραγωγικη φαση και κατα την  ωορρηξια







μια θαλασσα που απο μπλε βαφτηκε κοκκινη


16.10.15

Αρωμα ανθισμενης κερασιας


Εξατμιστηκε
το νοημα,
μετα απο τοσο κλαμα.

Ο ερωτας
αργοπεθαινει
σ’ενα σωρο
απο ποιηματα
νοτες και
χαμενες ωρες υπνου
ενω η λογικη
πανηγυριζει
την επιβολη της.


Ματαιοτητα
και ρεαλισμος,
αγκαζε προχωρουν
προς την επομενη μερα
σερνοντας
μια ανθοδεσμη
γεματη λουλουδια
ανοιξιατικα
που σε καθε βημα
μοιραζουν πολυχρωμα πεταλα
ετσι οπως τριβονται
στην λερωμενη ασφαλτο
απο τα βηματα του ζευγους,
σα να προσπαθουν
-ακομα, για το ελαχιστο.
Για να στιγματισουν,
με τον διαμελισμο τους
την πορεια.



Μεχρι να μεινουν μονο
τα ασχημα κοτσανια,
με τα αγκαθια, 
τα αχρηστα,
που μπορεις να πεταξεις
χωρις ενοχες.



Ανεμος.
Τα πεταλα σκορπιστηκαν,
τα ποιηματα καηκαν
τα κοτσανια σαπισαν.
Αποσυνθεση.
Μεταβολισμος.


Μεχρι να χαραξει
η νεα ανοιξη.
Μεχρι να μυρισει
η ανθισμενη κερασιά
και να φαμε φραουλες.





10.10.15

Εξασκηση στην αυτοκαταστροφη

Άι στο διαολο
ή στην κολαση μαζι του.
Σκοτωσε τον
ή πεθανε γι’αυτον
Γαμα τον 
ή αγαπα τον.
Αν υπηρχε το “ή"
δεν θα υπηρχε ψυχαναλυη.
Μα επιμενω να ψαχνω
απαντηση,
τρελαινομαι,
φθειρομαι,
εξασκουμαι.

Σιγουρα,
ειναι δυσκολο
οταν μπλεκονται
δακρυα 
στην υποθεση.
Θυμαμαι τις φορες
που ‘κλαψα
το 'κρυψα
και τις φορες
που 'κλαψες
με τάισα αναισθητικο.
Δεν μου ειναι ευκολο,
να ριχνω το κερμα
οταν κι' οι δυο οψεις,
γραφουν 
αυτοκαταστροφη.
Μακρια σου
και διπλα σου.
Ρωτας επιμονα
αν ειμαι καλα
λες και αντεχεις
να μαθεις.
Εξασκεισαι.

Φανταζομαι
την φρικη
οταν κοιτας
στα ματια
εναν ανθρωπο
που βρισκει ομορφο
το καθε σου λαθος.
Σε παιρνει αγκαλια
και σου λεει
"τα σκατωσες,
μα σ’αγαπω το ιδιο,
ισως και λιγο πιο πολυ,
οσο περνουν οι μερες".
Αδρανοποιώντας
την αυτοκαταστροφη
απενοχοποιώντας
το λαθος,
αποδοχη
άνεϋ ορων.

Αλλα εσυ,
απορριψη,
απωθηση,
αρνηση.
Κι’εγω,
ενα κενο.
Παραγεμισμενο,
ασφυκτικο,
αποπνικτικο,
μα ποστατευτικο
κενο.
Τειχος,
να μην ακουω 
τα ουρλιαχτα,
να μην  βλεπω.
Μπας και
σταματησω
να νιωθω.



Ειμαστε 
μια αποτυχια ρε.
Ανικανοι 
να το τελειωσουμε.
Εξασκουμαστε
στην αυτοκαταστροφη.





5.10.15

Διηγημα part 7

ozymandias.
Ο εκπτωτος, ο εκθρονισμενος.
Αυτη η περιγραφη ταιριαζε καλυτερα στον εαυτο της.

Το μονο σιγουρο ηταν, πως τα πραγματα παρα ήταν πολυπλοκα. Ενω γενικα, οφειλουν να ειναι λιγο πιο απλα.
Μα πολυ προσφατα, ειχε καταληξει “ναι, αυτη η ζωη, αξιζει τον κοπο να την ζεις”
Και το πιστευε. Γιατί οι ανθρωποι που το επιλεγουν, αυτο το απανθρωπο παιχνιδι, δυο προσοντα χρειαζονται οπως ελεγε και ο Καμύ.
Επιμονη και
Διορατικοτητα.

Αναντιρρητα, ηταν κατοχος και των δυο. Και το θεωρουσε ξεφτυλα απεναντι στον ιδιο της τον εαυτο, ασυνεπεια, δειλια και μικροτητα, το να μην ολοκληρωθει αυτο το ταξιδι.

Πολλα κειμενα κλεινουν χωρις επιλογο, μα δεν ηταν κατι τετοιο. Ηταν κατι πολυ βαθυτερο, ηταν θεμα υπαρξισμου.
Οντολογικο. 
Αν για ο,τι ειχε ποθησει ως τωρα περισσοτερο, αν για αυτο που ειχε ονειρευτει, για αυτο που ειχε ρισκαρει, κλαψει, βασανιστει, αν για αυτο το ονειρο, δεν εδινε την αληθεια της απλοχερα, δεν ηταν ειλικρινης απεναντι σε αυτο, τοτε της αξιζε να βυθιστει.

Μα, οχι. Εκει λιγο πριν το τελος, ηρθε η συνειδητοποιηση μαζι με την απαιτουμενη δυναμη. 
Δεν περιμενε κατι, αυτη η φραση ειχε ειπωθει τοσες φορες, μα ποτε κανενας δεν της εδωσε την σημασια που της εδινε η ιδια.

Διαβατη, δρομος δεν υπαρχει. Τον δρομο τον φτιαχνεις βαδιζοντας”
ηταν η ωρα να κανει την προταση της. Υπηρχε καποιος λογος για ολους αυτους τους μηνες, για ολα αυτα.

Ηταν κατι βαθυ, που ειχε οραματιστει, που οσο ενιωθε πως ζει μεσα και στους δυο, δεν μπορουσε να δεχθει την ηττα.
Ο πονος εφευγε σιγα-σιγα, αφηνοντας μια καθαρη ματιά, μια τολμη και μια καθηλωτικη ειλικρινια.

Το μυστικο ηταν, στο ισοζυγιο αδιαφοριας και συναισθηματος. 
Αδιαφορια, απεναντι στην ματιά των αλλων, στο επιβαλλομενο συναισθημα, στην κοινη λογικη, στην εναποθεση των ελπιδων.
Συναισθημα, απεναντι σε όσα αξιζαν επειδη αυτη τους εδινε νοημα. 

Φοβοταν παρόλ’αυτα. Δεν ηταν και ευκολο, να τρεξεις πανω σε ενα τειχος. Μα, αξιζε οχι μονο η πιθανοτητα, αλλα και η καθαρση. 
Αξιζε να μπουν σε λεξεις, να δημιουργηθουν οι προτασεις, για την ομορφια και τον πονο. 
Για να λαβουν επιτελους την υποσταση που τους επρεπε.
Για να ξερει, πως ηταν απολυτως  συνειδητοποιημενη η οποιαδηποτε επιλογη.
Και ακριβως, η προσφορα αυτης της επιλογης δηλαδη, η υποκλιση στην ελευθερια ηταν αυτη που φανερωνε και το βαθος του συναισθηματος για αυτον τον ανθρωπο.



Για αυτον τον ανθρωπο, με τα τοσα παθη, που ηξερε. Που δεν του χε φορεσει ιδιοτητες που ηθελε. Οχι, ειχε δει την pure μορφη του, με αρκετα ασχημο τροπο. Αλλα, δεν επαυε να εναι ο ανθρωπος που ειχε προσφερει την πιο ωραια αγκαλια.
Σαφως υπηρχαν κι’αλλες, σαφως υπηρχαν και καλυτεροι.
Μα δεν τα επιλεγουμε και πολυ αυτα τα πραγματα.
Και το μεγαλειο της αδικιας του συμπαντος, δεν μπορουσε να φανερωθει εως την στιγμη, που πραγματικα ειχε εκφραστει το παραλογο

Γιατι ο ποθος της κατακτησης να προσκρουει πανω σε τειχη που δε δινουν καμια σημασια στις επιθεσεις του;”


….αυτη η ερωτηση τριγυριζε στο μυαλο της, μα στην σκεψη της χαρας, το κορμι της συγκλονιζοταν. Λες και ολες οι λειτουργιες ειχαν επικεντρο το να δωσουν λαμψη στα ματια της.

Οπως ελεγε και ο Woody στο Toy Story, ισως ηταν πτήση ισως πτώση με στυλ.


27.9.15

Περι γραμμων

-Η κινηση
ξεκινα
απο τα δαχτυλα.
-Το παρατηρει 
κανείς αυτο;
-Συγκεκριμενα, οχι.
Αλλα ειναι αυτο,
που βοηθα εν τελει
στο να δοθει πορεια
κατευθυνση
και υφος,
στην κινηση.
Αλλωστε το θεμα,
στο χορο
να παρουσιασεις 
μια κυμαινομενη
γραμμη δεν ειναι;


Τεθλασμενη γραμμη
που προσαρμοζεται
στην δικη σου ευθεια.
Ημιευθεια καλυτερα.
Με σημειο Ο,
καπου,
στην δεκαετια του ’90.
Ή μηπως ημιτονοειδης;
Να σε κοβω ξανα
και ξανα,
ατελειωτα,
ανεξαρτητα
με την δικη σου πορεια.
Ανεξαρτητα απο
την διαφορα
φασης.
Σιγουρα,
δεν ηταν δυο ευθεις,
που απλα συναντηθηκαν
και τραβηξαν γι’αλλου.

Οι συναρτησεις τους,
ειχαν πολλα κοινα σημεια,
για να εχουν τοσο
διαφορετικες κλισεις.
Μια σταθερα βεβαια,
αλλαζει τα πραγματα παντα.
Ξαφνικα, 
οι ευθεις με κοινη κλιση,
αλλαζουν ακαριαια.
Μοναδικη λυση,
ο μηδενισμος της σταθερας.
Παραγωγιση '
Το τονιζω αυτο.


Ενα "+β" στο "αx" μου,
ειναι ικανο
για ολικη
μεταστροφη,
μετακλιση.
Μα, 
ειναι αδυνατον
να αντισταθω
στην μετακληση.
Καθε φορα,
που με τραβας
ξανα
στο σημειο τομης.
Ακροτατα
εχουν ηδη 
υπαρξει πολλα.
Και αλλα τοσα,
σημεια καμπης.
Τιποτα δεν αλλλαξε.
Ή μαλλον,
ολα αλλαζουν 
διαρκως.


Οταν παιζω,
η μουσικη
για μενα,
ειανι γραμμες.
Σαν ρευματα
που τρεχουν,
πρασινα σε μαυρο
φοντο,
ετσι φανταζομαι,
παντα τους ηχους,
τους χρωματισμους.
Σαν καρδιογραφημα.
Αλλα ουτε ετσι ακριβως.
Αλλοτε καμπυλες,
αρμονικες,
αλλοτε ακαθοριστες
αιχμες και
αποτομες εναλλαγες.
Αλλαζουν τα επιπεδα,
αλλαζει η ταχυτητα.
Χορος, μουσικη,


φυσικη.



Ειναι αυτη,
η λεπτη γραμμη,
που ψαχνω
να βρω.
Υπαρχει,
οσο θελουμε,
να υπαρχουμε.
Μεχρι,
να αποφασισουμε,
πως δεν θα
ξαναεμφανιστουμε
ποτε,
στο ιδιο πεδιο,
το μαγνητικο,
βαρυτικο,
χωροχρονικο.
Μα, ολα αυτα,
δεν υπαρχουν.
Αρα τι ψαχνουμε;
Εισαι το
πιο ομορφο χαος.

Και οταν,
η εισβολη μου εκει,
επανακινει
παραγωγη ρευματων,
οι ευθεις αποκτουν ξανα,
τις παλιες τους θεσεις.
Συνθεσεις.
Και ξαφνικα, 
μολις βρεθω στον ιδιο χωρο,
σε συγχωρω.
Μαλλον και συ.
Κατι ζητας,
κατι ζητω,
συζηταμε.

-Εχεις πολυ ωραιες
αποψεις,
πρωτοτυπες,
ενδιαφερουσες
που ομως,
δεν ταιριαζουν,
με την κοινη μας 
γραμμη.
-…..
Συγγνωμη,
που δεν ειμαι,
αυτο που θελατε.
Κι’ο μονος λογος,
καυλα που με στεναχωρησες,
ειναι γιατι στα ματια μου
δεν βρηκες
αυτο που ηθελες.*



Πλεον,
το γραμμικο
συναισθημα,
αποτυπωνει
καλυτερα,
την  γραμμικοτητα
της προγραμματισμενης
πραγματικοτητας.
Της πραγραμμικοτητας.


Μαλλον ειμαι μικρη
και οι γραμμες,
μου φαινονται
μονοτονες.
Αλλο η σταθεροτητα
στην υπαρξη,
αλλο η
μονοτονια,
στην πορεια.

Υπερβολες.
Σε αλλα τεταρτημορια,
αλλα προσημα.
Αλλο spin 
στο τροχιακο μας.
Ισως να ταν τυχαιο,
καποιου ειδους
κβαντικο τροχαιο.




*cortes - αφη ρημαδα

7.9.15

Διηγημα part 6

Καθοταν παλι, ηλπιζε να μπορουσε να γυρισει σε κεινες τις χειμωνιατικες μερες. 
Τοτε που περιμενε αυτες τις φθινοπρωινες μερες, που θα 'ταν αγκαλια...


΄Ηταν μονη της και δεν τολμουσε να προφερει καν το ονομα του, δεν τολμουσε καν, να σκεφτει την υπαρξη του. Γελουσε με την γαμημενη της ζωη και προσπαθουσε να γινει κυνικη, μα εβλεπε πως δεν ειχε νοημα.

Η μουσικη ειχε ξεκινησει και τα προσωπα πλησιαζαν, μα πλησιασαν και αντι να χορεψουν, βγηκε κατι αλλο.
Κατι αβολο, επωδυνο.
Κατι τοσο περιεργο, που έμεινε παρατημενο καπου, να αργοπεθαινει, γιατι δεν καταφεραν να το σκοτωσουν αλλα δεν ψηθηκαν να του δωσουν και ζωη.


Το μεγαλυτερο λαθος, ειναι το οτι τον ειχε ενταξει στο παιχνιδι της. Μεγαλο λαθος. 
Η προβλεψη οσο σωστη κι’αν ειναι, δεν συμπεριλαμβανει ολες τις συνιστωσες.
Και ετσι, εχασε.
Τον εχασε.
Τα εχασε ολα.
Και εκλαιγε, μια γοερη μελωδια, που εθρεφε τα αδυναμα φτερα της να γινουν ολοχρυσα και να πυρακτωθουν ξανα.
Στην φωτια της ζωης να παραδωθουν, στον ερωτα της δημιουργιας, σε αυτο που συνηθιζε να αγαπα.


Οσο οι μερες περνουσαν, τοσο απωθουσε τις πληγες, την ψυχωση, τον πονο.
Κρατουσε ολα εκεινα τα ονειρα, που δεν μπορουσε να πεταξει ακομα.
Δεν ειχε πια κουραγιο για αυτοκριτικη, αλλωστε, να βελτιωθει τωρα γιατι;
Ειχε χασει και ειχε αποσυρθει απο την ενεργο δραση.
Τα 'χε ρισκαρει ολα, μα δεν ειχε μετανιωσει τιποτα.

Μονο φοβοταν, πως δεν ψελισε ποτέ το πόσο ερωτευτηκε, το πόσο μαγευτηκε, το πως καταφερε να βγαλει φτερα.

Πως ενιωθε να λιωνει και πως να μην χωραει το σωμα της όλο το συναισθημα.

Ηταν ο,τι πιο ομορφο ειχε ποτέ τολμησει να διανοηθει. 
Τίποτα που ονειρευτηκε, δεν ειχε προσεγγισει στο ελαχιστο τα βιωματα της.
Ειχε συνειδητοποιησει γιατι αξιζει να ζεις και όχι να ονειρευεσαι.


Δεν ειχε λογια να πει, πως ειχε εμπιστευθει, πως ειχε νιωσει μες την αγκαλια του, υπο το βλεμμα του, πως ειχαν τραγουδησει μαζι, πως επαιζαν.

Δεν ηθελε να τα πει, ηταν δικα της αυτα. Ηταν ολα οσα ηξερε μα ηθελε για κεινην. Μονο για κεινην. 
Οπως ηθελε και κεινον, μονο για αυτην.
Μα δεν του το χε πει ποτέ.
Ηταν παντα τοσο χαλαρη, δεν φανταζοταν το τελος τους.
Δεν γινοταν να ειχε ερθει.
Όχι.
Όχι.
Αποκλειεται.
"Θα γυρισει", ψιθυριζε στον εαυτο της για να κοιμηθει τις νυχτες και αλλες παλι φορες εκλαιγε μεχρι να αδειασει απο συναισθημα και κοιμοταν πριν ξαναγεμισουν οι ασκοι με δακρυ.


Αποκομμενη απο το εξωτερικο της περιβαλλον, αποστασιοποιημενη, περνουσε ηρεμα τις μερες. Με τα βιβλια της, τα τραγουδια της, τους φιλους, τις μπυρες.

Όπως εκανε και κει, αποκομμενη απο το παραληρημα, τον αγαπουσε και όποτε επεστρεφε στην ρεαλιστικη διασταση, δεν μπορουσε να διανοηθει την τρελα και τον πονο που ενιωθε.
Όποτε προτιμουσε να επιστρεψει,
σε κεινο το λευκο τετραγωνο χωρο, με την αδιαφορη θερμοκρασια και την μηδενικη διακοσμιση.
Εκει που υψωσε το μεγαλυτερο τειχος για να αντεξει τον μεγαλυτερο ερωτα και τον χωρισμο απο το ονειρο.

Εκει που βλεπε τα ονειρα της να πραγματοποιουνται και ταυτοχρονα να γκρεμιζονται, εκει που προσπαθουσε να πεισει τον εαυτο της πως σημασια δεν εχει το συναισθημα, μα το τι στοχους εβαλες και το τι σου προτειναν οι φιλοι σου.
Εκει, που ηθελε να μεινει για παντα.
Εκει που οταν εβγαινε απο την πορτα , ηξερε πως θα κλεισει πισω της, μαζι με την πορτα στα συναισθηματα της.
Δεν μπορουσε να τα αντιμετωπισει, ενιωθε ολα τα συναισθηματα που ειχε ακουσει ποτε πως υπηρχαν, ο,τι ειχε περιγραφει σε όποιο λογοτεχνικο βιβλιο ειχε διαβασει και ο,τι ειχε δει ποτέ της σε ταινια.
Ολα μαζι.
Χωρις καποιο να υπερισχυει, χωρις καποιο να διακρινεται.
Και ο τοιχος υψωνοταν, οσο πλησιαζε ξανα στην πολη,
στο χαος που εμοιαζε με ο,τι εκρυβε.
Εκει που θα επρεπε πια, να ζησει, ετεροκαθοριζομενη, βαδιζοντας στους υπαρχοντες και ορατους δρομους απο τα ματια των αλλων, βασιζοντας το μελλον της, στο απτό γνωριμο μονοπατι, στην πεπατημενη. 
Λιγο πιο συνθετη , λιγο πιο περιπλοκη.
Αλλα χωρις κανενα δικαιωμα να ονειρευεται, χωρις δικαιωμα να ελπιζει, χωρις νοημα.
Με πολλους στοχους, αλλα κανενα νοημα.


Οι μηνες που ερχονταν, θα ταν γεματοι ικανοποιηση μα χωρις χαρα.
Φοβοταν παλι, μην τυλιχθει απο κεινο το πεπλο, το παλιο, μα δεν πιστευε πως θα γινοταν κατι τετοιο.
Ηλπιζε δηλαδη.
Θα ξαναπιανε το δρομο για μια τελειωση προσωπικη, μεχρι να βρει κατι που δεν πιστευε πως βρισκεται.
Δεν ηξερε που πηγαινε.
Ηθελε μονο, να εξυψωθει διανοητικα, εκφραστικα.

Ηθελε να γνωρισει μα να μην σχετιστει.
Δεν αντεχε κατι τετοιο.
Χρονιά με πτυχια, με συναυλιες, με ταξιδια.

Χωρις δευτερο εαυτο, χωρις μεγαλο αδελφο, χωρις διανοητικη σταθερα, χωρις καλλιτεχνικο παρτενερ, χωρις ερωτα.
Ωραια ξεκινουσε...
Μισουσε αυτην την ηρεμια.
Τοσο υπερεκτιμημενη.

Ηθελε ρισκο, ηθελε τρελα, ηθελε κλαμα και γελια.
Βασικα ηθελε εκεινον ή εστω τον δευτερο εαυτο της.


Μα ολα ειχαν χαθει.
Απεμενε μονη, με μονο κινητρο την ικανοποιηση και την επιτευξη στοχων.
Αγνοουσε επιδεικτικα τα κοινωνικα στερεοτυπα και τωρα ζητουσε καταφυγιο στην σιγουρια της αποδοχης αυτων για να ορθοποδησει.

Μα πιο πολυ απ’ολα, την στεναχωρουσε, που δεν ειχε δικαιωμα να τον σκεφτεται, ουτε και την ελπιδα να τον δει και να τον ζησει.
Κανενα νοημα.
Και μ’αυτες τις σκεψεις, μουσκευε ξανα τα χαρτια της λες και θα καταφερνε με τα δακρυα της να σβησει ενα-ενα, ολα τα ονειρα που ειχε.