7.9.15

Διηγημα part 6

Καθοταν παλι, ηλπιζε να μπορουσε να γυρισει σε κεινες τις χειμωνιατικες μερες. 
Τοτε που περιμενε αυτες τις φθινοπρωινες μερες, που θα 'ταν αγκαλια...


΄Ηταν μονη της και δεν τολμουσε να προφερει καν το ονομα του, δεν τολμουσε καν, να σκεφτει την υπαρξη του. Γελουσε με την γαμημενη της ζωη και προσπαθουσε να γινει κυνικη, μα εβλεπε πως δεν ειχε νοημα.

Η μουσικη ειχε ξεκινησει και τα προσωπα πλησιαζαν, μα πλησιασαν και αντι να χορεψουν, βγηκε κατι αλλο.
Κατι αβολο, επωδυνο.
Κατι τοσο περιεργο, που έμεινε παρατημενο καπου, να αργοπεθαινει, γιατι δεν καταφεραν να το σκοτωσουν αλλα δεν ψηθηκαν να του δωσουν και ζωη.


Το μεγαλυτερο λαθος, ειναι το οτι τον ειχε ενταξει στο παιχνιδι της. Μεγαλο λαθος. 
Η προβλεψη οσο σωστη κι’αν ειναι, δεν συμπεριλαμβανει ολες τις συνιστωσες.
Και ετσι, εχασε.
Τον εχασε.
Τα εχασε ολα.
Και εκλαιγε, μια γοερη μελωδια, που εθρεφε τα αδυναμα φτερα της να γινουν ολοχρυσα και να πυρακτωθουν ξανα.
Στην φωτια της ζωης να παραδωθουν, στον ερωτα της δημιουργιας, σε αυτο που συνηθιζε να αγαπα.


Οσο οι μερες περνουσαν, τοσο απωθουσε τις πληγες, την ψυχωση, τον πονο.
Κρατουσε ολα εκεινα τα ονειρα, που δεν μπορουσε να πεταξει ακομα.
Δεν ειχε πια κουραγιο για αυτοκριτικη, αλλωστε, να βελτιωθει τωρα γιατι;
Ειχε χασει και ειχε αποσυρθει απο την ενεργο δραση.
Τα 'χε ρισκαρει ολα, μα δεν ειχε μετανιωσει τιποτα.

Μονο φοβοταν, πως δεν ψελισε ποτέ το πόσο ερωτευτηκε, το πόσο μαγευτηκε, το πως καταφερε να βγαλει φτερα.

Πως ενιωθε να λιωνει και πως να μην χωραει το σωμα της όλο το συναισθημα.

Ηταν ο,τι πιο ομορφο ειχε ποτέ τολμησει να διανοηθει. 
Τίποτα που ονειρευτηκε, δεν ειχε προσεγγισει στο ελαχιστο τα βιωματα της.
Ειχε συνειδητοποιησει γιατι αξιζει να ζεις και όχι να ονειρευεσαι.


Δεν ειχε λογια να πει, πως ειχε εμπιστευθει, πως ειχε νιωσει μες την αγκαλια του, υπο το βλεμμα του, πως ειχαν τραγουδησει μαζι, πως επαιζαν.

Δεν ηθελε να τα πει, ηταν δικα της αυτα. Ηταν ολα οσα ηξερε μα ηθελε για κεινην. Μονο για κεινην. 
Οπως ηθελε και κεινον, μονο για αυτην.
Μα δεν του το χε πει ποτέ.
Ηταν παντα τοσο χαλαρη, δεν φανταζοταν το τελος τους.
Δεν γινοταν να ειχε ερθει.
Όχι.
Όχι.
Αποκλειεται.
"Θα γυρισει", ψιθυριζε στον εαυτο της για να κοιμηθει τις νυχτες και αλλες παλι φορες εκλαιγε μεχρι να αδειασει απο συναισθημα και κοιμοταν πριν ξαναγεμισουν οι ασκοι με δακρυ.


Αποκομμενη απο το εξωτερικο της περιβαλλον, αποστασιοποιημενη, περνουσε ηρεμα τις μερες. Με τα βιβλια της, τα τραγουδια της, τους φιλους, τις μπυρες.

Όπως εκανε και κει, αποκομμενη απο το παραληρημα, τον αγαπουσε και όποτε επεστρεφε στην ρεαλιστικη διασταση, δεν μπορουσε να διανοηθει την τρελα και τον πονο που ενιωθε.
Όποτε προτιμουσε να επιστρεψει,
σε κεινο το λευκο τετραγωνο χωρο, με την αδιαφορη θερμοκρασια και την μηδενικη διακοσμιση.
Εκει που υψωσε το μεγαλυτερο τειχος για να αντεξει τον μεγαλυτερο ερωτα και τον χωρισμο απο το ονειρο.

Εκει που βλεπε τα ονειρα της να πραγματοποιουνται και ταυτοχρονα να γκρεμιζονται, εκει που προσπαθουσε να πεισει τον εαυτο της πως σημασια δεν εχει το συναισθημα, μα το τι στοχους εβαλες και το τι σου προτειναν οι φιλοι σου.
Εκει, που ηθελε να μεινει για παντα.
Εκει που οταν εβγαινε απο την πορτα , ηξερε πως θα κλεισει πισω της, μαζι με την πορτα στα συναισθηματα της.
Δεν μπορουσε να τα αντιμετωπισει, ενιωθε ολα τα συναισθηματα που ειχε ακουσει ποτε πως υπηρχαν, ο,τι ειχε περιγραφει σε όποιο λογοτεχνικο βιβλιο ειχε διαβασει και ο,τι ειχε δει ποτέ της σε ταινια.
Ολα μαζι.
Χωρις καποιο να υπερισχυει, χωρις καποιο να διακρινεται.
Και ο τοιχος υψωνοταν, οσο πλησιαζε ξανα στην πολη,
στο χαος που εμοιαζε με ο,τι εκρυβε.
Εκει που θα επρεπε πια, να ζησει, ετεροκαθοριζομενη, βαδιζοντας στους υπαρχοντες και ορατους δρομους απο τα ματια των αλλων, βασιζοντας το μελλον της, στο απτό γνωριμο μονοπατι, στην πεπατημενη. 
Λιγο πιο συνθετη , λιγο πιο περιπλοκη.
Αλλα χωρις κανενα δικαιωμα να ονειρευεται, χωρις δικαιωμα να ελπιζει, χωρις νοημα.
Με πολλους στοχους, αλλα κανενα νοημα.


Οι μηνες που ερχονταν, θα ταν γεματοι ικανοποιηση μα χωρις χαρα.
Φοβοταν παλι, μην τυλιχθει απο κεινο το πεπλο, το παλιο, μα δεν πιστευε πως θα γινοταν κατι τετοιο.
Ηλπιζε δηλαδη.
Θα ξαναπιανε το δρομο για μια τελειωση προσωπικη, μεχρι να βρει κατι που δεν πιστευε πως βρισκεται.
Δεν ηξερε που πηγαινε.
Ηθελε μονο, να εξυψωθει διανοητικα, εκφραστικα.

Ηθελε να γνωρισει μα να μην σχετιστει.
Δεν αντεχε κατι τετοιο.
Χρονιά με πτυχια, με συναυλιες, με ταξιδια.

Χωρις δευτερο εαυτο, χωρις μεγαλο αδελφο, χωρις διανοητικη σταθερα, χωρις καλλιτεχνικο παρτενερ, χωρις ερωτα.
Ωραια ξεκινουσε...
Μισουσε αυτην την ηρεμια.
Τοσο υπερεκτιμημενη.

Ηθελε ρισκο, ηθελε τρελα, ηθελε κλαμα και γελια.
Βασικα ηθελε εκεινον ή εστω τον δευτερο εαυτο της.


Μα ολα ειχαν χαθει.
Απεμενε μονη, με μονο κινητρο την ικανοποιηση και την επιτευξη στοχων.
Αγνοουσε επιδεικτικα τα κοινωνικα στερεοτυπα και τωρα ζητουσε καταφυγιο στην σιγουρια της αποδοχης αυτων για να ορθοποδησει.

Μα πιο πολυ απ’ολα, την στεναχωρουσε, που δεν ειχε δικαιωμα να τον σκεφτεται, ουτε και την ελπιδα να τον δει και να τον ζησει.
Κανενα νοημα.
Και μ’αυτες τις σκεψεις, μουσκευε ξανα τα χαρτια της λες και θα καταφερνε με τα δακρυα της να σβησει ενα-ενα, ολα τα ονειρα που ειχε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου