μάθαμε ολοένα να κρατάμε μικρότερο καλάθι για τα όνειρα και τις ελπίδες μας,
απογοητευτήκαμε τόσο που το αφήσαμε στην άκρη, μην κουβαλάμε άδικα
μας κράτησαν τότε τα χέρια και χωρίς προσδοκίες νιώσαμε τ’ άγγιγμα, γλυκαθήκαμε
κι όταν το χάσαμε κόψαμε και τα χέρια να γλιτώσουμε την οδύνη της νοσταλγίας,
κι ύστερα, ανακαλύψαμε πως είχαμε στόμα και φωνή μα, μας τρόμαξε ο ήχος των δοντιών κι αγαπήσαμε τότε μόνο τη σιωπή
κατάπιαμε τις γλώσσες μην τολμήσουν ποτέ ξανά μήτε να γευτούν μήτε να προφέρουν επιθυμιες,
αυτοτιμωρητικά δώσαμε τέλος,
πλένοντας κάθε βράδυ καλά-καλά το στόμα με μελάνι φτύνοντας λεξούλες στο χαρτί να γλιτώσουμε απο ημικρανίες και στομαχόπονο.
Κάθε που ζούσαμε, τόσο λιγοστεύαμε, μείναμε ένα τίποτα αφού σπαταλήσαμε όσα είχαμε
-άλλα τα ψείρισαν, άλλα τα δώσαμε-
στέγνωσε η ζωή και θα ‘ταν κρίμα να τελειώσει,
χωρίς να σου ‘χω πει
πως το να πάψεις να ζείς μοιάζει γλυκιά ανακούφιση στη φρίκη
μα φαντάσου λίγο,
ένα κόσμο, με σουρεαλισμό αισθητική και κίνημα μωρό μου.
Δεν είναι ηδονικό;
Σου ‘χω φυλάξει κρυμμένη κάτω απ’ το κρεβάτι μου,
ακόμα μια ευκαιρία*,
για ‘κείνες τις ρέουσες, φλεγόμενες
απατηλά απύθμενες
αποδομητικές, χημικές
και προπάντων
πληγωτικά υπαρξιακές και υπαρκτές
μηδενιστικές, ατονάλ φαντασιώσεις μας
* που δεν είναι στο χέρι σου να χάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου