[...]Τους βρήκα να φιλιούνται σε ένα παγκάκι κοντά στο σπίτι μου. Ήταν αναψοκοκκινισμένοι και άγριοι. Μου χαμογέλασαν όταν τους πλησίασα αποκαλύπτοντας τα δόντια τους που ‘ταν γεμάτα αίματα. Τα ούλα τους είχαν γεμίσει πληγές, ανησύχησα. Δεν μπορούσαν να μου μιλήσουν γιατί τα στόματά τους πονούσαν . Μόρφασα, το θέαμα ήταν αποκρουστικό, έγλειφα τα χείλη μου ευγνώμων που δεν έτσουζε. Έγλειφα τα χείλη μου όπως ότα νιώθω άβολα και τα έσφιγγα μεταξύ τους μη ξέροντας τί να κάνω και μη μπορώντας να απομακρυνθώ.Είχα αρχίσει να καβλώνω. Ήταν αυτό το αίσθημα χρέους και συνενοχής, μαρτύρησα αυτή τη σκηνή, είμαι πλέον μέρος της ποιός ο ρόλος μου; Και τους πλησίασα να τους αγκαλιάσω, να τους δώσω απο ένα στοργικό φιλί και όταν έσκυψα με έβαλαν στα πόδια τους, πολύ γλυκά και ‘γω έκατσα λίγο ανακουφισμένη και τότε ξεκίνησαν να με φιλάνε και μένα ρουφώντας απολαυστικά τα υγιή τρυφερά ούλα, οι πληγές τους έκλειναν και με φιλούσαν ασταμάτησα ρουφώντας με μανία και ‘γω τους χάιδεϋα, ενώ πονούσα αλλά έβλεπα τις πληγές να κλείνουν και συγχωρούσα ώσπου ξημέρωσε και αποκοιμήθηκαν στο στήθος μου και με τον πρώτο δυνατό πρωινό ήλιο έλαμψαν, με μάλωσαν παιχνιδιάρικα που δεν ήμουν σπίτι και μου είπαν να μην το ξανακάνω . Έπειτα έφυγαν. Και τότε προσπάθησα να σηκωθώ και κάτω απ’ τα πέλματά μου είχαν ανοίξει γιγάντιες πληγές και δεν μπορούσα να περπατήσω. Έκατσα εκεί περιμένοντας. Μερικοί περαστικοί, τους είπα “ελάτε να σας φιλήσω”, έκλεισαν διάφορες πληγές λιγότερο ή περισσότερο βαθιές αλλά όχι οι δικές μου. Έμαθα να περπατάω με τα χέρια για να απελευθωθώ. Όμως ήξερα καλά, πως έπρεπε να βρω στόμα να με φιλήσει με ούλα ροζ και χωρίς αίματα για να κλείσουν οι πληγές στα πέλματα μου.
[...]
[...]