19.10.20

οριακά

“γι αυτό λέμε ο κούκος και όχι η κούκα” πάντα με θύμωνε αυτό, η αδικία με διαλύει έμφυλη ή άφυλη αλλά απ’ το στόμα του περισσότερο
 γιατί πάντα συνέχιζε με το “εσύ δεν χαίρεσαι που φέρνεις την άνοιξη; Όταν καταλάβεις πως το κάνεις για σένα δεν θα σε πειράζει πια”
“γι’ αυτόν δεν θέλω να τη φέρνω” πείσμωνα, “όχι πια” κι αυτός γελούσε και γελούσα και γω, αυτός με αγαπούσε και τον αγαπούσα
-και τον αγαπώ-

κι ήταν αυτός ο δικός του τρόπος να πει “σ’αγαπώ”. Με το να σε κοιτάξει σκουπίζοντας τα χέρια του στην πετσέτα της κουζίνας, λέγοντας κάποιο περιπεκτικό σχόλιο για οτιδήποτε, ιδανικά με κάποιο λογοπαίγνιο. Να χαμογελάσει και να ρωτήσει “τί θα ‘θελες” πριν σου προσφέρει ό,τι άλλο ετοίμαζε. Ήταν ο δικός του τρόπος να πει “σ’αγαπώ” με το να μη σε κοιτά στα μάτια ποτέ, ιδίως όταν η καρδιά του χτυπούσε δυανότερα. Ήθελε να σε κοιτά μόνο όταν περνούσε απαρατήρητος, τα αγαπημένα του δευτερόλεπτα αυτά που του άφηνες το ελεύθερο να σε κοιτά χωρίς να νοιάζεσαι ή να το ξέρεις.

Ήταν ο δικός του τρόπος να ψελλίσει “συγγνώμη” και “ευχαριστω”,  λέξεις που του έλεγα συχνά κι αυτός σπάνια.
Είναι που πάντα προτρέχω των γεγονότων και μετά περιμένω να με προφτάσουν.
Τί σημαίνει πάλι αυτό, σημαίνει πως όταν εσύ… εγώ..
Δεν είσαι εξήντα μα ούτε είκοσι. Δεν ξέρω τί προτιμώ. Δεν είμαι εξήντα μα ούτε είκοσι και έχω κουραστεί. Υπάρχει μία ιστορία που ακόμα δεν έχω γράψει, απο φόβο πως μετά δεν θα μείνει τίποτα να γράψω.
Σ' αυτην την ιστορία θα αφιερώσω λοιπόν τη ζωή μου.

Τ’ ακροδάχτυλα μου στον αέρα, ο Β. ισχυρίζεται πως έχουν ήχο και η Α. ακόμα με χαζεύει να χορεύω.
Είναι ο δικός μου τρόπος, να μ’αγαπώ, αν κάτι προσπάθησα ποτέ και με δυσκόλεψε τόσο, είναι ο δικός του τρόπος να είναι κακός και ο δικός μου τρόπος να μην σωπαίνω.

..κι είναι ο δικός μου τρόπος να λέω “σ’αγαπώ” που ακούγεται σαν κάγκελα φυλακής στ’ αυτιά κατάδικου και θεμέλια βαθιά σαράντα μέτρων σ’ αυτιά νομά, γιατί υπόσχεται σχεδόν εγγυάται κάτι άγνωστο.
Όσο εγώ νιώθω τους αστραγάλους μου να παραπατούν βλέπουν σε μένα σιγουριά, επιλογές, αποφάσεις, σχεδόν σχεδιασμένες κινήσεις. -καθόλου, κι όμως- είναι ένα βίωμα που αγνοώ αλλά έχω.
Δεν θα μάθω ποτέ τη μυρωδιά μου, τον ήχο μου, το άγγιγμά μου, έτσι δεν είναι; 

 Ήταν ο δικός μου τρόπος να χαϊδέψω “με νοιάζεις” που ηχούσε ξυπνώντας εκείνο το παρελθοντικό “θα σε φάω “ της γιαγιάς του, που ξυπνάει αυτό το παιδί που κρύβει και ελπίζει να μην συναντήσει ποτέ, το “άστο θα το κάνω εγώ, δεν έχει(ς) αξία”, εκείνο το οργισμένο φοβισμένο παιδί απέναντι στο “παίξε παιδί μου, παίξε” όταν τίποτα δεν μοιάζει με παιχνίδι και τίποτα δεν έχει όλα αυτά που ονειρεύτηκα για μας.

Είναι ο δικός μου τρόπος να πω “είναι γλυκό” που στα μάτια του κάνει το μέλι ρετσίνι και τον καθρέφτη φάντασμα.

..κι ήταν ο δικός μας τρόπος να πούμε “φοβάμαι” και “θέλω” που μου έμαθε πως είναι το ίδιο τελικά.