7.4.16

Καμουφλάζ

ακανόνιστα ρεύματα τρέχουν
σαν ατίθασσα άλογα στο μυαλό μου
με βασανίζουν κοινώς
κάτι πόν(ο)ι στο κεφάλι
που δεν ξέρω πως να διαχειριστώ
γιατί έχω αποτύχει τόσες φορές
που έμαθα να το υπομένω
απο φόβο πως θα με βάλουν πάλι να πληρώσω 
τα σπασμένα άλλων

βάζω μουσική 
να γεμίσω τ’ αυτιά μου με την παρουσία σου
να χορεύουν τ’ αλογάκια ρυθμικά 
επάνω στους νευρώνες μου,
να κρατώ τα δάχτυλα κολλημένα στο πληκτρολόγιο 
μπας και με γλιτώσω απο μία ακόμα φαντασίωση

περνούν οι μέρες
ελίσσομαι στον χρόνο
-ετεροχρονισμένα όλα μοιάζουν περίπλοκα-
και κάπως έτσι καμουφλάρομαι

έχω καταντήσει απεργός πείνας
ολικός αρνητής στον ορό με την γλυκόζη
“περιμένω τον γλυκό μου” μουρμουρίζω
και μια στο τόσο  τρέμω σύγκορμη
απ' τα υπογλυκαιμικά σοκ


σε ψάχνω όπου πάω
γνωρίζοντας καλά πως δεν θα ΄σαι δω
και γελάω με τα χάλια μου
γιατί ακόμα και να ήσουν
πάλι δεν θα μπορούσα να σε δω
διακρίνω αμυδρά
έναν κόκκινο Γρηγόρη στο φανάρι  του δρόμου μου
κι έναν πράσινο Σταμάτη στον καθρέφτη μου
φοβάμαι να φτάσω και κάθομαι στα σκαλοπάτια
ανασύροντας απ' τον σκληρό που έχω αποθηκευμένους
όγκους συναισθημάτων για κάψιμο ή ανακύκλωση
γράφοντας ξανά και ξανά ιστορίες 
ποιήματα και τέτοια 
για να δικαιολογήσω κάπως τον εαυτό μου

θα ήθελα πάρα πολύ να ανοίξω την πόρτα
αλλά βιώνω κάπως έντονα την εισβολή
και καταλήγω να μπλοκάρω το σήμα
μην τύχει και επικοινωνήσει ο εγκέφαλος με τα θέλω μου
μην τύχει και επικοινωνήσει ο εγκέφαλος με τα δάχτυλά
μην τύχει και επικοινωνήσω εγώ μαζί σου
και δεν έχω μετά με τί να χαλιέμαι
βρίσκει ο φόβος λίγο σήμα και στέλνει τα προειδοποιητικά μηνύματα του
απομακρύνοντας με το ξεσκονόπανο της λογικής
τις βρώμικες και σκονισμένες σκέψεις 
απ’ τις γωνίες του μυαλού μου

όμως να σου πω ένα μυστικό;
το ταξίδι καλά- καλά δεν άρχισε
και μου χρωστάς εκείνη την θέα
είναι καιρός να δούμε κάτι μαζί
να σκεφτούμε την ζωή μας
να ψαχτούμε για να φτιαχτούμε
με κόκα ή κόλλα
να απορρίψουμε τον μαυροκόκκινο καπιταλισμό
του συνδυασμού
και να δηλώσουμε αντισυμβατικοί συνοδοιπόροι
σε κοινό δικό μας παραλήρημα 

σου χρωστώ ένα  βλέμμα,
με τα μαύρα μάτια
-σαν σοκολατάκια υγείας με γέμιση αλκοόλ,
που λιώνουν στο φως του πρωινού ήλιου
και κάτι ξεχασμένες νότες που ‘χω γράψει

ως τότε,
συνεχίζω τις φαϋλοκυκλικές φιλοσοφικές λούπες
νιώθωντας πως ψάχνω  μέσα σε δωμάτιο βυθισμένο στο απόλυτο σκοτάδι 
μια μαύρη γάτα που εξ ορισμού δεν υπάρχει
και
ακούγοντας μουσικοπολεμικά ρεπορτάζ, τον ορέ με τα ωραί 
και ντα(σ)παντούπια.






credis to Frida Kouk

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου