5.1.15

Διηγημα part 1

Παγωσε για μια στιγμη την σκεψη της και η επαναφορα στην πραγματικοτητα  ηταν τοσο αποτομη και ανακουφιστικη οπως η αναδυση μεσα απο την θαλασσα μετα απο  βουτια μεγαλου υψους. Κοιταξε ολογυρα. Ηταν σκοτεινα, μονο ενα φως πανω απο το πιανο φωτιζε αμυδρα το βιβλιοθηκακι με τις απειρες παρτιτουρες. Παραθυρο κλειστο μα ηξερε πως εξω ψιλοχιονιζε.  Εκλεισε για μια στιγμη τα ματια και απεμεινε να ακουει την φωτια να σιγοκαιει τα ξυλα. Κανείς δεν καταλαβαινε ποσο μεγαλη αγαπη ειχε στο τζακι και στην ζεστασια του. Καθοταν παντα μεσα σε αυτο, ισα -ισα να απεχει λιγο απο τις φλογες. ειχε καψει αλλωστε μερικα ρουχα και κουβερτες καθισμενη ετσι. Μπορουσε να αντεξει την εξωφρενικη θερμοτητα του τζακιου οσο κανενας αλλος. Ανεκαθεν ειχε περιεργη σχεση και με τις θερμοκρασιες. 
 Χαμογελασε αχνα σαν να κοιταξε εναν ανυπαρκτοο καθρεφτη και εβλεπε εκει μεσα τον εαυτο της.  Ποσο βαθια στις σκεψεις της ειχε χαθει;
... δεν θυμοταν καν. Σηκωθηκε αφηνοντας για λιγο την θεση της στο μαρμαρο του τζακιου για να ανοιξει το παραθυρο. Ειχε αρχισει να το στρωνει. Μες το σκοταδι, λευκες πινελιες. Τι ωραια...
Το χιονι προσεφερε μια αισθηση ουτοπικης αγνοτητας στον κοσμο. Μια αθωοτητα, μια καλοσυνη. Μακαρι να χιονιζε λιγο πιο συχνα. Αλλο ενα χαμογελο αυτη την φορα πιο θλιμμενο ζωγραφιστηκε στο προσωπο της. Επεστρεψε στην θεση της και θυμηθηκε πως ειχε αφησει ενα τσάι.  Και ετσι, καθισμενη κρατωντας την κουπα, αποφασισε να πατησει το continue  και να χαθει ξανα σε σκεψεις και ονειρα. 
Θυμοταν μικρη που οι σκεψεις της ενιωθε πως ηταν κατι σαν το μιτο της Αριαδνης. Αφηνε τη ροη των σκεψεν οσο τρελη και παραλογη κι αν ηταν να κυλησει, το νημα να ξετυλιχτει οσο πηγαινε. Μα, ειχε παντα στο νου της πως ονειρευοταν, πως ο,τι κι αν επλαθε το φαντασιακο της, δυσκολα θα γινοταν πραγματικοτητα. Γιατι ονειρευοταν παντα πραγματα που  φοβοταν να διεκδικησει. Αφεθηκε λοιπον ξανα, στο να σκεφτεται εκεινον. Εφερνε την εικονα του προσωπου του στο μυαλο της μα θυμοταν μονο το βλεμμα. Δυο ματια να κοιτουν. Το προσωπο πολυ αμυδρα σαν φιγουρα. Προσπαθουσε να θυμηθει την φωνη του, μα κι αυτο ακατορθωτο. Το μονο που μπορουσε να κανει ειναι να αναβιωσει τα γεγονοτα. Αδυνατο. Μονο και μονο στην προσπαθεια του να νιωσει οπως ενιωθε, κατεστρεφε τα παντα. Ποσο ηθελε να κοψει καθε σχοινι που την κρατουσε προσγειωμενη και να νιωσει πως εχει το ελευθερο να εκφραστει, να δοθει, να δεθει. Μα φοβοταν. 
Δεν μπορουσε να το παραδεχτει στον εαυτο της πως φοβοταν . Ηταν θαρραλεα πολυ. Αν εμπαινε σε κοιτωνα στο Χογκουαρτς το καπελο θα φωναζε Γκριφιντορ απο ενα μετρο υψος απο την κορυφη του κεφαλιου πριν καν προλαβει να διακρινει την ευφυια και το σατανικο μυαλο για να μπλεξει με Ραβενκλοου και Σλιθεριν . Εδω γιατι φοβοταν; Και το κυριοτερο ερωτημα, τι φοβοταν;
Κενο. Γυρισε για λιγο παλι στην ηρεμια του καθιστικου. Ενιωθε πολυ ασφαλης εκει. Ισως αν  χαλαρωνε λιγο καταφερνε να ανακαλυψει τον φοβο της . 
Εκλεισε ξανα τα ματια και εισεπνευσε αργα μερικες φορες. Πεινουσε λιγο. Αδιαφορησε για αυτην την αναγκη και συνεχισε την περισυλλογη. 

Φοβοταν να πληγωθει. Φοβοταν να αποτυχει. Φοβοταν να δειξει αδυναμη. Οι λυκοι μεσα της αρχισαν να παλευουν. Ο λυκος της λογικης με τον λυκο τον Ναρκισσο, ξεσκιζοντας καθε αισθημα καλο και κακο. Τυφωνας σκεψεων ξαφνικα. Φανταστηκε χρωματιστους νευρωνες και ρευματα να τρεχουν. Ειχε αναγκη απο μια επαναφορα. 
Ξεφυσηξε μελαγχολικα. Δεν ηταν στεναχωρημενη, ουτε θυμωμενη. Ειχε το συναισθημα του ονειροπολου. Του χαμενου, που μολις εζησε μια εμπειρια ομως μονο στο κεφαλι του και θελει πολυ να τη ζησει και πιο ουσιαστικα.  Το σκοταδι πεφτει και σηκωνονται αμυνες που ομως ειναι τοσο ευθραυστες αν ξερεις να βρισκεις τροπους να τις ριχνεις. Το 'χε μαθει καλα αυτο. Μια διαρκης αυτοτελειωση συνοδευομενη απο αυτομομφη. Παραιτηθηκε. Μουσικη. Αν δεν αντεχε κι αυτην, θα επεφτε για υπνο. Εκει που προστατευμενη θα απωθουσε ολα τα ονειρα της και θα ξυπνουσε  εχοντας για μια ακομα φορα την απορια:" Τι εγινε χθες;"...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου