29.12.18

bloopers

έβλεπα ένα τεράστιο χέρι να σφίγγει το μέσα του και γούρλωσα τα μάτια μου ‘πλίζ νο’ ψέλλισα, το χέρι έμοιαζε ανθρώπινο μα ήταν μηχανή ήταν σίγουρα μηχανή, όχι κάποια τυχαία, ένα κατασκεύασμα ίσα με το μπόι του, θα τον έκανε σκόνη ‘νο νο’ κλαψούριζα, τα μάτιια μου είχαν γεμίσει δάκρυα, μικρές μαύρες λίμνες μα ο παγωμένος αέρας δεν επέτρεπε στο τσιτωμένο δέρμα μου να αισθανθεί τίποτα

έκλεισα τα μάτια μου, ήθελα τόσο να τον βγάλω απο ‘κει, αυτό το χέρι τον τσαλάκωνε, τον συμπίεζε, έδειχνε παραμορφωμένος και αλλόκοτος, όσο του έφθειρε τις αρθρώσεις τόσο φαινόταν κι αυτός δημιούργημα μηχανής, η φωνή του απ’ τις κραυγές και τα ουρλιαχτά είχε αποκτήσει κάτι απόκοσμο, σαν γρέζι μαζί με μάγκωμα. Αυτή η εικόνα με πλήγωνε, είχε τόσο ενδιαφέρον σχήμα, παράξενο μα οικείο, το ‘χε σκιτσάρει με σπασμένους ώμους και χωρίς πόδια, το φύλαγε στο πορτοφόλι του και το ‘χα δει απο σπόντα ένα βράδυ που ήθελε να μου αποδείξει πως είναι εντελώς ταπί και δεν έχει να ξεχρεώσει τα σπασμένα, του ‘χα πει ‘δεν πειράζει βρε γλυκό μου’ και όσο του μιλούσα παρατηρούσα το σκίτσο κρυφά

είχα μάθει, πως αυτές οι μηχανές που μοιάζουν με χέρια και συνθλίβουν, παίρνουν χρόνια να φτιαχτούν και για καθένα μας, υπάρχει μία, όσο σε σφίγγει τόσο δυναμώνει και -λέει- ποτέ δεν σε κάνει τελικά σκόνη απλά σε αλλοιώνει τόσο που ούτε συ ξέρεις να πεις τί είσαι πια, προτιμάς να μην είσαι ή αφήνεσαι να είσαι κάτι αποφασίζεται απ’ το συμβούλιο των μηχανών
έψαξα πάρα πολύ γι’ αυτές, νόμιζα πως σιχαινόμουν οτιδήποτε μηχανολογικό κι όμως, είχα εντρυφίσει και είχα γοητευτεί ασύλληπτα απ’ την στρεβλότητα τους

πίναμε αυτό το μεταξά στη στάση 3 το πρωί και όσο μιλούσαμε κατάλαβα, πως αυτό το χέρι σε σφίγγει απο μέσα και γω έχω χάσει τα έξω μάτια μου και πρέπει να τα βρώ γιατί έχω καταλήξει να βλέπω μόνο σφιγμένους ανθρώπους και να βουρκώνω και να χάνω τη φωνή μου και να απλώνω τα χέρια μου και να σφίγγω κι άλλο το σαγόνι μου και να τρώω τα χείλη μου αλλά αν είχα έξω μάτια θα θυμόμουν να βλέπω το δέρμα σαν μαύρο κουτί και θα ‘χα ύπνο κι ελπίδα ίσως και πιο συχνό οργασμό μη ιδιοπαθή

το πόδι του ήταν χτυπημένο, περπατούσε καλά απλά δεν έτρεχε και καμιά φορά τον ενοχλούσε ‘φτιάξ’το μωρέ, αφού φτιάχνεται’ του πα,  αυτός ψιλομπλαζέ και αδιάφορα δεν μου απάντησε, μιλούσε σε μια γλυκιά κοπέλα που με την σειρά της αδιαφορούσε.
Την ειδα τότε να τρέχει και τη ζήλεψα και άρχισα να τρέχω και γω, μα είχα πιο χτυπημένο πόδι απ’ αυτόν και μπορεί το μέσα μου να μη μ’ έσφιγγε αλλά το πόδι μου με διέλυε, υπέφερα αλλά ήθελα να τρέξω, για το δικό μου πόδι γιατί δεν συζητήσαμε άραγε ποτέ;
έτρεχα και για να προφυλάξω το πόδι μου έκανα ρυθμικές εναλλαγές, επιπέδων και βηματισμών κάποια στιγμή περπατούσα με τα χέρια και κάποιες άλλες στιγμές για να με ξεκουράσω πάγωνα στον αέρα, με κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει τί κάνω,
εγώ έτρεχα γιατί το ζήλεψα και κατέληξα να κάνω υπερβολικές φιγούρες για αυτοπροστασία με αποτέλεσμα να δείχνω άπιαστη αντί για κουτσή, δεν ήξερα πως ήμουν κουτσή δηλαδή, μέχρι που θέλησα να τρέξω γιατί μου φάνηκε ωραίο

φέρε χέρι πάρε πόδι, όχι να το συζητήσουμε, μα εννοείται θα το συζητήσουμε, ναι αλλά πότε, όταν φέρεις το χέρι, όχι όταν πάρεις το πόδι, ωραία έκλεισε

ε και έκλεισε

και μεγαλώσαμε λίγο ακόμα στο κρεβάτι μας, αποδομώ εγώ κι ανασυνθέτω, τα λέμε εκεί που ο ήλιος σε τυφλώνει απ' το μάρμαρο, ένα φιλί ένα συγγνώμη, ένα 'μεκατάλαβες' και ένα 'δενμε', ένα 'μένιωσες' κι ένα 'δενμε'
βρε δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε,
ή έλα και έχουμε
όλα είναι σκληρά μα κάποια σε δροσίζουν κι άλλα σε καίνε.

7.11.18

he 'll never get it

Τα πεύκα έξω απ’ την πελώρια τζαμαρία, την αρμονικά πλαισιωμένη ίσως και προστατευμένη απο τις μεταξένιες λευκές κουρτίνες, γυάλιζαν στον πρωινό ήλιο αποκαλύπτοντας όλες τους τις αποχρώσεις δίνοντας μια περίεργη αίσθηση παφλασμού υπο το ήπιο φύσημα του ανέμου. Το σαλόνι ήταν λουσμένο με φως,  και τα πόδια του ήταν βαριά απ’ τον ύπνο αλλά είχε πεταχτεί απ’ το κρεβάτι γνωρίζοντας πολύ καλά τί σήμαινε ο ήχος που άκουγε. Είχε ανοίξει  όλο ενθουσιασμό την πόρτα του διαδρόμου, για να αντικρίσει, λουσμένη απο φως, την μητέρα του να κάθεται στο πιάνο και τον πατέρα του, ακουμπισμένο στο τζάκι δίπλα της, να την παρατηρεί.  Το μικρό κορίτσι έκατσε λίγο δίπλα στον πατέρα του, με το ζόρι έφτανε στη μέση του και με τη σειρά του τον παρατηρούσε να κοιτά τη μητέρα. Την παρατηρούσε με ένα τόσο παιδικό και γλυκό χαμόγελο, όλο τρυφερόττητα και προσμονή. Το κορίτσι, πήρε ένα τρυφερό χάδι απο τον πατέρα της, αλά όχι περισσότερη προσοχή. Χώθηκε στην αγκαλιά της μητέρας του, αυτή συνέχισε να παίζει προσεκτικά και σίγουρα πολύ πιο άβολα. Η μητέρα χαιρόταν πάρα πολύ που ήρθε το κοριτσάκι, ήθελε να σταματήσει και να το αγκαλιάσει, δεν την ένοιαζε τόσο το βλέμμα του συντρόφου της. 
Το οκτάχρονο κορίτσι, με τις πράσινες παλ πιτζάμες που μισούσε και είχε σκίσει απο το ξύσιμο των ποδιών του, δεν ενδιαφερόταν με τη σειρά του για τα χάδια της μητέρας του. Η μητέρα σταμάτησε το πιάνο, σηκώθηκε και αγκαλιάστηκε με τον πατέρα. Είχε πάντα αυτόν τον έκδηλο θαυμασμό όπως στεκόταν απέναντί του,με έναν πολύ πιο οριοθετημένο και εκλογικευμένο τρόπο, ‘σάγαπώ γιατί ένα, δύο, τρία..’ - αν διάβαζε κανείς το βλέμμα της θα έβλεπε λίστα με δομημένες αιτίες και αποτελέσματα που συνηγορούν, συγκλίνουν και βασικότερα επιτρέπουν και υπενθυμίζουν γιατί τον αγαπά. Στεκόταν με μια περηφάνια και σιγουριά, απέναντι στον 25 πόντους ψηλότερο σύζυγό της, ακόμα και στην αγκαλιά έδειχνε η δυνατή δεν αφηνόταν, αφήνοντας μια επιθετική επίγευση στην όλη κατα τ’ άλλα ασύλληπτα γλυκιά συμπεριφορά της.
Το μικρό μελαχρινό κορίτσι, κάνοντας πως δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτην την αγκαλιά, πήρε δύο μπλέ μαξιλάρια απο τις άκρες του καναπέ, έφερε μια καρέκλα απ’ την κουζίνα και σκαρφάλωσε στη θέση του. Έριξε μια κλεφτή ματιά στους γονείς του, ο πατέρας είχε πάντα αυτό το ελαφρώς συγκαταβατικό ύφος, που σε γέμιζε ερωτηματικά και αμφιθυμία, πράγμα που παρατηρούσες εύκολα απο τις χαλαρές του αρθρώσεις και το ‘παρατημένο κέντρο του’. Είχε διαρκώς προβλήματα και πόνους ο πατέρας, σε πλήρη αντιδιαστολή με την άτρωτη μητέρα,  μόνο κάποια πολύ παρατηρητική προσωπικότητα θα μπορούσε να παρατηρήσει πως σε αυτην την αγκαλιά υπήρχε μια τόσο μπερδεμένη αίσθηση υπεροχής, θαυμασμού και συγκατάβασης  άμφω.
Τα δάχτυλά του ξεκίνησαν να πατούν τα πλήκτρα στο ρυθμό ενός ανάλαφρου βαλς, οι γονείς αμέσως άνοιξαν το κλειστό τους σχήμα και αγκαλιάστηκαν πίσω απ’ τις πλάτες τους, κοιτώντας όλο αγάπη και θαυμασμό την κόρη τους. Αυτή έδειχνε σχεδόν ενοχλημένη απο την προσοχή τους,  κάτι ανάμεσα σε ‘τώρα θυμηθήκατε’ και ‘ναι, τι; παίζω’ . Χωρίς να διακόψει το κομμάτι, γύρισε και τους χαμογέλασε, χωρίς να εκφράσει καθόλου τη δυσφορία του, προσκαλώντας τους να νιώσουν άνετα, κάτι που δεν έκαναν εκείνοι σε αυτήν. 
Οι γονείς τότε, άρχισαν να χορεύουν αγκαλιασμένοι και ευτυχισμένοι, το βλέμμα του πατέρα δεν ξεκολλούσε απ’ τη μητέρα και η μητέρα γελούσε και ένιωθε εκείνη οκτώ.
Το κορίτσι ένιωθε σαράντα και πληγωνόταν, που ποτέ δεν θα μπορούσε να χορέψει έτσι και συνέχιζε να παίζει, δημιουργώντας την δική του μπερδεμένη συνθήκη υπεροχής, θαυμασμού και συγκατάβασης με τους γονείς του, για να υπάρξει επιτέλους κάπως έστω, ανάμεσά τους. 
Όσο καλο πιάνο κι αν έπαιζε, ο πατέρας της δεν θα την κοιτούσε με προσμονή γιατί δεν θα την περίμενε ποτέ να σηκωθεί για να χορέψουν, θα την άφηνε για πάντα να παίζει, να προσπαθεί να γίνει καλύτερη, εκφραστικότερη, απαλότερη, να γίνει η ίδια η μουσική ώστε να μπορεί να την απολαύσει αλλά ποτέ δεν την περίμενε να σηκωθεί. Και η μητέρα, ζήλευε που ο πατέρας μπορούσε απλά να κοιτά το μελαχρινό ομοίωμά του, να μεγαλουργεί και να την ξεπερνά και ήθελε να τη σηκώσει απ’ το πιάνο, το κορίτσι ήθελε να σηκωθεί αλλά ήταν μάταιο, τώρα η συνθήκη γινόταν ακόμα πιο μπερδεμένη, τί ήθελαν  τελικά , τί είχαν και ο πατέρας τί; Τί θέση είχε; Πόση αξία έχει ο θαυμασμός, πόση ο χορός, πόση η δεξιοτεχνία και πόση η αμφιθυμία;  Ποιά τον ζητά και ποιά τον δίνει; Τί έχει το βλέμμα του, που δεν έχει ο κόσμος όλος; 


Όλα ήταν ξεκάθαρα και απολύτως ασαφή, πέρασαν δεκαπέντε χρόνια και το κορίτσι δεν μπόρεσε ποτέ να ξαναπαίξει μόνο για δύο μάτια και είχε αρχίσει να αγχώνεται είναι ώρα να εντοπίσει αυτήν την προσμονή,να σηκωθεί και να χορέψει
μα πως;



13.9.18

λογικέψου

you are the one
to whom i offer 
the ultimate power
and the absolute satisfaction
to reflect my ego

sunset
dust all over
my breath fogging the window
-meaning your eyes-
what i see there, 
a blurred nasty figure

taking off my lace underwear
cleaning up the cornea
carefully:
no streaks left,
observing my figure in the dark
-meaning your thoughts-
as a part of the external frame
making my self critique
totally committed to my awareness
that,
this game is
exclusively mine
but,  awaits to be revealed
-meaning spoken-

you, so broken and discouraged 
i don’t even dare
to stand in front of you as the real me
staying hidden 
trying to convince my deeper lust
that you are just another
straight white line
-meaning my stuff hidden in my
silver purse-
when you are a curve
the most scaring/scared curve at the same time
with this yellow colour of 
despair and desperation
which i admit i wanna lick
 but i respect you more
than i want to seduce you
dragging you in my existential trap
feeding you my chemistry

fully decided for what i am,
a jell of acceptance and care
to soften your skin,
relaxing your muscles,
washing away your messed-up thoughts
combined with 
the affection of the hot water
on your most private moments
during  shower, before sleep
-meaning probably,
death.

18.7.18

there is no plot to be twisted

μαζεύονται πολλά
και όσο ανοίγει ο λάκκος
το unspoken γιγαντώνεται
και μετα ο χρόνος τον καλύπτει ως απάνω
μετά ξαναβρισκόμαστε και λέμε 
“μα αυτό καλέ είναι το λαγούμι μας, 
κρύβουμε
εδώ τα μυστικά μας”
χαμογελάμε πολύ γλυκά -με τα μάτια κυρίως
και λίγο με τα ζυγωματικά,
το κάτω χείλος ίσως ελαφρά σαλεύει και το άνω
ίσα τσιτώνει
παίρνουμε το δρόμο μας - τον διαφορετικό-
και  φτού κι απ’ την αρχή

είναι που εγώ
σου συστήθηκα μπλέ και συ μ’ έβλεπες κάτι άλλο
μαλλον μωβ;
και σου έλεγα “μη με βλέπεις έτσι μπλε. εγώ είμαι κόκκινη”
και πάλι που να με πιστέψεις
μόνο αν έστρεφες το φώς στο μαύρο
παρατηρούσες πως ήταν κάποιο σκούρο χρώμα τελικά
πολύ πηχτό σαν σκοτάδι και σαν πίσσα
συμπυκνωμένο 
περιεκτικό
δωσ’του μπλε κουβάδες,
εγώ να επισημαίνω τα εύθραυστα τοιχώματά μου
και συ να λες “τώρα ας μην αγγίξω εδώ”
και 'γω
να σε βλέπω σκονισμένο και μαγκωμένο μα τόσο εύπλαστο
σαν κακοψημένο πηλό
μάλλον πράσινο;
και συ να νιώθεις πως είσαι καφε-γκρι απο τη μούχλα
μα να ντρέπεσαι να το παραδεχτείς
για να μη χρειαστεί να το αλλάξεις άμεσα
και γω να μη λέω τίποτα
γιατί το μωβ με το πράσινο κουμπώνουν γάντι
αλλά το μπλε και το κόκκινο
με το καφε γκρι
δύσκολη μίξη
χωρίς σαφή σχήματα
και κάπως όλο αυτό
μόνο σε λαγούμι μπορούσε να μας οδηγήσει
τυφλοπόντικες να τριγυρνάμε μακριά απ’ τη λοιπή ζωή
αλλά πάλι μερικώς ειλικρινείς
στο σκοτάδι που καταφέρνουμε να παρακαμπτουμε
τις αποχρώσεις
θάβοντας κάτι εκεί κάνοντας βόλτες
κάτι που όχι μόνο δεν ξέρουμε
αλλά  προσποιούμαστε πως είναι crystal clear
τόσο οφθαλμοφανές 
'doesn’t even worth to mention' φάση

και έξω απ’ το λαγούμι
εσύ να με βλέπεις ξανά
κατακόκκινη σκέτη φωτιά απλησίαστη
 και να απορείς
'που σκατά είναι όλο το μπλέ γαμώ,
που πήγε; πριν δεν άγγιζα το αλαβάστρινο τώρα
το αυτόφωτο''
εκείνο το μπλέ 
που έμοιαζε με παγωμένη γαλήνη ψυχής μη-ζωντανής μα όχι νεκρής

και η αλήθεια είναι
πως ποτέ δεν πρόλαβα
να σου εξηγήσω
πώς το μπλέ μεταπίπτει σε κόκκινο 
κι αντίστροφα
                        *blood issues*
πως το μώβ είναι αύρα που στο χρόνο μόνο
εμφανίζεται
αλλιώς στα μικρά glimpses παρατηρείς
το χρώμα που εκπνέω στιγμιαία
το μώβ είναι η δίνη μου
  
το βλέπεις  μόνο αν πλησιάσεις κοντά 
τόσο κοντά
κσι μείνεις να παρατηρείς τις κινήσεις
υπο γωνίες

και αντιληφθείς αυτήν την πρόταση που κάνω
'έλα να δούμε πόσο κοντά μπορούμε να φτάσουμε
χωρίς χέρια,
χωρίς να σε γραπώσω και χωρίς να γραπωθώ
χωρίς να με γραπώσεις και χωρίς να γραπωθείς
πόσα ‘θέλω’ σου μπορείς να βρείς σε μένα
με το να είμαι η γλυκιά κακή εαυτή μου              (badbitch)
πόσα ΄θέλω’ μου βρίσκω σε σένα
με το να είσαι απλώς αυτός που (θες να) είσαι
πόσο με κινητοποιείς να με βρίσκω
και πόσο σε κινητρο-ποιώ για να με ψάχνω'

και τότε νιώθω μοναδική
όταν έρχεσαι κοντά
χωρίς να έχω προσπαθήσει να γίνω αυτό που θα ‘θελες
για να σιγουρευτώ πως θα ‘ρθεις
ίσα-ίσα
οριακά απαιτώ και συ να μη γίνεις κάτι
απλά να είσαι

στο τετραδιάκι είχα γράψει:
αν ήξερα τί ήθελα θα στο ζητούσα
δεν ξέρω να σου πώ
ξέρω όμως να υπάρχω
άρα το αίτημά μου μάλλον είναι να υπάρχουμε
μπορώ απλά να ‘είμαι’
και μάλλον θα ‘θελα να είμαι πιο συχνά
πχ η οθόνη με το νυστέρι που όσο προβάλεις πάνω της σμιλεύεσαι
          της είχε αρέσει πολύ αυτό

ίσως κι αυτό να ‘ναι αρκετά συγκεκριμένο
ίσως αρκεί
κάτι ανάγλυφο στο χώρο και το χρόνο
που βιώνεται αλλά δεν ορίζεται
δεν τραυματίζει
μόνο απαλύνει

ένα 

απαλό
χνούδι
σα χάδι
στο δέρμα σου

3.7.18

uncut scenes

πλάνο Α
ήμουν πολύ μουδιασμένη σχεδόν σα να ΄χα βγεί απ' το μνήμα, τον συνάντησα, μια πέτρα καθισμένη στο μάρμαρο, το μάρμαρο ήταν πιο λείο και πιο λαμπερό απ’ αυτόν και παρότι στη μέση της πλατείας έμοιαζε απόκοσμος, σαν να τον είχαν εκτοξεύσει τόσο μακριά που πλέον όταν επέστρεφε ήταν τόσο αλλοιωμένος για να ενσωματωθεί στη γειωτική γειωμένη γκριζωπή άσφαλτο
πλάνο Β
περπατούσα χαμένος στις σκέψεις μου, μάγκωνα και ξεμάγκωνα διαδοχικά αλλά τόσο γρήγορα που οι προτάσεις μου έσπαγαν στη μέση, δεν έβγαζα νόημα οπότε αποφάσισα να το βουλώσω και να μας αλλάξω διαδρομή όσο εκείνη μου διηγείτο περασμένα ντράβαλα  με το θάνατο, με πρόσωπο διπλό, μισό με συσπάσεις λυγμών  μισό με συσπάσεις μυδιάματος, τα χείλη της τραβηγμένα ελαφρώς προς τα πλάγια, σφιγμένα και τα μάτια της σχιστά, νωπά με φωνή έτοιμη να σπάσει. Η φωνή της έμοιαζε με απαλό κουβερλί, καθησυχαστική σαν delay που μαλακώνει το σβήσιμο και σε στοιχειώνει προστατευτικά, σαν επιφάνειες του ήχου που σε ηρεμούν στην χαοτική αναμπουμπούλα τους
πλάνο Γ
το στόμα μου είχε γεμίσει με την πιο κολλώδη επιθυμία, αυτό το παχύρευστο ‘θέλω’  που δεν ξεκολλά απ’ τα ούλα σου κι όλο το γεύεσαι και σε ενοχλεί αλλά σαγηνευτικά, δεν είχα πια υπογλυκαιμίες έτσι κι αλλιώς το επιβεβαίωσα και με εξετάσεις υπερευαισθησίας εκθέτοντάς με στον ερεθιστικό παράγοντα, ήμουν έτοιμη να ξεδιψάσω γλείφοντας εκ νέου, γρατζουνούσα με τα δόντια μου τα ούλα και τα μάτια μου λίγο μεγάλωναν πονηρά
πλάνο Δ
ο πρωινός ήλιος δεν είχε αποδειχθεί ακόμα ούτε εχθρός ούτε σύμμαχός μου, το έψαχνα ακόμα, όμως μάλλον προς το ‘φίλος' έτεινα, γιατί χρειαζόμουν θαλπωρή στο δέρμα κι ας λένε πως είναι βλαβερή, είχα να μάθω να λιώνω τη σκέψη μου και να μαλακώνω τις αρθρώσεις μετά απο δεκατρείς μήνες στην παγωμένη φρίκη, ήταν ώρα να λιώσω την ένταση ανάμεσα στα οστά κυρίως τους σπονδύλους, δεν μπορούσα ούτε να βγάλω την μπλούζα μου απ’ την χρόνια ακινησία, είχα ξεχάσει ν’ ακολουθώ τα πόδια μου και ο κορμός μου φαινόταν υπέρβαρος μένοντας τόσο πίσω σε κάθε μου βήμα
πλάνο Ε
*η διαύγεια και η διέγερση ήταν πάντα πιο επιθυμητές, απο κάθε είδους  θολούρα και βούλιαγμα_ είχα τοποθετηθεί ευθύς εξαρχής,
μου άρεσε πολύ να επανασυστήνομαι όπως και να επανεμφανίζομαι όμως τα μωβ φώτα που είχα στα κόκκαλα της λεκάνης, του καρπού και των γονάτων μου, δεν έκαναν καθόλου εύκολη την  εξαφάνισή μου, ακριβώς όπως και οι ραφές των μυών του
με αποτέλεσμα μια επαναλαμβανόμενη μη-αποφυγή, 
-ελιγμό ερπετού-
πλάνο Ζ
αυτός ο δρόμος της αμοιβαιότητας, πριν τα δικαστήρια, είχε πάντα αυτό το γλυκό αίσθημα τέλους
μου θύμιζε εκείνη την ιστορία της, που παρότι περιέγραφε απλά την περίθαλψη της φρίκης, με έκανε να χαμογελώ, αυτός ο δρόμος κατέληγε πάντα στην διττή έρημο/όαση και κάπως όλη αυτή η διαδρομή, θύμιζε την έκβαση πολλών μελλοντικών ιστοριών
*η τέχνη παρουσιάζει την επερχόμενη κοινωνική πραγματικότητα
πριν αυτή γίνει αντιληπτή_
κάπως έτσι
είχα καταλήξει να (προ-δια)γράφω την ιστορία μας, πριν 
καν τη γνωρίσω
διάβασα ξανά τα γραπτά μου
ένιωσα θλιβερή  μαριονέτα του εαυτού μου συνειδητοποιώντας πως δεν είχα βήματα ούτε μπροστά να πάω μα ούτε πίσω
είχα επιθυμία αναγκαία αλλά όχι ικανή
είχα αμφιθυμία
και τέλος πάντων
 ενώ νόμιζα πως  είχα σαφώς διαχωρισμένα τα πλαίσια μέσα μου
και  καθόλου ασαφοποιημένα τα όρια,
μάλλον είχα εγκλωβιστει στο ακριβώς αντίστροφο.


17.5.18

space of sound

κάπως όλα έβγαζαν τέλειο νόημα
κάθε στιγμή
αρκεί να μην κοιτούσες πίσω ούτε πλάι ούτε μπρος
κάπως όλα ήταν υπολογισμένα σαν χημική μέθοδος
δοκιμασμένη ξανά και ξανά
απαιτούσε απλώς ολόκληρη την προσοχή σου κάθε απειροελάχιστη στιγμή, όλα τα άλλα θα συνέβαιναν μόνα τους
πώς ανάγεται η ατμόσφαιρα
πώς οξειδώνεται το κύτταρο
"κυτταρώδες το βίωμα, δεν του φτάνουν οι λέξεις” είπε και άνοιξα το στόμα, κούνησα το κεφάλι με κατάφαση και το μέλλον μου χάιδεψε διακριτικά το μηρό  κοντά στο γόνατο “εδώ είμαστε” μου ψιθύρισε, κούνησα το κεφάλι στην εαυτή μου “i love this  junk” σκέφτηκα και συνεχίσαμε την κουβέντα μας
   είναι τρομακτικό να μετουσιώνεσαι σε καμπύλη
να μετακινείσαι ως γραμμή
πάλι καμπύλη
γραμμή,
κύμα
όχι, παφλασμός
ολόκληρη η θάλασσα
όχι, είμαι απλά ένα κύμα
βασικά είμαι η εικόνα ενός ήχου
ή ο ήχος;
όχι, είμαι ο χώρος του ήχου και μεταμορφώνομαι
“φαίνεσαι πολύ βαθιά εκεί μέσα” σημειώνει, 
δακρύζω
‘έτσι ακριβώς είναι’ σκέφτομαι,
“ένιωθα πως άκουγες τη δική σου μουσική και όσο σε έβλεπα έλεγα ‘στάνταρ αυτή τώρα εκεί πέρα φαντάζεται τα δικά της’ ”
‘επιτέλους, μάλλον έφερα στην επιφάνεια εκείνο το κουφάρι, μάλλον η ανάνηψη απο τόσους χρόνους σε κώμα δούλεψε, πια είμαι αυτή
αυτή καλέ, όποια
                                   
   δεν έχει και τόσο νόημα άλλωστε,
                                          ρευστό κι αλλάζει
λέξεις,       μουσική ,     γιρλάντες και καμπύλες,      κλείδα που χαμογελά
        βλέμμα,          καθρέφτης,         δέρμα που αναπνέει,       προθέσεις,   σταγόνα,
λεκάνη που απογοητεύεται,       άνοιγμα,           μια τρίχα στο πάτωμα,   εκείνο,      
        σπονδυλική στήλη που λιώνει,      μονοχρωματικό ευρέως φάσματος.

 μορφή του  ήχου .

συγγνώμη,
αν δεν μιλάω πολύ
εκείνες τις μοναδικές ελάχιστες φορές
που μάλλον χρειάζεται
απλά
η μουσική στα καλύτερά της
ποτέ δεν έχει lyrics.

22.3.18

yummy poison

never try to catch or grab
anoint and lick 
damn,
lick ’n’ baste 

we 're in liquid 
-that’s why,
you don’t breath,
-that’s why,
i don’t see,
-that’s why,
we just feel-
relax ’n’
feel the immunity  
of it, in it.

there are no life jackets here,
no oxygen masks
there is only soft skin to swim*
stop shattering 
this yummy poison
is so sticky

i’ m stuck
so, i lick to revive
the bad bitch
-too fucking late,
i ‘m lava,
                coal,
           ash ’n’ dust
                 -in the wind
so,  lost in the atmosphere

what a relief!
f r e e d
"another  aloof something/
               or just a special nothing”.


*"soft enough?"
         " the softest"
“hard to find”
         “harder to touch"

26.2.18

λευκό μαρμαρωμένο

-Έχω δύο παπλώματα και καμία έμπνευση. Στη θέση μου τί θα πρότεινες;
-Να σταματήσεις να μιλάς τόσο.
-Μα πως να σε αγγίξω χωρίς χέρια, γλώσσα και λέξεις;
-Γιατί χωρίς χέρια και γλώσσα;
-Τα χέρια και η γλώσσα μου είναι γλύφανα γι’ αυτό και τα κρατάω μαζεμένα.
-Λαξεύεις;
-Ενίοτε.
-Περίεργο.
-Γιατί;
-Δεν πίστευα πως έχεις την υπομονή να σμιλεύσεις.
-Μαθαίνεται. Δεν το κάνεις, συμβαίνει γι’ αυτό και το αντέχεις.
-Εσύ πως σμιλεύεις δηλαδή;
-Πλαισιώνω ένα πεδίο και τρίβω να γίνουν οι λέξεις σκόνη. Μετά, δεν εισπνέω ούτε κόκκο.
-Και μετά;
-Αυτό για άπειρες φορές.
-Και πως παίρνει μορφή;
-Δεν.
-Τότε;
-Εθίζεσαι στο άμορφο. Παύει να υφίσταται το στερεο, σκόνη που με τη θλίψη ρευστοποιείται.
-Οι άνθρωποι είναι κερί;
-Οι άνθρωποι είναι κέρινοι.
-Τοτς αγαπάς τους ανθρώπους;
-Σα μαλακώσουν.
-Αν δεν;
-Προσπερνώ να μην με πάρουν τα θραύσματα.
-Σαν σπάσουν;
-Σαν νομίσουν πως δεν θα.

19.1.18

beige eyes

we ‘re alive ’n’ we don’t care
your purple hair;
oh, more than enough
your white pale skin;
oh, more than happiness 

needs no light,
no glitter,
no.
-just ,
just needs,
just needs and that is just a need.

as i build,
-i destroy
as i claim,
-i reclaim

and as you get to know
you are running
as you get to assume
you are running away
but if you knew
you would just want me dead*

simplicity is utopia
as long as the brain exists,
exhausts-
as long as we are talking,
we are descending into imbecility.

desire running
-but, also
ruining;
me
      us
you
              the world.

-sometimes i wonder
why we keep on struggling,
willing that much to change this world 
which we hardly ever understood/discovered/met (etc)
while,
we can create these little new  worlds,
between ;
your eyebrows and my toe
my tongue and your Diary, 
my asspects and your fantasy
your hands and my absence
                                                  meow

keep collecting memories
to share with that girl
and the other,
the Other
-oh, this Other.

what you wish;
i just don’t care
since i’m alive
you, Other.

and that,
is the achievement
i never asked anyone


to appreciate.
                                                              meow



*something in me, you like more than myself
so wanting to destroy me
seems fair and sincere, 
beloved mirror*