_έστω ότι,
Είχα πάρει χάπια για να κοιμηθώ. Ήταν άλλη μια απο εκείνες τις περιόδους της ζωής μου που τσουλάνε σαν αμάξι με πρώτη στην εθνική. Βασανιστικά. Είχα αυτό το μόνιμο συναίσθημα πως κάθε ρόδα τραβάει γι’ άλλο σημείο του ορίζοντα με αποτέλεσμα να σπινιάρουν λυσσασμένα μα το αμάξι να μένει στην θέση του απλά καταναλώνοντας όση ενέργεια διέθετε για το τίποτα. Ένιωθα σαν μπαλόνι φουσκωμένο όσο δεν πάει, με χρώμα αχνό απο την διόγκωση του πλαστικού που ακόμα και χάδι θα το ‘σκαγε και η μόνη λύση ήταν κάποιος να έλυνε τον κόμπο στο στόμιο ώστε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο να εκτιναχτώ απ’ ‘ακρη σ’ άκρη του δωματίου αποβάλλοντας όλο τον αέρα με τον οποίο μ’ είχαν φουσκώσει τόσο ανελέητα σαν να ήμουν γαλοπούλα στις χαζοαμερικάνικες γιορτες - αυτές που τις γεμίζουν με ένα κοτόπουλο γεμάτο μπέηκον και λουκάνικα και άλλες τέτοιες υπερβολές που κάνουν αυτοί εκεί στα δυτικά.
Όπως λοιπόν καταλαβαίνετε, δεν είχα ύπνο.
Είχα όμως κούραση. Το κεφάλι μου ήταν γεμάτο με μια λίστα εκκρεμότητες που απλά προσπαθούσα να ξεχάσω, αλλά μετά θυμόμουν όλα εκείνα τα μηδενικά που αντικρίζω όταν δεν σκέφτομαι τις υποθέσεις που έχω να διεκπεραιώσω και απλά άρχισα να ξύνομαι με μανία. Δημιούργησα κάτι νέες πληγές, βάθυνα κάτι παλιότερες, δεν είχα παράπονο. Ήταν ηδονικό όλο αυτό. Ήταν καλοκαίρι και οι χειμωνιάτικες πιτζάμες με το πάπλωμα με έκαναν να βράζω αλλά δεν έκανα κάτι γιατί έτσι στριφογύριζα όλο το βράδυ στο κρεβάτι μου πράγμα που δεν κάνω ποτέ και ξυπνάω πάντα πιασμένη απο δεκάωρη ακινησία. Όλα πήγαινα βάσει σχεδίου, όλα ήταν όσο ανιαρά και τιποτένια είχα προβλέψει. Το πρωί με περίμεναν κάτι ανολοκλήρωτα σύμβολα και ένα ακόμα άσκοπο τρέξιμο για να ξεχάσω πόσα μικρά και μεγάλα, χρωματιστά και επικίνδυνα "τίποτα" θα ήθελα να κάνω μαζί σου αλλά εσύ αποφάσισες να ψάξεις για το κάτι. Κάποια στιγμή κοιμήθηκα.
Είχα πάρει χάπια για να κοιμηθώ. Ήταν άλλη μια απο εκείνες τις περιόδους της ζωής μου που τσουλάνε σαν αμάξι με πρώτη στην εθνική. Βασανιστικά. Είχα αυτό το μόνιμο συναίσθημα πως κάθε ρόδα τραβάει γι’ άλλο σημείο του ορίζοντα με αποτέλεσμα να σπινιάρουν λυσσασμένα μα το αμάξι να μένει στην θέση του απλά καταναλώνοντας όση ενέργεια διέθετε για το τίποτα. Ένιωθα σαν μπαλόνι φουσκωμένο όσο δεν πάει, με χρώμα αχνό απο την διόγκωση του πλαστικού που ακόμα και χάδι θα το ‘σκαγε και η μόνη λύση ήταν κάποιος να έλυνε τον κόμπο στο στόμιο ώστε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο να εκτιναχτώ απ’ ‘ακρη σ’ άκρη του δωματίου αποβάλλοντας όλο τον αέρα με τον οποίο μ’ είχαν φουσκώσει τόσο ανελέητα σαν να ήμουν γαλοπούλα στις χαζοαμερικάνικες γιορτες - αυτές που τις γεμίζουν με ένα κοτόπουλο γεμάτο μπέηκον και λουκάνικα και άλλες τέτοιες υπερβολές που κάνουν αυτοί εκεί στα δυτικά.
Όπως λοιπόν καταλαβαίνετε, δεν είχα ύπνο.
Είχα όμως κούραση. Το κεφάλι μου ήταν γεμάτο με μια λίστα εκκρεμότητες που απλά προσπαθούσα να ξεχάσω, αλλά μετά θυμόμουν όλα εκείνα τα μηδενικά που αντικρίζω όταν δεν σκέφτομαι τις υποθέσεις που έχω να διεκπεραιώσω και απλά άρχισα να ξύνομαι με μανία. Δημιούργησα κάτι νέες πληγές, βάθυνα κάτι παλιότερες, δεν είχα παράπονο. Ήταν ηδονικό όλο αυτό. Ήταν καλοκαίρι και οι χειμωνιάτικες πιτζάμες με το πάπλωμα με έκαναν να βράζω αλλά δεν έκανα κάτι γιατί έτσι στριφογύριζα όλο το βράδυ στο κρεβάτι μου πράγμα που δεν κάνω ποτέ και ξυπνάω πάντα πιασμένη απο δεκάωρη ακινησία. Όλα πήγαινα βάσει σχεδίου, όλα ήταν όσο ανιαρά και τιποτένια είχα προβλέψει. Το πρωί με περίμεναν κάτι ανολοκλήρωτα σύμβολα και ένα ακόμα άσκοπο τρέξιμο για να ξεχάσω πόσα μικρά και μεγάλα, χρωματιστά και επικίνδυνα "τίποτα" θα ήθελα να κάνω μαζί σου αλλά εσύ αποφάσισες να ψάξεις για το κάτι. Κάποια στιγμή κοιμήθηκα.
Όταν ξύπνησα το πρωί σε μισούσα και αποφάσισα να ερωτευτώ το παιδί που φτιάχνει τους καφέδες. Έτσι δεν θα ξανακοιμηθώ και δεν θα έχω όνειρα ούτε θα κινδυνεύω να ξυπνήσω και να σε θέλω πίσω. Θα πίνω καφέδες και θα γίνω ζόμπι με πρόσχημα έναν έρωτα.
Σπουδαία δικαιολογία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου