18.7.18

there is no plot to be twisted

μαζεύονται πολλά
και όσο ανοίγει ο λάκκος
το unspoken γιγαντώνεται
και μετα ο χρόνος τον καλύπτει ως απάνω
μετά ξαναβρισκόμαστε και λέμε 
“μα αυτό καλέ είναι το λαγούμι μας, 
κρύβουμε
εδώ τα μυστικά μας”
χαμογελάμε πολύ γλυκά -με τα μάτια κυρίως
και λίγο με τα ζυγωματικά,
το κάτω χείλος ίσως ελαφρά σαλεύει και το άνω
ίσα τσιτώνει
παίρνουμε το δρόμο μας - τον διαφορετικό-
και  φτού κι απ’ την αρχή

είναι που εγώ
σου συστήθηκα μπλέ και συ μ’ έβλεπες κάτι άλλο
μαλλον μωβ;
και σου έλεγα “μη με βλέπεις έτσι μπλε. εγώ είμαι κόκκινη”
και πάλι που να με πιστέψεις
μόνο αν έστρεφες το φώς στο μαύρο
παρατηρούσες πως ήταν κάποιο σκούρο χρώμα τελικά
πολύ πηχτό σαν σκοτάδι και σαν πίσσα
συμπυκνωμένο 
περιεκτικό
δωσ’του μπλε κουβάδες,
εγώ να επισημαίνω τα εύθραυστα τοιχώματά μου
και συ να λες “τώρα ας μην αγγίξω εδώ”
και 'γω
να σε βλέπω σκονισμένο και μαγκωμένο μα τόσο εύπλαστο
σαν κακοψημένο πηλό
μάλλον πράσινο;
και συ να νιώθεις πως είσαι καφε-γκρι απο τη μούχλα
μα να ντρέπεσαι να το παραδεχτείς
για να μη χρειαστεί να το αλλάξεις άμεσα
και γω να μη λέω τίποτα
γιατί το μωβ με το πράσινο κουμπώνουν γάντι
αλλά το μπλε και το κόκκινο
με το καφε γκρι
δύσκολη μίξη
χωρίς σαφή σχήματα
και κάπως όλο αυτό
μόνο σε λαγούμι μπορούσε να μας οδηγήσει
τυφλοπόντικες να τριγυρνάμε μακριά απ’ τη λοιπή ζωή
αλλά πάλι μερικώς ειλικρινείς
στο σκοτάδι που καταφέρνουμε να παρακαμπτουμε
τις αποχρώσεις
θάβοντας κάτι εκεί κάνοντας βόλτες
κάτι που όχι μόνο δεν ξέρουμε
αλλά  προσποιούμαστε πως είναι crystal clear
τόσο οφθαλμοφανές 
'doesn’t even worth to mention' φάση

και έξω απ’ το λαγούμι
εσύ να με βλέπεις ξανά
κατακόκκινη σκέτη φωτιά απλησίαστη
 και να απορείς
'που σκατά είναι όλο το μπλέ γαμώ,
που πήγε; πριν δεν άγγιζα το αλαβάστρινο τώρα
το αυτόφωτο''
εκείνο το μπλέ 
που έμοιαζε με παγωμένη γαλήνη ψυχής μη-ζωντανής μα όχι νεκρής

και η αλήθεια είναι
πως ποτέ δεν πρόλαβα
να σου εξηγήσω
πώς το μπλέ μεταπίπτει σε κόκκινο 
κι αντίστροφα
                        *blood issues*
πως το μώβ είναι αύρα που στο χρόνο μόνο
εμφανίζεται
αλλιώς στα μικρά glimpses παρατηρείς
το χρώμα που εκπνέω στιγμιαία
το μώβ είναι η δίνη μου
  
το βλέπεις  μόνο αν πλησιάσεις κοντά 
τόσο κοντά
κσι μείνεις να παρατηρείς τις κινήσεις
υπο γωνίες

και αντιληφθείς αυτήν την πρόταση που κάνω
'έλα να δούμε πόσο κοντά μπορούμε να φτάσουμε
χωρίς χέρια,
χωρίς να σε γραπώσω και χωρίς να γραπωθώ
χωρίς να με γραπώσεις και χωρίς να γραπωθείς
πόσα ‘θέλω’ σου μπορείς να βρείς σε μένα
με το να είμαι η γλυκιά κακή εαυτή μου              (badbitch)
πόσα ΄θέλω’ μου βρίσκω σε σένα
με το να είσαι απλώς αυτός που (θες να) είσαι
πόσο με κινητοποιείς να με βρίσκω
και πόσο σε κινητρο-ποιώ για να με ψάχνω'

και τότε νιώθω μοναδική
όταν έρχεσαι κοντά
χωρίς να έχω προσπαθήσει να γίνω αυτό που θα ‘θελες
για να σιγουρευτώ πως θα ‘ρθεις
ίσα-ίσα
οριακά απαιτώ και συ να μη γίνεις κάτι
απλά να είσαι

στο τετραδιάκι είχα γράψει:
αν ήξερα τί ήθελα θα στο ζητούσα
δεν ξέρω να σου πώ
ξέρω όμως να υπάρχω
άρα το αίτημά μου μάλλον είναι να υπάρχουμε
μπορώ απλά να ‘είμαι’
και μάλλον θα ‘θελα να είμαι πιο συχνά
πχ η οθόνη με το νυστέρι που όσο προβάλεις πάνω της σμιλεύεσαι
          της είχε αρέσει πολύ αυτό

ίσως κι αυτό να ‘ναι αρκετά συγκεκριμένο
ίσως αρκεί
κάτι ανάγλυφο στο χώρο και το χρόνο
που βιώνεται αλλά δεν ορίζεται
δεν τραυματίζει
μόνο απαλύνει

ένα 

απαλό
χνούδι
σα χάδι
στο δέρμα σου

3.7.18

uncut scenes

πλάνο Α
ήμουν πολύ μουδιασμένη σχεδόν σα να ΄χα βγεί απ' το μνήμα, τον συνάντησα, μια πέτρα καθισμένη στο μάρμαρο, το μάρμαρο ήταν πιο λείο και πιο λαμπερό απ’ αυτόν και παρότι στη μέση της πλατείας έμοιαζε απόκοσμος, σαν να τον είχαν εκτοξεύσει τόσο μακριά που πλέον όταν επέστρεφε ήταν τόσο αλλοιωμένος για να ενσωματωθεί στη γειωτική γειωμένη γκριζωπή άσφαλτο
πλάνο Β
περπατούσα χαμένος στις σκέψεις μου, μάγκωνα και ξεμάγκωνα διαδοχικά αλλά τόσο γρήγορα που οι προτάσεις μου έσπαγαν στη μέση, δεν έβγαζα νόημα οπότε αποφάσισα να το βουλώσω και να μας αλλάξω διαδρομή όσο εκείνη μου διηγείτο περασμένα ντράβαλα  με το θάνατο, με πρόσωπο διπλό, μισό με συσπάσεις λυγμών  μισό με συσπάσεις μυδιάματος, τα χείλη της τραβηγμένα ελαφρώς προς τα πλάγια, σφιγμένα και τα μάτια της σχιστά, νωπά με φωνή έτοιμη να σπάσει. Η φωνή της έμοιαζε με απαλό κουβερλί, καθησυχαστική σαν delay που μαλακώνει το σβήσιμο και σε στοιχειώνει προστατευτικά, σαν επιφάνειες του ήχου που σε ηρεμούν στην χαοτική αναμπουμπούλα τους
πλάνο Γ
το στόμα μου είχε γεμίσει με την πιο κολλώδη επιθυμία, αυτό το παχύρευστο ‘θέλω’  που δεν ξεκολλά απ’ τα ούλα σου κι όλο το γεύεσαι και σε ενοχλεί αλλά σαγηνευτικά, δεν είχα πια υπογλυκαιμίες έτσι κι αλλιώς το επιβεβαίωσα και με εξετάσεις υπερευαισθησίας εκθέτοντάς με στον ερεθιστικό παράγοντα, ήμουν έτοιμη να ξεδιψάσω γλείφοντας εκ νέου, γρατζουνούσα με τα δόντια μου τα ούλα και τα μάτια μου λίγο μεγάλωναν πονηρά
πλάνο Δ
ο πρωινός ήλιος δεν είχε αποδειχθεί ακόμα ούτε εχθρός ούτε σύμμαχός μου, το έψαχνα ακόμα, όμως μάλλον προς το ‘φίλος' έτεινα, γιατί χρειαζόμουν θαλπωρή στο δέρμα κι ας λένε πως είναι βλαβερή, είχα να μάθω να λιώνω τη σκέψη μου και να μαλακώνω τις αρθρώσεις μετά απο δεκατρείς μήνες στην παγωμένη φρίκη, ήταν ώρα να λιώσω την ένταση ανάμεσα στα οστά κυρίως τους σπονδύλους, δεν μπορούσα ούτε να βγάλω την μπλούζα μου απ’ την χρόνια ακινησία, είχα ξεχάσει ν’ ακολουθώ τα πόδια μου και ο κορμός μου φαινόταν υπέρβαρος μένοντας τόσο πίσω σε κάθε μου βήμα
πλάνο Ε
*η διαύγεια και η διέγερση ήταν πάντα πιο επιθυμητές, απο κάθε είδους  θολούρα και βούλιαγμα_ είχα τοποθετηθεί ευθύς εξαρχής,
μου άρεσε πολύ να επανασυστήνομαι όπως και να επανεμφανίζομαι όμως τα μωβ φώτα που είχα στα κόκκαλα της λεκάνης, του καρπού και των γονάτων μου, δεν έκαναν καθόλου εύκολη την  εξαφάνισή μου, ακριβώς όπως και οι ραφές των μυών του
με αποτέλεσμα μια επαναλαμβανόμενη μη-αποφυγή, 
-ελιγμό ερπετού-
πλάνο Ζ
αυτός ο δρόμος της αμοιβαιότητας, πριν τα δικαστήρια, είχε πάντα αυτό το γλυκό αίσθημα τέλους
μου θύμιζε εκείνη την ιστορία της, που παρότι περιέγραφε απλά την περίθαλψη της φρίκης, με έκανε να χαμογελώ, αυτός ο δρόμος κατέληγε πάντα στην διττή έρημο/όαση και κάπως όλη αυτή η διαδρομή, θύμιζε την έκβαση πολλών μελλοντικών ιστοριών
*η τέχνη παρουσιάζει την επερχόμενη κοινωνική πραγματικότητα
πριν αυτή γίνει αντιληπτή_
κάπως έτσι
είχα καταλήξει να (προ-δια)γράφω την ιστορία μας, πριν 
καν τη γνωρίσω
διάβασα ξανά τα γραπτά μου
ένιωσα θλιβερή  μαριονέτα του εαυτού μου συνειδητοποιώντας πως δεν είχα βήματα ούτε μπροστά να πάω μα ούτε πίσω
είχα επιθυμία αναγκαία αλλά όχι ικανή
είχα αμφιθυμία
και τέλος πάντων
 ενώ νόμιζα πως  είχα σαφώς διαχωρισμένα τα πλαίσια μέσα μου
και  καθόλου ασαφοποιημένα τα όρια,
μάλλον είχα εγκλωβιστει στο ακριβώς αντίστροφο.