26.5.17

πώς στέκονται οι άνθρωποι;

-πώς στέκονται οι άνθρωποι κα δεν πέφτουν ;
-ο ενας ανθρωπος που θα σταθει θα εισαι συ.
Εντολή στο τετράδιο με τις γραμμές και τα τετραγωνάκια, σα να λέμε εντολές-περιθώρια. Βαρέθηκα να γεννάω εκτρώματα απο το κεφάλι, δεν είμαι ο Δίας και γενικά, δεν είμαι τίποτα. Γράφω στο τετράδιο τις τιμωρίες μου ψυχαναγκαστικά, όπως το θέλησαν, όπως το πρόσταξαν αλλά πάλι πήρα αυτό της μουσικής και έφυγα βιαστικά απ’ το σπίτι παίρνοντας μόνο το κλειδί του σολ, μένοντας εξω.
Πάλι.
Και μόνος.
αλλά όχι μόνος. Κατάλαβες τί εννοώ.
Κουραστήκαμε, κατάλαβες τί εννοώ.
Δεν ξεμυτίσαμε ποτέ, δεν κατάλαβες τί εννοώ.
Κοίτα, περπατούσα πάντα αδιάφορα στους διαδρόμους με τις συμβατικές ευτυχίες που πουλάνε με το κιλό στα σούπερ μάρκετ, προσπαθώντας να κλέψω τα καρότσια άδεια, δεν μου άρεσε ποτέ να τα γεμίζω με κονσέρβες -προσδοκίες ούτε με μπουκάλια λήθης κι όμως, δεν ξέρω αν τελικά όλο αυτό το χαίρομαι. Πάντως μια φορά είχα καταφέρει να κλέψω ένα καρότσι, άδειο. Το έβαλα στην αποθήκη για να κουβαλάω τις αϋπνίες μου, όλα εκείνα τα βράδια που έπαιζα κρυφτό με τους εφιάλτες μου και τους μαρτυρούσα πάντα λίγο πριν το τέλος το ‘’ποτέ δεν θα έρθει αν δεν’'
απο φόβο για τους άλλους τους πιο αληθινούς.
Να φοράς πάντα ένα μαντήλι στα μάτια.
Να νιώθεις το μετάξι να χαϊδεύει τον δακρυικό σου πόρο αλλά να μην ενδίδεις. 
Φυσικά.
Αυτό ειναι το νόημα.
Δυο χνούδια εγκλωβίζονται μες στο φθηνό μου μαξιλάρι και προσεύχομαι σε κάποια κατώτερη δύναμη να έρθουν κι’ άλλα,  για κάθε χνούδι που εγκλωβίζεται να ελευθερωθεί ένας άνθρωπος μήπως και οι βασανισμένοι γίνουν κάτι πιο ανατομικό και αναπαυτικό για το εύφλεκτο κρανίο μου. Μήπως και οι βασανισμένοι και εξίσου εγκλωβισμένοι με βοηθήσουν περισσότερο απο όλους εκείνους τους ποιητές που υποσχέθηκαν μια ζωή που ποτέ δεν γνώρισα και με έκαναν να σιχαθώ τους καλλιτέχνες σχεδόν όσο τον ίδιο μου τον εαυτό. Βλέπεις, δεν ρωτήσαμε, δεν μάθαμε. Πώς αναλύονται οι ελπίδες και γίνονται υπόσχεση στους πιο πίσω στην ουρά. 
Και αν καλά-καλά υπάρχει το σπίτι μας εν τέλει.
Αν το σώμα μας κοιμάται ήσυχο στο παιδικό μας κρεβάτι.
Όταν με πιάνω είμαι εννιά χρονών παιδί, όταν με αγγίζουν τετρακόσια.

13.5.17

lying

μπήκε απρίλης και ξεσκόνισα
μάης και σκούπισα
μάζεψα κάτω απ’ το κρεβάτι
πεντάλεπτα ηδονής
και δεκάλεπτα θλίψης
τα ‘χωσα σε μια τρύπια τσέπη
και σε σκέφτηκα

ο ενθουσιασμός;
κάτι ψιλά στην κωλότσεπη,
-χαίρεσαι να σου βρίσκονται
αλλά ζείς και χωρίς-
ήταν μάρτης και γδάρθηκα,
έπεσα η έκπτωτη
ντράπηκα που 'στεκα γυμνή 
και ξαφνικά,
ήσουν το πιο φθηνό πουκάμισο 
στα kiloσοπ
κι όμως εγώ 
θέλησα να βγάλουμε μαζί
το καλοκαίρι

δεν είμαι η Μαίρη
ούτε η Μπεατρίς
-κυρίως γιατί ακόμα ζω-
και νιώθω μια φωτιά πολύ κοντα

σε μισώ παροδικά που αδιαφορείς
γράφω δύο στροφές της προκοπής
και μετά σε φτύνω να κολλήσεις
σε στρίβω σε καπνίζω και  μελαγχολώ
γαμώτο πως να σου το πω,
είσαι το αποκούμπι
κάποιοας που δεν κουμπώνει καν
μα ξενερώνω που μειώνεις τις χημείες μου

ζωγραφίζω στον τοίχο τη σκιά μου
να γεμίσει η πόλη μας φαντάσματα
να σε στοιχειώσουν
και να με φοβηθείς ακόμα πιο πολύ
να σιγουρευτώ πως αν τα μπλέξουμε
θα έχεις επίγνωση πως είναι για κακό σου.


θα μπει Ιούνης και πως θα 'θελα
να σφουγγαρίσω τα υγρά σου

ή

να κάψω όλα τα πουκάμισα της γης.