3.7.18

uncut scenes

πλάνο Α
ήμουν πολύ μουδιασμένη σχεδόν σα να ΄χα βγεί απ' το μνήμα, τον συνάντησα, μια πέτρα καθισμένη στο μάρμαρο, το μάρμαρο ήταν πιο λείο και πιο λαμπερό απ’ αυτόν και παρότι στη μέση της πλατείας έμοιαζε απόκοσμος, σαν να τον είχαν εκτοξεύσει τόσο μακριά που πλέον όταν επέστρεφε ήταν τόσο αλλοιωμένος για να ενσωματωθεί στη γειωτική γειωμένη γκριζωπή άσφαλτο
πλάνο Β
περπατούσα χαμένος στις σκέψεις μου, μάγκωνα και ξεμάγκωνα διαδοχικά αλλά τόσο γρήγορα που οι προτάσεις μου έσπαγαν στη μέση, δεν έβγαζα νόημα οπότε αποφάσισα να το βουλώσω και να μας αλλάξω διαδρομή όσο εκείνη μου διηγείτο περασμένα ντράβαλα  με το θάνατο, με πρόσωπο διπλό, μισό με συσπάσεις λυγμών  μισό με συσπάσεις μυδιάματος, τα χείλη της τραβηγμένα ελαφρώς προς τα πλάγια, σφιγμένα και τα μάτια της σχιστά, νωπά με φωνή έτοιμη να σπάσει. Η φωνή της έμοιαζε με απαλό κουβερλί, καθησυχαστική σαν delay που μαλακώνει το σβήσιμο και σε στοιχειώνει προστατευτικά, σαν επιφάνειες του ήχου που σε ηρεμούν στην χαοτική αναμπουμπούλα τους
πλάνο Γ
το στόμα μου είχε γεμίσει με την πιο κολλώδη επιθυμία, αυτό το παχύρευστο ‘θέλω’  που δεν ξεκολλά απ’ τα ούλα σου κι όλο το γεύεσαι και σε ενοχλεί αλλά σαγηνευτικά, δεν είχα πια υπογλυκαιμίες έτσι κι αλλιώς το επιβεβαίωσα και με εξετάσεις υπερευαισθησίας εκθέτοντάς με στον ερεθιστικό παράγοντα, ήμουν έτοιμη να ξεδιψάσω γλείφοντας εκ νέου, γρατζουνούσα με τα δόντια μου τα ούλα και τα μάτια μου λίγο μεγάλωναν πονηρά
πλάνο Δ
ο πρωινός ήλιος δεν είχε αποδειχθεί ακόμα ούτε εχθρός ούτε σύμμαχός μου, το έψαχνα ακόμα, όμως μάλλον προς το ‘φίλος' έτεινα, γιατί χρειαζόμουν θαλπωρή στο δέρμα κι ας λένε πως είναι βλαβερή, είχα να μάθω να λιώνω τη σκέψη μου και να μαλακώνω τις αρθρώσεις μετά απο δεκατρείς μήνες στην παγωμένη φρίκη, ήταν ώρα να λιώσω την ένταση ανάμεσα στα οστά κυρίως τους σπονδύλους, δεν μπορούσα ούτε να βγάλω την μπλούζα μου απ’ την χρόνια ακινησία, είχα ξεχάσει ν’ ακολουθώ τα πόδια μου και ο κορμός μου φαινόταν υπέρβαρος μένοντας τόσο πίσω σε κάθε μου βήμα
πλάνο Ε
*η διαύγεια και η διέγερση ήταν πάντα πιο επιθυμητές, απο κάθε είδους  θολούρα και βούλιαγμα_ είχα τοποθετηθεί ευθύς εξαρχής,
μου άρεσε πολύ να επανασυστήνομαι όπως και να επανεμφανίζομαι όμως τα μωβ φώτα που είχα στα κόκκαλα της λεκάνης, του καρπού και των γονάτων μου, δεν έκαναν καθόλου εύκολη την  εξαφάνισή μου, ακριβώς όπως και οι ραφές των μυών του
με αποτέλεσμα μια επαναλαμβανόμενη μη-αποφυγή, 
-ελιγμό ερπετού-
πλάνο Ζ
αυτός ο δρόμος της αμοιβαιότητας, πριν τα δικαστήρια, είχε πάντα αυτό το γλυκό αίσθημα τέλους
μου θύμιζε εκείνη την ιστορία της, που παρότι περιέγραφε απλά την περίθαλψη της φρίκης, με έκανε να χαμογελώ, αυτός ο δρόμος κατέληγε πάντα στην διττή έρημο/όαση και κάπως όλη αυτή η διαδρομή, θύμιζε την έκβαση πολλών μελλοντικών ιστοριών
*η τέχνη παρουσιάζει την επερχόμενη κοινωνική πραγματικότητα
πριν αυτή γίνει αντιληπτή_
κάπως έτσι
είχα καταλήξει να (προ-δια)γράφω την ιστορία μας, πριν 
καν τη γνωρίσω
διάβασα ξανά τα γραπτά μου
ένιωσα θλιβερή  μαριονέτα του εαυτού μου συνειδητοποιώντας πως δεν είχα βήματα ούτε μπροστά να πάω μα ούτε πίσω
είχα επιθυμία αναγκαία αλλά όχι ικανή
είχα αμφιθυμία
και τέλος πάντων
 ενώ νόμιζα πως  είχα σαφώς διαχωρισμένα τα πλαίσια μέσα μου
και  καθόλου ασαφοποιημένα τα όρια,
μάλλον είχα εγκλωβιστει στο ακριβώς αντίστροφο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου