14.12.17

paranoid inlay

dreaming of
a bloody maternal body in slices
-meaning slaughtered-
and me
walking around
walking  over
standing upon as a woman
at last, without mother
so,
woman
-meaning free-

prohibition 
and you,
your reflection into my eyes
-meaning soul-
the ego i’ m trying to kill.
‘Εgo trained in action'
so i hurt myself
again and again
bitchin’ my life
making my way to silence
-not meaning serenity at all-

sadly,
there is no action in a frozen reflection
-meaning absence-
so there is no place to welcome my inner conflicts
-meaning existence-
so i keep becoming voluptuous
in a quarrelsome way
-meaning arrogance-

'sadistic jouissance’ 
as if i were obliged to -but,
I
disobey
-meaning struggling-
‘cause licking your dick
-meaning Ego-
gives me this taste of truth
i lack
the dick is the truth 
and
that is the unspoken .

29.10.17

βολική προσκόλληση

καταπακτές ιδεών
γεμάτες σκόνη και μούχλα
μυρωδιά αποσύνθεσης
και υπερήφανης ναρκισσιστικής μοναξιάς

ζαλάδα απ’ την πηχτή ατμόσφαιρα
συνθλιπτική υγρασία
σαδιστικά εξοντωτική για δέρμα, οστά και πνεύμονες
    ανάσες ξέπνοες
         ανάσες κομμένες
σχοινί και βιβλία άφθονα

άνθρωποι λιγοστοί
κυρίως,
νεκροί διάσπαρτοι 
στις γωνιές
του μετακαφκικού ανήλιαγου εφιάλτη
που επιλέξαμε
μαζί με την ολική άρνηση
της ανθρώπινης μας φύσης

φθορά /ανάγκες /ένστικτα
στο καζάνι
θέλω να νικηθώ πριν χάσω
λυσσασμένα αυτοκαταστρέφομαι

αναμένοντας την εξάχνωσή μου
στωικά
καρτερώντας τ’ αυτονόητο.



έστω προσπάθησα,
    κι ας μην μου στάθηκε κανείς ποτέ όπως τα ποιήματα

                       κι ας μην τ' ομολόγησα.




8.9.17

αν δεν προλάβω

      μάθαμε ολοένα να κρατάμε μικρότερο καλάθι για τα όνειρα και τις ελπίδες μας,
απογοητευτήκαμε τόσο που το αφήσαμε στην άκρη, μην κουβαλάμε άδικα
     μας κράτησαν τότε τα χέρια και χωρίς προσδοκίες νιώσαμε τ’ άγγιγμα, γλυκαθήκαμε
κι όταν το χάσαμε κόψαμε και τα χέρια να γλιτώσουμε την οδύνη της νοσταλγίας, 
   κι ύστερα, ανακαλύψαμε πως είχαμε στόμα και φωνή μα, μας τρόμαξε ο ήχος των δοντιών κι αγαπήσαμε τότε μόνο τη σιωπή
    κατάπιαμε τις γλώσσες μην τολμήσουν ποτέ ξανά μήτε να γευτούν μήτε να προφέρουν επιθυμιες, 
αυτοτιμωρητικά δώσαμε τέλος,
πλένοντας κάθε βράδυ καλά-καλά το στόμα με μελάνι φτύνοντας λεξούλες στο χαρτί να γλιτώσουμε απο ημικρανίες και στομαχόπονο.

    Κάθε που ζούσαμε, τόσο λιγοστεύαμε, μείναμε ένα τίποτα αφού σπαταλήσαμε όσα είχαμε 
-άλλα τα ψείρισαν, άλλα τα δώσαμε-
   στέγνωσε η ζωή και θα ‘ταν κρίμα να τελειώσει,
χωρίς να σου ‘χω πει
πως το να πάψεις να ζείς μοιάζει γλυκιά ανακούφιση στη φρίκη
μα φαντάσου λίγο,
ένα κόσμο, με σουρεαλισμό αισθητική και κίνημα μωρό μου.
Δεν είναι ηδονικό;

Σου χω φυλάξει κρυμμένη κάτω απ το κρεβάτι μου,
ακόμα μια ευκαιρία*,
για κείνες τις ρέουσες, φλεγόμενες
απατηλά απύθμενες
αποδομητικές, χημικές
και προπάντων
πληγωτικά υπαρξιακές και υπαρκτές
μηδενιστικές, ατονάλ φαντασιώσεις μας
                                                                  * που δεν είναι στο χέρι σου να χάσεις.


6.8.17

μιλώντας για το 'μετά'

- Σου αρέσει να δακρύζεις;
- Μου αρέσει το 'μετά' του.
- Πάντα σου αρέσει μόνο το 'μετά'. Τί είναι το 'μετά';
- Κάτι χωρίς προσδοκίες και απρόοπτα. 
  Κάτι χωρίς άγχος και φόβο.
- Το 'μετά' είναι το μέλλον;
- Όχι, σίγουρα όχι.Οριακά το αντίθετο ακριβώς.
- Παράδοξο.
- Αδιέξοδο. Ένα ακόμα δηλαδή. 
- Αν το 'μετά' δεν είναι το μέλλον τότε τι;
- Το ύστερο, το ύστατο.
- Μιλάς πάλι για θάνατο;

23.7.17

συνοπτικά

οι ακτές βαραίνουν κι ασχημαίνουν
ακριβώς όπως
οι συνειδήσεις μας

κάποια πράγματα δεν γνωρίζουν διακοπές
όπως η ύπαρξη
και οι κόμποι που μου μάθαιναν παλιά
φαντάζουν πλέον η μόνη επαρκής λύση

οι ζωές μας όπως οι ακτές
γεμίζουν ανθρώπους επισκέπτες
για τους οποίους χεστήκαμε
οριακά τους ψηρίζουμε
τους κράζουμε
-να κινείται η αγορά
και σπίτι μας

ενώ στέκουν πάντα εκεί
και αυτοί
που ήρθαν και δεν έφυγαν
και δεν μάθαμε ποτέ
πως να τους βοηθήσουμε
οπότε μείναμε να τους κοιτάμε
με στόμα ανοιχτό
χέρια άδεια
κι έπειτα σκυφτό κεφάλι
στην πορεία

καλοκαίρι ίσον
μαύρα μάτια και μαύρα δέρματα
περιμένοντας κάτι
που δεν ξέρουμε καν
που δεν θα έρθει καν
και όλο αυτό το πλαίσιο
δεν είναι παρά άλλη μια χορηγούμενη
ελκυστική προσφορά
για να βγεί ο επόμενος χειμώνας
με μερικές ακόμα αναμνήσεις
ψευδαισθήσεις ανεμελιάς
ή αδρής περιπέτειας

ίσως ηδονισμού και ταλαίπας
ή
σωστότερα
ηδονισμού μέσω της ταλαίπας
για τα παιδιά που αγάπησαν
τη νεοτερικότητα σαν έφηβα
και κάηκαν σαν πυροτέχνημα
στο άβολο χάος του post modern

γι’αυτό κάπως προσδοκώ
επανάσταση νεκρών
στην κοινωνία του post-postmodern
με πρόταγμα τον συγκερασμό
στριμωγμένοι στο άβολο κλουβί της ελευθερίας

το κλάμα με κάνει να χωνεύω τις λέξεις
και οι φρίκες όσο βαραίνουν τόσο τσουλάνε στον οισοφάγο
πέπτονται μάλλον κι αυτές
δίιχως  χολή

συνοπτικά,
πόλεμος μέσα κι έξω
άνθρωποι έξω
φαντάσματα μέσα
αίμα μέσα κι έξω
ανάγκες μέσα
εθισμοί έξω

λες και θα ξεφύγουμε ποτέ απ’ την κόλαση
και το τσιμέντο
λες και οι ψυχεδελικές εικόνες των καλοκαιριών εμπειριών
δεν θα μείνουν απλά στα ίδια πατάρια
με όλα τα χαζά κι αχρείαστα γραπτά μας

δε γαμιέται
ήρθε κι έφυγε κι αυτό το καλοκαίρι
και 'μεις
πίνουμε μαύρο πάτο
τις στάχτες των πεθαμένων ονείρων μας
καυλώνοντας
με σπασμένες βιτρίνες

26.6.17

is there an exit?

σ’ εγκατέλειψα ελαφρώς μα,

έγινε το κλίμα τροπικό
κουρδίστηκε η ζωή σε φρύγιο
κι απέμεινε μόνη να κυνηγά
τις ατονάλ φαντασιώσεις μας

ο ήλιος μου εξατμίζει τη θλίψη
πριν κυλήσει στο μάγουλο
δεν την γλέίφω
κι όσο δεν την γλείφω, δεν υπάρχει
είμαι άπιστη πια
πιστεύω μόνο με τη γλώσσα
και πρόστυχη
προς τύχη σου μεγάλη
κι ας μην εκτιμάς

αποπνικτικό το ύφασμα στο δέρμα
δεν έχω καλοκαίρι να εισπνεύσω
και ρουφάω ακόμα
κομματιασμένο το χειμώνα μου

ο κόσμος έξω με κουράζει
δεν ρολλάρουν τα μάτια 
απ' την μία λέξη στην επόμενη
κι όμως
γρηγορότερα ρολλάρουν
απ’ την σκέψη σου στις πράξεις σου

ας πάρουμε τρυπάνια
ν’ αδειάσουμε επιτέλους τα κρανία μας
και ας καρφώσουμε το νόημα
που μονίμως  χάνουμε 
ή πεισματικά
δεν βρίσκουμε στη φάση μας,
μαζί με τα μυαλά  μας
στον τοίχο για ντεκόρ
ας παίξουμε κανένα ανκόρ
αξιοπρεπές
ώσπου να ξεραθούν
και ας τα ψήσουμε 
σαν να ‘τανε χταπόδια

καιγόμαστε και καίμε
για εκείνο το ατελές
που όλο με ρωτάς
με μάτια γουρλωμένα
γι’ αυτό που λείπει απ’ το τσιγάρο σου
γι’ αυτό που ξεγλιστρά απ’ τις λέξεις μου
σφηνώνοντας στα δόντια
πέτρα κατήντησε το ατελές
που μεγαλώνει πιπιλώντας ξανά και ξανά
κλισέ και νέα
εσύ το αφήνεις, θεριεύει
 και σου κάθεται μια μέρα στο λαιμό”

fucked up, παράνοιες
προσπαθώ να μπαλατζάρω τις πλευρές
απ' τα γαλάζια τρίγωνα που με μαγνητίζουν
και δεν αντέχεις την αλήθεια τους
όπως κάθε φορά που με βρίσκεις
όταν στρέφεις το βλέμμα ψηλά
και γω σου ορκίζομαι
πως δεν γουστάρω ύψη
αλλά πτώσεις

          φοβάσαι           το μυρίζω

γιατί ανησυχείς
για την κεφαλή σου Πρόδρομε;
δεν θα το χάσεις το μυαλό σου
αν ήθελα θα το 'παιρνα
μόνο μ' ένα χορό μου
το θέμα είναι απ' το δικό μου
εγώ ν' απαλλαχτώ 
σε περιμένω και τσιμπολογώ 
βαριεστημένα
τους νευρώνες σου
κρύβοντας τους στην κωλότσεπη
μαζί με τις τζιβάνες.


βγάλε με απ' το ρόλο μου
                   βάλε με στη θέση μου
           πλιζ 
παγωμένη είμαι, όχι κουλ


26.5.17

πώς στέκονται οι άνθρωποι;

-πώς στέκονται οι άνθρωποι κα δεν πέφτουν ;
-ο ενας ανθρωπος που θα σταθει θα εισαι συ.
Εντολή στο τετράδιο με τις γραμμές και τα τετραγωνάκια, σα να λέμε εντολές-περιθώρια. Βαρέθηκα να γεννάω εκτρώματα απο το κεφάλι, δεν είμαι ο Δίας και γενικά, δεν είμαι τίποτα. Γράφω στο τετράδιο τις τιμωρίες μου ψυχαναγκαστικά, όπως το θέλησαν, όπως το πρόσταξαν αλλά πάλι πήρα αυτό της μουσικής και έφυγα βιαστικά απ’ το σπίτι παίρνοντας μόνο το κλειδί του σολ, μένοντας εξω.
Πάλι.
Και μόνος.
αλλά όχι μόνος. Κατάλαβες τί εννοώ.
Κουραστήκαμε, κατάλαβες τί εννοώ.
Δεν ξεμυτίσαμε ποτέ, δεν κατάλαβες τί εννοώ.
Κοίτα, περπατούσα πάντα αδιάφορα στους διαδρόμους με τις συμβατικές ευτυχίες που πουλάνε με το κιλό στα σούπερ μάρκετ, προσπαθώντας να κλέψω τα καρότσια άδεια, δεν μου άρεσε ποτέ να τα γεμίζω με κονσέρβες -προσδοκίες ούτε με μπουκάλια λήθης κι όμως, δεν ξέρω αν τελικά όλο αυτό το χαίρομαι. Πάντως μια φορά είχα καταφέρει να κλέψω ένα καρότσι, άδειο. Το έβαλα στην αποθήκη για να κουβαλάω τις αϋπνίες μου, όλα εκείνα τα βράδια που έπαιζα κρυφτό με τους εφιάλτες μου και τους μαρτυρούσα πάντα λίγο πριν το τέλος το ‘’ποτέ δεν θα έρθει αν δεν’'
απο φόβο για τους άλλους τους πιο αληθινούς.
Να φοράς πάντα ένα μαντήλι στα μάτια.
Να νιώθεις το μετάξι να χαϊδεύει τον δακρυικό σου πόρο αλλά να μην ενδίδεις. 
Φυσικά.
Αυτό ειναι το νόημα.
Δυο χνούδια εγκλωβίζονται μες στο φθηνό μου μαξιλάρι και προσεύχομαι σε κάποια κατώτερη δύναμη να έρθουν κι’ άλλα,  για κάθε χνούδι που εγκλωβίζεται να ελευθερωθεί ένας άνθρωπος μήπως και οι βασανισμένοι γίνουν κάτι πιο ανατομικό και αναπαυτικό για το εύφλεκτο κρανίο μου. Μήπως και οι βασανισμένοι και εξίσου εγκλωβισμένοι με βοηθήσουν περισσότερο απο όλους εκείνους τους ποιητές που υποσχέθηκαν μια ζωή που ποτέ δεν γνώρισα και με έκαναν να σιχαθώ τους καλλιτέχνες σχεδόν όσο τον ίδιο μου τον εαυτό. Βλέπεις, δεν ρωτήσαμε, δεν μάθαμε. Πώς αναλύονται οι ελπίδες και γίνονται υπόσχεση στους πιο πίσω στην ουρά. 
Και αν καλά-καλά υπάρχει το σπίτι μας εν τέλει.
Αν το σώμα μας κοιμάται ήσυχο στο παιδικό μας κρεβάτι.
Όταν με πιάνω είμαι εννιά χρονών παιδί, όταν με αγγίζουν τετρακόσια.

13.5.17

lying

μπήκε απρίλης και ξεσκόνισα
μάης και σκούπισα
μάζεψα κάτω απ’ το κρεβάτι
πεντάλεπτα ηδονής
και δεκάλεπτα θλίψης
τα ‘χωσα σε μια τρύπια τσέπη
και σε σκέφτηκα

ο ενθουσιασμός;
κάτι ψιλά στην κωλότσεπη,
-χαίρεσαι να σου βρίσκονται
αλλά ζείς και χωρίς-
ήταν μάρτης και γδάρθηκα,
έπεσα η έκπτωτη
ντράπηκα που 'στεκα γυμνή 
και ξαφνικά,
ήσουν το πιο φθηνό πουκάμισο 
στα kiloσοπ
κι όμως εγώ 
θέλησα να βγάλουμε μαζί
το καλοκαίρι

δεν είμαι η Μαίρη
ούτε η Μπεατρίς
-κυρίως γιατί ακόμα ζω-
και νιώθω μια φωτιά πολύ κοντα

σε μισώ παροδικά που αδιαφορείς
γράφω δύο στροφές της προκοπής
και μετά σε φτύνω να κολλήσεις
σε στρίβω σε καπνίζω και  μελαγχολώ
γαμώτο πως να σου το πω,
είσαι το αποκούμπι
κάποιοας που δεν κουμπώνει καν
μα ξενερώνω που μειώνεις τις χημείες μου

ζωγραφίζω στον τοίχο τη σκιά μου
να γεμίσει η πόλη μας φαντάσματα
να σε στοιχειώσουν
και να με φοβηθείς ακόμα πιο πολύ
να σιγουρευτώ πως αν τα μπλέξουμε
θα έχεις επίγνωση πως είναι για κακό σου.


θα μπει Ιούνης και πως θα 'θελα
να σφουγγαρίσω τα υγρά σου

ή

να κάψω όλα τα πουκάμισα της γης.

18.4.17

η μυστική παπαρούνα

Εκείνο το πρωί είχα ξυπνήσει με εκείνο το περίεργο συναίσθημα που δεν ξέρεις τί είναι πιο αληθινό απ’ όσα σε κάνουν να ιδρώνεις στον ύπνο σου, γιατί καμιά φορά αμφισβηττώ αυτόν τον κόσμο των ονείρων αλλά τελικά μου δίνει τόσες αναμνήσεις που δεν ξέρω αν μπορώ να ισχυριστώ πως είναι πλαστός και να τον αγνοήσω. Και ναι, δεν είναι ο εγκέφαλος το μέσο κατανόησης και σύλληψης της πραγματικότητας, αλλά κάπως αυτές οι θολές ακατανόητες εικόνες των ονείρων μου θυμίζουν εκείνα τα βιώματα που ακόμα κλαίω για να τα διώξω και ακόμα γράφω για να μην ξεχάσω. Ήταν λοιπόν ένα απο εκείνα τα πρωινά που ξύπνησα και δεν έγραψα στο γ ενικό για τον εαυτό μου. Ήταν ένα απο εκείνα τα πρωινά που δεν είχα όρεξη για λέξεις ενώ τα δάχτυλά μου με παρακαλούσαν να τα χορέψω πάνω στο πληκτρολόγιο. Τους έκανα τη χάρη αφού με τάισα λίγα νέα ακούσματα, φόρεσα παντελόνι γιατί κρύωνα παρότι κόντευε Μάιος αλλά μετά απο τόσο πυρετό δεν έβγαζα το μπουφάν ούτε κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Έψαχνα τί ακριβώς έχει αλλάξει ή τί έχει μείνει τόσο ίδιο και έβρισκα κάτι πρόσωπα φορτισμένα με μνήμες και συναισθήματα που δεν ήξερα ακριβώς να διαχειριστώ αλλά τουλάχιστον μπορούσα να ονοματήσω. Βρήκα κάτι πληροφορίες για ένα ναρκωτικό πολύ γνωστό που είχα σκοπό να πάρω στο επόμενο πάρτυ, αγνοώντας πως δεν πάω σε πάρτυ και πως δεν έχω λεφτά. Όλες οι δράσεις ήταν επιθυμητές ενώ οι παρενέργειες ήταν ήδη η ζωή μου. Μελαγχολία, αϋπνίες, άγχη, διαταραχές στην όρεξη και μυικές κράμπες. Γέλασα με την καθημερινότητά μου που έμοιαζε όλη μια παρενέργεια κακών ναρκωτικών και λάθος δόσης και ξαφνικά αυτό άρχισε να γίνεται πιο πραγματικό απ’ όσο το ‘χα φανταστεί. Μια υπερβολική δόση, ένας λάθος υπολογισμός στον καταμερισμό του πόνου και των επώδυνων βιωμάτων, λάθος καταμερισμός αισθητήρων και γονιδίων ευαισθησίας. Και έτσι κάπως, άρχισα να προσπαθώ να βρω εκείνα τα ναρκωτικά που αν τα έπαιρνα θα βίωνα τη δράση και όχιι την παρενέργεια. Άρχισα να ψάχνω τη δόση. Την έψαξα σε όμορφα αγόρια, σε γλυκά κορίτσια, σε φιλικές αγκαλιές, σε άγνωστες παρέες, σε ουσίες, σε φωνές βραχνές, σε καθρέφτες, σε παρτιτούρες και σε χρώματα. Την έψαξα σε ταξίδια, σε μαύρα μακριά μαλλιά, σε καπέλα, σε σιδεράκια, σε βιβλία και σε ποιήματα. Δεν βρήκα τίποτα. 
Τίποτα απολύτως που να με κάνει λίγο καλύτερα.
Είπα να παραιτηθώ. Να παραιτηθώ όμως και να σέρνομαι δεν αντεχόταν άλλο. Έψαξα τότε το σχοινί. Ένα γερό σχοινί και όταν το αγόρασα άρχισε να μοιάζει κάπως με κάτι απωθημένες μνήμες μητρικών αναπαραστάσεων. Κάτι ομφάλιο μου θύμισε, κάτι σιχαμένο. Και τότε αποφάσισα πως δεν θα πεθάνω εγώ για χάρη κανενός, δεν θα πεθάνω εγώ για να τους διώξω. Και όσο το χάζευα έτοιμο να με λυτρώσει, σκεφτόμουν όλη την γλυκιά αυτοκαταστροφή που δεν γεύτηκα ακόμα. Όλο τον πόνο που είχα ακόμα να δοκιμάσω πριν πραγματικά αποσυρθώ.  Και έβαλα να πιω για χάρη του σχοινιού. Και όσο το κοίταζα άρχισε να μοιάζει με όλες εκείνες τις αλυσίδες τις γονιδιακές που κάποιοι μας μάθαιναν και μετά έμοιαζε με κάτι που δεν μπορούσα να εξηγήσω με λόγια αλλά θύμιζε θάλασσα. 
Και άρχισα να το κάνω κόμπους, όπως μου είχε μάθει ο πατέρας μου, μια απο εκείνες τις φορές με τις άπειρες χαζές πληροφορίες που γέμισε το κεφάλι μου και με έκανε να μοιάζω φωτεινός παντογνώστης ενώ ξερνούσα γνώση απο απελπισία μπας και κάποιος με προσέξει και μου δώσει λίγη σημασία που υποφέρω και δεν ζω.
Και έκανα κόμπους, κόμπους ξανά και ξανά. Και τώρα το σχοινί έμοιαζε με την φαντασίωση μου για τον χρόνο. Απλά έχει κόμπους γυρνάς πίσω και θυμάσαι μόνο κόμπους. 
Και κάπως έτσι τέλος πάντων, κατάλαβα πως έχω ακόμα κάτι ακόμα να κάνω.
Ακόμα. 
Πόσες φορές θα αναβάλω το τέλος;
Όσο χρειαστεί. Όσο αντέχει κανείς να χτίζει και να δημιουργεί πάνω απ' την άβυσσο.
Μέχρί να πειστώ πως αυτός ο κόσμος είναι τόσο απύθμενα στρεβλός που δεν φταίω εγώ αλλά η εξέλιξη. 
Και έτσι κλεισμένη στο δωμάτιο μου, αποφάσισα πως μάλλον ήρθε ώρα να φτιάξω ένα παρόν. Όσο αντέξω. Να ψάξω να βρω όμορφο παρόν να το καταβροχθήσω για να χέσω κάποτε το παρελθόν μου. Και περιμένω, περιμένω το αίμα σου να γίνω απο όπιο το σύμβολο της δημιουργίας. Βλέπεις, ο έρωτας είναι υπερεκτιμημένος αλλά μοιάζει με τον Θεό. Δεν μπορείς ακριβώς να κακιώσεις σε όσους τους πιστεύουν γιατί νιώθουν τόσο καλά μέσα σε αυτό, στα άλλοθη και τους πόνους για ένα μεγάλο τίμημα.
Μη μου θυμώσεις που δεν τα πιστεύω πια. Είναι ο δικός μου τρόπος να μην αποπλανούμαι. Δεν μου αρέσει η παραίτηση, το ξέρεις απο το χαμόγελό μου όταν δραπετεύω απ' τα γκρί σύννεφα.Δεν το αντέχω συνειδησιακά. Επιλογές για την γλυκιά αυτοκαταστροφή είναι όλες οι ιδέες που ασπαζόμαστε και ονειρευόμαστε. Εμπνεύσεις να χαράζουμε τα ακροδάχτυλα και κίνητρο να κυνηγάω τις ιστορίες για να έχω να σου λέω. Να σου κάνω μασαζ στο μυαλό με τις εξιστορήσεις μου όλα τα βράδια που σε έχω αγκαλιά και σου λέω ψέματα πως θα τα καταφέρουμε. 

31.3.17

α τέλεια

τα βράδια των μεγάλων προσδοκιών
και των ακόμα μεγαλύτερων ματαιώσεων,
με βρίσκουν με θλιμμένο απλανές ύφος
νωχελικά να συλλογιέμαι
να παρατηρώ και να μετρώ
κάθε ατέλειά μου 
που ενδέχεται να σ’ απωθεί
μήπως και αντιληφθώ τί  γίνεται
στο αναμεταξύ μας

τοποθετώ κάθε μου εύρημα
ευλαβικά στο τασάκι
δίπλα στις αϋπνίες και τα δάκρυά μου
τα συναρμολογώ
δημιουργώ αυτούσια με στάχτες τη μορφή μου 
και δεν μπορώ παρά να το δεχτώ
πως έχεις ένα κουφάρι λόγους
να μην είσαι ούτε σήμερα μαζί μου.



16.3.17

θα μπορούσα να έχω μισό κιλό νύχτα;

ξερνάνε πάνω μου φαντάσματα 
ζαρώνω στη γωνιά
προσπαθώντας να με καθαρίσω απ’ τα υγρά
κολλάω ολόκληρη
όποιος προσπαθεί να μ’ αγγίξει
αφήνει αμέσως αποτύπωμα 
μένει κάτι απο μένα στα δάχτυλα τους
-πάλι καλά που είναι λίγοι,
αλλιώς θα ήμουν ήδη μόνο ένας λεκκές,
σε άπειρα άκυρα δέρματα-
με σιχαίνομαι τόσο
που ούτε κατσαρίδες δεν θα έχω για φίλες
παραλύω μπρος στην παραδοχή
της ανάγκης για χρώμα
και λερώνω τα χέρια μου μέχρι τον αγκώνα
αραιώνω τον υπαρξιακό πόνο με κακό χιούμορ
και πόσο χαίρομαι να μου λες
λέξεις όπως “σε μένα, ή κάν'το”
κι ας μην πιστεύω ούτε μία
σπάω το κεφάλι μου
αλλά αυτό δεν το διορθώνουν μ' επέμβαση και βίδες
συστήνουν σκέτη την αναισθησία

στα θερμοκήπια 
τα χημκά μεγαλώνουν νεκρά παιδιά
παραταγμένα
ρουφάω ό,τι πιο βλαβερό να εξοντωθώ
αντ’ αυτού όμως,
απλά γίνομαι άμορφη και τοξική
είμαι πολύ λίγη για να με προσέξουν
για να τους ενοοχλήσω
να χαλάσω το τετράγωνο σχέδιο
για να τους αναγκάσω να με ξεριζώσουν
-χέστηκαν-
πασπαλίζω την μαύρη μου ψυχή με λευκές σκόνες
τυλίγω τα μαύρα μου ρούχα με λευκή τσαλακωμένη υποκρισία
παντού γύρω μυρίζει απολύμανση
νιώθω δυσφορία
εισπνέω μανιακά μέσα απ’ τη μάσκα μου
και προσπαθω να ισορροπήσω στο ένα πόδι
για να ξεχαστώ
-και ξέχασα,
μ’αρέσει πολύ να μιλάμε
δικαιολογώ και
χρωματίζω τις αϋπνίες μου.

10.3.17

_smoke

ήθελα να σου πω πολλά πολλά πάρα πολλά
άλλα όσα και να έλεγα, θα ήταν λίγα και ψέματα
σούρωσα όσα είχα 
κράτησα τα πιο ανώδυνα και ανεκτά
τα ‘γραψα και τα ‘καψα
αντί να στα δώσω να τα φας
ήπια το κατακάθι*
το ξέρασα στον υπόνομο
που τώρα είναι ίδιος το κεφάλι μου
σκατά σκέψεις εσύ σκέψεις σκατά
τώρα σε παρατηρώ να ξεθωριάζεις 
μαζί με κάθε μου συναίσθημα
παρατημένος στο ανακριτικό βλέμμα του πρωινού σαδιστή και νάρκισσου
που σιχαινόμαστε οι δύο μας και αποφεύγουμε
πηγαινοέρχομαι στα μέρη που φοβάσαι
άντε,
έφυγες; 
γιατί εγώ ήρθα
κάπως πρέπει να διαφέρουμε/βαρέθηκα τόσο να μοιάζουμε
το καλύτερο καθαρτικό είναι το αίμα
έχεις δεί ποτέ vampire χοντρό χοντρέ;
δεν φταίς εσύ 
-δεν φταίει κανείς, απλά
απλά-
δεν έχω λέξεις πια να σε χωρέσω 
η σιωπή δεν βοηθά
δεν κατάφερα να σε αγγίξω με τα μάτια
κυρίως γιατί δεν το προσπάθησα
μάλλον φταίει που δεν κάνω καλό eye contact
αλλά εσύ ξέρεις (δεν το εκτιμάς παλιομπαστάρδι)
αυτός ο άλλος δεν ξέρει όμως
δυσκολεύομαι πάλι με περιττές άβολες ξήγες
κάθε φροά φοβάμαι ότι δεν θα σε ξαναδώ
δηλαδή ότι δεν θα ξαναέρθεις όταν με δείς
όσο και να σου 'χω μπεί στο μάτι
οπότε φεύγω πριν με δεις
δεν σου λέω καληνύχτα μ'αναρωτιέμαι
ο ρεαλισμός μου επιβάλλει καλημέρα 
-δεγαμιέται;-
καλημέρα στη νέα μου ζωή
νέα what?
λιγάκι αγάπη να ‘χα
να μου κανες και τράκα
λιγάκι να με ήξερες
θα ήσουν ήδη εδώ

ξέρω μόνο να εξαφανίζομαι και να αιφνιδιάζω
συγχώρα με που δεν ζω στο παρόν
κάποτε ίσως τελικά σου πω την ιστορία
με τα φαντάσματα
ως τότε, φρόντισε να δείχνεις ζωντανός
να μπορώ εύκολα και γω να σε σκοτώνω

ωστόσο επειδή τόσο μου λείπει να με ξέρεις,
να
κοίτα πως περνώ τις μέρες μου
τώρα που έχω πάλι χέρια
με σέρνω με τεχνική και παρανοώ με αισθητική

χορεύοντας θα ξαναγίνει το κακό





15.2.17

_the rest in explosion

βιώνοντας την παρουσία της απουσίας (σου)
στούκαρα στην εξής επώδυνη συνειδητοποίηση 
'οφείλω κάποτε να ζήσω έξω απ’ το μυαλό μου'
γαμώτο,
η συγκαλυμένη αμηχανία
μου τα σκάει σε υπεροψία
σε πλησιάζω και σ’ αποφεύγω διαδοχικά
λες και βρίσκω όσα ψάχνω
διανύοντας την απόσταση
απο το εδώ στο εκεί
απο το εγώ στο εσύ
λες και φουσκώνω το ακορντεόν της ύπαρξης
μεταβάλλοντας αποστάσεις
περιμένοντας τον ήχο της συμπίεσης
να με επαναφέρει στο ασφαλές νοθρό τίποτα

η φυσιολογία του ήχου
υπονοεί μείζονα
του απόηχου, θα στμπληρώσω
πάντα ελάσσονα 
ο απόηχος είναι ετεροχρονισμένος και κουβαλά ιστορίες
όπως εγώ
-δεν βγαίνουν τυχαία ούτε τα μάτια/ούτε τα ονόματα-

επιρρεπης στους συναισθηματισμους
ευγνωμωνώ την καμικάζι
που δεν συνταγογράφησε θήτα διεγέρτες
για τους υποδοχείς
κάνοντας διαλλεκτική σε μια διάλεκτο κατανοητή
απο ελάχιστους
βλοσσυρούς θαμώνες στους νευρώνες μας

τιτιβίζω κακές λέξεις και ειρωνίες
προσθαφαιρώ πρίσματα, συνιστώσες και σταθερές
οι διαιρέσεις βγάζουν ξανά και ξανά
εμένα ατόφια στο πηλίκο
οπότε σε καταχωρώ ως ένα(ν) άρτιο
παραδίνομαι στην αφαιρετική διαδικασία
δημιουργώντας συνθέσεις 
με ποικίλα ηχοχρώματα και σχήματα
μα στάνταρ χρώμα
αγνοώντας το κενό κρύο στρώμα
και μετανιώνοντας όσα δεν είπα ακόμα

έλα πάρε με αγκαλιά ρε γαμημένε
ή
χέσε με χοντρέ

εγώ θα σ’αγαπώ και μη σε νοιάζει
δεν θα βγάζω την κουκούλα ούτε στον ύπνο
αν τύχει και βγείς απ’ το μυαλό μου
να χαθείς στα μαλλιά και στο λαιμό μου.

6.2.17

Broken Toys

Είναι τρομακτικό.Παράγουμε πολύ περισσότερη γελοιότητα απ' όση αντέχουμε να καταναλώσουμε, την ξερνάμε βουλημικά, για να νιώθουμε το κενό της απουσίας όλων εκείνων, στα διαλυμμένα μας στομάχια.Τα βράδια των παραδοχών ευχαριστούμε τις ταινίες και τα τραγούδια που υπάρχουν για να  ανταλλλασουμε δυο κουβέντες μ’αυτούς που αγαπηθήκαμε, αλλά όπως ακριβώς συμβαίνει με τα παιδικά μας όνειρα, γίνονται περαστικοί που προσπερνούν και μας αποστρέφονται.

Πριν δυο μήνες, αυτοκτόνησα πέφτοντας απο εκείνον τον τοίχο Παρελθοντος/Μελλοντος γωνια που συνηθίζαμε να σπάμε το κεφάλι μας παρέα, τότε που η αυτοκατστροφή ήταν το κοινό μα παιχνίδι.
Θυμάσαι; Έπεφτα μέσα στα αίματα σε έβλεπα μαζί μου και η κόκκινη θολούρα με έκανε να σε ερωτεύομαι. Ερωτευόμουν τις κοινές μας απόπειρες, πεθαίναμε μαζί και η ζωή ήταν ένα τέρμα που δεν ερχόταν. Εκείνη την μέρα που συνειδητοποίησα πως δεν υπάρχεις τελικά, σκαρφάλωσα και πήδηξα.Όταν επανήλθα, έπασχα απο αϋπνίες ή εφιάλτες οδυνηρούς και δεν κατάφερα να ξανακλείσω μάτι. Μαύρες σακούλες κάτω απ΄τα μάτια, να μαρτυρούν την κατάσταση μου. Μαύρες σακούλες, όπως τα σκουπίδια και τα πτώματα. Μια τσαλακωμένη υπόσταση. Δεν σιδερώνω ούτε καν το αίμα μου πια, μεταλλαγμένη σε χλωμό πρόσωπο απο μικρή ινδιάνα. Τρέχω με το ένα μάτι κλειστό και το παντελόνι ξεκούμπωτο, απ’ την κουζίνα στο χώλ και πίσω στο δωμάτιο, προσπαθώντας να καταλάβω πως βγαίνουμε απ’ το σπίτι. Δεν φυσά άνεμος εδώ και αδυνατώ να καμουφλάρω τις στάχτες απ’ το καμμένο μου παρόν. Το παρελθόν μου κάρβουνο και το μέλλον καπνός. Καπνός απο σβησμένα βρεγμένα τσιγάρα που δεν μοιραζόμαστε καν.Πώς άλλωστε; Έτσι κι αλλιώς δεν καπνίζω. Πώς άλλωστε; Έτσι κι αλλιώς δεν βρισκόμαστε.
Απλά να, μετά απο την χειμερία νάρκη ξύπνησα κάπως ζωντανή. Λίγο πιασμένη αλλά, ανάλαφρη.Δυσκολεύομαι να συγκρατήσω αυτην την όρεξη αλλά μπορώ  ξανά να βγαίνω βόλτα χαϊδεύοντας εξώπορτες και ελπίζω πως θα σε ξαναβρω και σένα γιατί κάποιοι μου ‘παν πως υπάρχεις ή τέλος πάντων μοιάζεις αρκετά σε αυτό που νόμιζα πως είσαι.
Απλά, πως να στο πω, δες με. Φαίνομαι.
Είμαι εκεί.
Κυλλάω στο μάγουλό σου και εξατμίζομαι.



7.1.17

κι όμως

τριγύρω
περούκες άρτιες και δέρματα μοσχομυριστά
πρόθυμα θύματα επιθυμιών επιβαλλόμενων
τέτοια ώρα οι άνθρωπο γιορτάζουν τη ζωή τους
και γω
σατυρίζω τη σαθρή μου νιότη
πετώντας λερωμένους επιδέσμους και χαζεύοντας τις νέες μου ουλές

δεν έχω απο κάπου να το πιάσω
ούτε κάπου να το πάω
η κατάληξη τελικά αποτελεί ακόμα μία μεταβλητή
οι άγνωστοι διαρκώς αυξάνονται
και τα συστήματα απομυθοποιούνται μέρα τη μέρα περισσότερο
αποδεικνύοντας την αδυναμία τους

με γαμάει το μυαλό μου και δεν αφήνει περιθώρια σε τρίτους
νιώθω όσο αυτάρκης χρειάζεται
για να με αυτοπεριεργάζομαι
όσο με γνωρίζω
τόσο απομακρύνεσαι
αφού ψυχρά παρατηρώ έναν κόσμο δίχως ζωή
στον οποίο αδυνατώ να με διακρίνω
με στοιχειώνει η ανυπαρξία υπόστασης 
σαν βίωμα απωθημένο στις πιο οδυνηρές εμπειρίες
οπότε αποδομώ τη ζωή
μήπως κάποτε μου μοιάσει και ταιριάξουμε
βλέπεις, 
οι πτώσεις και οι αποτυχημένες απόπειρες
ποτέ δεν είναι τόσο αθώες όσο ίσως μοιάζουν
αφήνουν τα σημάδια τους
σπρώχνοντάς σε 
να κουτροουβαλιάσεις γρηγορότερα
στα ναρκοπέδια της συνειδητοποίησης

μόλις είχα παραλάβει τα αναισθητικά του μήνα
σε είδα πάλι μπροστά μου
ήθελα να τρέξω σε σένα
μα άφησα πίσω ένα χέρι απο βιασύνη
και δεν είχα με τί να σ’ αγκαλιάσω

εγώ ν’ αναπολώ τις μέρες
που γύριζα τον κόσμο ανάποδα
κάνοντας μασάζ στην άσφαλτο με τις παλάμες
κι εσύ να επιμένεις πως
‘δύο χέρια δεν ήταν ποτέ αρκετά’
κι όμως
τα δικά σου εμένα μου αρκούν
κι ας μην μ’ αγγίζεις.