21.3.21

πίστα βι αρ/ πίστα βι ας

πέρασα την είσοδο και άρχισα να περιπλανιέμαι στους διαδρόμους με τις στρωμένες μοκέτες γεμάτες μωβ μπλε και πράσινους ρόμβους, κατέβαινα τα σκαλιά και γύρω μου υπήρχαν γιγάντιοι πλαστικοί άνθρωποι, με τρόμαζαν κάποιοι έμοιαζαν γιγάντια μωρά, ήταν πλάσματα ομοιώματα φίλων και γνωστών απ’ τη ζωή μου, το αρχικά γλυκό γνώριμο συναίσθημα έξαψης έδινε σιγά σιγά τη θέση του στον τρόμο, πλησίαζα και έβλεπα ατάραχα πρόσωπα, πλαστικά πρόσωπα, τόσο οικεία μα τόσο άδεια, άδεια απ’ τις εκφράσεις που είχα γνωρίσει και αγαπήσει, είχαν μάτια παγωμένα και μυδριασμένα στραμμένα προς κάπου, ένα γιγάντιο σινεμά, εξού η μοκέτα σκέφτομαι, εξού το λίγο φως, εξού και η ησυχία, μα εγώ είμαι εδώ με σώμα φθαρτό με δέρμα και οστά και μάτια τρομαγμένα φοβισμένα και αδύναμα, συνεχίζω να προχωρώ ελπίζοντας να βρω κάτι, την οθόνη; το λόγο; τί τραβά το βλέμμα όλων; συλλογίζομαι και προχωρώ, ωπ! η φίλη μου απ’ τη σχολή, να και η πρώην της και τώρα μιλάει με αυτόν τον φίλο μας, την ακολουθώ και ξαφνικά εντελώς απροειδοποίητα και αναπάντεχα αντικρίζω ένα γιγάντιο σωρό απο σώματα -πτώματα;- είναι αυτά τα πλαστικά σώματα το ένα πάνω στο άλλο ένας λόφος σα χωματερή, παρατηρώ και τί να δω, όλα τα άτομα ήταν παλιά οικεία μου, η φίλη απ’ τη δευτέρα λυκείου που μιλούσαμε πολύ τσατ και η έλενα και ο μάνος και η παυλίνα και ο μιχάλης.. ένας σωρός, ένα σωρό άτομα, η σωρός κάθε παλιάς μου σχέσης που είχα στο διαδίκτυο, φρικάρω, θέλω να πάρω τα μάτια μου απ’ την αποκρουστική εικόνα και δεν μπορώ, αυτοί οι άνθρωποι έχουν πεθάνει..

έχουν πεθάνει για μένα συνειδητοποιώ και τρομάζω, βλέπω την virtual ζωή μου και εδώ είναι όσα άτομα έμειναν πίσω, αγχώνομαι ‘το virtual είναι ό,τι έχουμε μα εγώ είμαι δω  με το σώμα μου, δεν είναι εδώ κανένα ομοίωμα μου, είμαι εγώ με τα γρήγορα πληγωμένα πόδια, τα αδύναμα μάτια και τα σφιγμένα χείλη', βουρκώνω και σωπαίνω -όπως πάντα- και προχωρώ, βλέπω επιτέλους την οθόνη, την οθόνη που κοιτούν όσα άτομα ακόμα ‘ζουν' και πάω κοντά γιατί δεν βλέπω, πάω όλο και πιο κοντά, να κάτσω πρώτη σιερά, μήπως δω, βλέπω μόνο θολά χρώματα και κατεβαίνω προσεκτικά τα σκαλιά ούτε αυτά τα βλέπω καλά, ψάχνω τις πράσινες γραμμές δίπλα στα καθίσματα της αίθουσας του σινεμά, και προσπαθώ να συγκεντρωθώ να μη την χάσω, και μόλις φτάνω στην πρώτη σειρά, με λούζει το φως της γιγάντιας οθόνης και βλέπω αυτόν, να κρατά αυτόματο και να με απειλεί με το χαμόγελο της φρίκης ζωγραφισμένο στο προσωπό του, με τα τρομακτικότερα μάτια που έχω δει, πιο πλαστικός και απόκοσμος απο κάθε άλλο πλάσμα, ο πιο αγαπημένος και οικείος πλαστικός είναι ο πιο άγνωστος και απειλτικός, με σημαδεύει και τα πόδια μου τρέμουν, εγώ δεν είμαι πλαστική, εγώ θα πεθάνω όντως, δεν θα πεθάνω γι’ αυτόν, θα πεθάνω γενικά αν το κάνει.. "μην το κάνεις” γρυλίζω μα δεν ακούγεται τίποτα, μόνο το χαμόγελό του αρχίζει να μοιάζει με στόμα λύκου έτοιμου να ορμήσει, με ρουθούνια και τρίχωμα σε διέγερση-

ο χρόνος παγώνει, μαζί με το αίμα μου, συναντούν τον πάγο του προσώπου του και  ακούγεται πια η ανατριχίλα παντού γύρω, βουρκώνω και μορφάζω απο φόβο και απόγνωση, “στα όνειρά μου είσαι κακός” ψελλίζω και το δέρμα του αλλοιώνεται το όπλο συρρικνώνεται ώσπου απομένει ένα μικρό κινητό ανάμεσα στα τρεμάμενα χέρια του, το προσωπό του απο πλαστικό γίνεται δερμάτινο και ρυτιδιάζει, γίνεται άνθρωπος και όσο μεταμορφώνεται το χαμόγελο χάνεται, τα μάτια του βουλιάζουν στις κόγχες τους κοιτά το κινητό του και η αγωνία του με κάνει να ξεχάσω τον τρόμο που μου προκαλούσε, δεν καταλαβαίνω τί κάνουμε πια δύο άνθρωποι σε αυτό το χώρο με τα ομοιώματα, πρέπει να φύγουμε απο δω, ψάχνω έξοδο, αυτός οπισθοχωρεί κοιτώντας διαρκώς το κινητό του λες και κάποιο τέρας απειλεί να ξεπηδήσει απο κει και να τον αφανίσει όπως ακριβώς το αυτόματο όπλο του απειλούσε να διαλύσει εμένα προηγουμένως, ο θάνατος φαντάζει τώρα και σ’ αυτόν ολοκληρωτικός, τα δικά μας σώματα δεν θα προστεθούν στο σωρό θα αφανιστούν, ψάχνω έξοδο και όσο ψάχνω παρατηρώ πως ο τρόμος για το τέρας της οθόνης γίνεται τρόμος απέναντι σε μένα,  γίνομαι το όπλο που απειλεί τον αφανισμό του, κοιτάζει με απελπισία το στόμα μου, 
είμαι άνθρωπος θέλω να του φωνάξω μα ανάμεσα μας πια υπάρχει ένα αγεφύρωτο κενό
γουρλώνω τα μάτια μου 
κι αυτός βουρκώνει και τρέχει
και δεν έχει πια καμία σημασία
γιατί ξέρω τί είδε σε μένα
τον απόλυτο τρόμο
χάνεται και ουρλιάζω
και δεν έχει καμία σημασία
γιατί ξέρω τί άκουσε
ένα λύκο να ουρλιάζει πριν επιτεθεί
και σωπαίνω
αλλά δεν έχει σημασία γιατί
τρέχει
με όσα είδε και όσα άκουσε
και μένουμε εκεί
ανάμεσα σε δυστοπικά ομοιώματα και σωρούς
ασαφή χρώματα και ήχους
στις αίθουσες με την ζωή σε ολόγραμμα και προβολή
με μια ανάμνηση
το τίμημα
του να υπάρχεις ζωντανός και ζωντανή
είναι να συνθλίβεσαι απ' τον τρόμο πως σε μια στιγμή πεθαίνεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου