μπήκε απρίλης και ξεσκόνισα
μάης και σκούπισα
μάζεψα κάτω απ’ το κρεβάτι
πεντάλεπτα ηδονής
και δεκάλεπτα θλίψης
τα ‘χωσα σε μια τρύπια τσέπη
και σε σκέφτηκα
ο ενθουσιασμός;
κάτι ψιλά στην κωλότσεπη,
-χαίρεσαι να σου βρίσκονται
αλλά ζείς και χωρίς-
ήταν μάρτης και γδάρθηκα,
έπεσα η έκπτωτη
ντράπηκα που 'στεκα γυμνή
και ξαφνικά,
ήσουν το πιο φθηνό πουκάμισο
στα kiloσοπ
κι όμως εγώ
θέλησα να βγάλουμε μαζί
το καλοκαίρι
δεν είμαι η Μαίρη
ούτε η Μπεατρίς
-κυρίως γιατί ακόμα ζω-
και νιώθω μια φωτιά πολύ κοντα
σε μισώ παροδικά που αδιαφορείς
γράφω δύο στροφές της προκοπής
και μετά σε φτύνω να κολλήσεις
σε στρίβω σε καπνίζω και μελαγχολώ
γαμώτο πως να σου το πω,
είσαι το αποκούμπι
κάποιοας που δεν κουμπώνει καν
μα ξενερώνω που μειώνεις τις χημείες μου
ζωγραφίζω στον τοίχο τη σκιά μου
να γεμίσει η πόλη μας φαντάσματα
να σε στοιχειώσουν
και να με φοβηθείς ακόμα πιο πολύ
να σιγουρευτώ πως αν τα μπλέξουμε
θα έχεις επίγνωση πως είναι για κακό σου.
θα μπει Ιούνης και πως θα 'θελα
να σφουγγαρίσω τα υγρά σου
ή
να κάψω όλα τα πουκάμισα της γης.
ή
να κάψω όλα τα πουκάμισα της γης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου