1.3.15

Διηγημα - part 4

Ενιωθε ενα δακρυ να θελει να κυλησει, μα ηξερε καλα πως αυτο δεν προκειται να γινει. Ενα δακρυ, επειδη μια λατρεμενη φιλη ηταν μακρια, επειδη ειχε περασει το απογευμα στην αγκαλια της μικρης της ξαδερφης, γιατι τζαμαρε με τις ωρες με τον αδερφο της, γιατι το μονο που ηθελε ηταν να μοιραστει μια σιωπη.
Γιατι το μονο που της φαινοταν πραγματικα ελκυστικο, ηταν ο ερωτας. Το μονο που της νοηματοδοτουσε καπως τις μερες που περνουσαν, ηταν η προσμονη για κατι ομορφο. Για κατι υπαρκτο, που θα συνταραξει τον πυθμενα του ωκεανου της. ΓΙατι ενιωθε διατεθημενη να δωσει,  ο,τι χρειαζοταν, για να ζησει αυτο το αμοιβαιο ονειρο.
Αυτο το ταξιδι δυο μεγαλων μυαλων, αυτες τις αλχημειες, αυτο το κοινο δημιουργημα, αυτην την απελευθερωση. Αυτην την αποδεσμευση μεσα απο μια αλλου ειδους δεσμευση, αυτη την συμπορευση.
Αυτο ηθελε. Και δεν ηθελε να νιωθει πως εχει βαλει τα ρεβυθια να σιγοοβρασουν στην χαμηλη φωτια. Δεν ηθελε να παει αργα για να κρατησει.
Ηθελε να το ζησει. Η ζωη ειναι πολυ μικρη και απροβλεπτη για να σκεφτεται ετσι.
Ηθελε να κανει ο,τι πιο τρελο, ο,τι πιο κατακριταιο, ο,τι πιο τραβηγμενο, παραλογο και αφυσικο. 
Αρκει, να εβλεπε το χαμογελο που ηθελε να δει. 
Ηθελε να ακουσει αυτα τα αυτονοητα, για να μπορεσει να τα πιστεψει. Αυτα τα κοινοτυπα-κλισε, θελω το ενα , θελω το αλλο που κανεις δεν πολυπαιρνει στα σοβαρα.
Ηθελε επιτελους να πιστεψει και η ιδια πως εκει ειναι κρυμμενη η ευτυχια. Στην απλοτητα της ειλικρινιας. Στην απλουστερη εκφραση της επιθυμιας.
Τον ηθελε. Ο,τι πιο ειλικρινες, απλο και προσωπικο. Εχει και υποκειμενο και αντικειμενο και ρημα. Χαθηκε μια στιγμη,εφαγε μια φρικη γιατι θυμηθηκε οτι τα ρηματα αισθησης κτλ συντασσονται με κατηγορηματικες μετοχες και το κεφαλι της δεθηκε σε ενα πολυ περιεργο κομπο-τι σκατα πια εκει μεσα-δεν αντεχε καμια φορα το μυαλο της.
Της αρεσε να τον ακουει, να του μιλαει, μα πανω απ’ολα να του γελαει. Βασικα, πανω απ’ολα, λαχταρουσε τις αγκαλιες τους. Σιωπηλες, τρυφερες και με μια αμηχανια.
Τοσο διαφορετικοι, τραυμαρισμενοι, με πεισμα. Σε τοσους κοινους δρομους, τοσα κοινα μονοπατια.
Ηταν στιγμες, που εβλεπε ενα μελλον ροδινο, κι’αλλες παλι, που ολα την επνιγαν. Θα εγραφε κανα ποιημα μαλλον, μηπως καταφερει ετσι να πει οσα ηθελε.Γιατι με την ποιηση της, λες και ενεργοποιουσε τους μηχανισμους αποπτωσης να σκοτωσουν την ιδια της την αυτοκταστροφη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου