Τα πεύκα έξω απ’ την πελώρια τζαμαρία, την αρμονικά πλαισιωμένη ίσως και προστατευμένη απο τις μεταξένιες λευκές κουρτίνες, γυάλιζαν στον πρωινό ήλιο αποκαλύπτοντας όλες τους τις αποχρώσεις δίνοντας μια περίεργη αίσθηση παφλασμού υπο το ήπιο φύσημα του ανέμου. Το σαλόνι ήταν λουσμένο με φως, και τα πόδια του ήταν βαριά απ’ τον ύπνο αλλά είχε πεταχτεί απ’ το κρεβάτι γνωρίζοντας πολύ καλά τί σήμαινε ο ήχος που άκουγε. Είχε ανοίξει όλο ενθουσιασμό την πόρτα του διαδρόμου, για να αντικρίσει, λουσμένη απο φως, την μητέρα του να κάθεται στο πιάνο και τον πατέρα του, ακουμπισμένο στο τζάκι δίπλα της, να την παρατηρεί. Το μικρό κορίτσι έκατσε λίγο δίπλα στον πατέρα του, με το ζόρι έφτανε στη μέση του και με τη σειρά του τον παρατηρούσε να κοιτά τη μητέρα. Την παρατηρούσε με ένα τόσο παιδικό και γλυκό χαμόγελο, όλο τρυφερόττητα και προσμονή. Το κορίτσι, πήρε ένα τρυφερό χάδι απο τον πατέρα της, αλά όχι περισσότερη προσοχή. Χώθηκε στην αγκαλιά της μητέρας του, αυτή συνέχισε να παίζει προσεκτικά και σίγουρα πολύ πιο άβολα. Η μητέρα χαιρόταν πάρα πολύ που ήρθε το κοριτσάκι, ήθελε να σταματήσει και να το αγκαλιάσει, δεν την ένοιαζε τόσο το βλέμμα του συντρόφου της.
Το οκτάχρονο κορίτσι, με τις πράσινες παλ πιτζάμες που μισούσε και είχε σκίσει απο το ξύσιμο των ποδιών του, δεν ενδιαφερόταν με τη σειρά του για τα χάδια της μητέρας του. Η μητέρα σταμάτησε το πιάνο, σηκώθηκε και αγκαλιάστηκε με τον πατέρα. Είχε πάντα αυτόν τον έκδηλο θαυμασμό όπως στεκόταν απέναντί του,με έναν πολύ πιο οριοθετημένο και εκλογικευμένο τρόπο, ‘σάγαπώ γιατί ένα, δύο, τρία..’ - αν διάβαζε κανείς το βλέμμα της θα έβλεπε λίστα με δομημένες αιτίες και αποτελέσματα που συνηγορούν, συγκλίνουν και βασικότερα επιτρέπουν και υπενθυμίζουν γιατί τον αγαπά. Στεκόταν με μια περηφάνια και σιγουριά, απέναντι στον 25 πόντους ψηλότερο σύζυγό της, ακόμα και στην αγκαλιά έδειχνε η δυνατή δεν αφηνόταν, αφήνοντας μια επιθετική επίγευση στην όλη κατα τ’ άλλα ασύλληπτα γλυκιά συμπεριφορά της.
Το μικρό μελαχρινό κορίτσι, κάνοντας πως δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτην την αγκαλιά, πήρε δύο μπλέ μαξιλάρια απο τις άκρες του καναπέ, έφερε μια καρέκλα απ’ την κουζίνα και σκαρφάλωσε στη θέση του. Έριξε μια κλεφτή ματιά στους γονείς του, ο πατέρας είχε πάντα αυτό το ελαφρώς συγκαταβατικό ύφος, που σε γέμιζε ερωτηματικά και αμφιθυμία, πράγμα που παρατηρούσες εύκολα απο τις χαλαρές του αρθρώσεις και το ‘παρατημένο κέντρο του’. Είχε διαρκώς προβλήματα και πόνους ο πατέρας, σε πλήρη αντιδιαστολή με την άτρωτη μητέρα, μόνο κάποια πολύ παρατηρητική προσωπικότητα θα μπορούσε να παρατηρήσει πως σε αυτην την αγκαλιά υπήρχε μια τόσο μπερδεμένη αίσθηση υπεροχής, θαυμασμού και συγκατάβασης άμφω.
Τα δάχτυλά του ξεκίνησαν να πατούν τα πλήκτρα στο ρυθμό ενός ανάλαφρου βαλς, οι γονείς αμέσως άνοιξαν το κλειστό τους σχήμα και αγκαλιάστηκαν πίσω απ’ τις πλάτες τους, κοιτώντας όλο αγάπη και θαυμασμό την κόρη τους. Αυτή έδειχνε σχεδόν ενοχλημένη απο την προσοχή τους, κάτι ανάμεσα σε ‘τώρα θυμηθήκατε’ και ‘ναι, τι; παίζω’ . Χωρίς να διακόψει το κομμάτι, γύρισε και τους χαμογέλασε, χωρίς να εκφράσει καθόλου τη δυσφορία του, προσκαλώντας τους να νιώσουν άνετα, κάτι που δεν έκαναν εκείνοι σε αυτήν.
Οι γονείς τότε, άρχισαν να χορεύουν αγκαλιασμένοι και ευτυχισμένοι, το βλέμμα του πατέρα δεν ξεκολλούσε απ’ τη μητέρα και η μητέρα γελούσε και ένιωθε εκείνη οκτώ.
Το κορίτσι ένιωθε σαράντα και πληγωνόταν, που ποτέ δεν θα μπορούσε να χορέψει έτσι και συνέχιζε να παίζει, δημιουργώντας την δική του μπερδεμένη συνθήκη υπεροχής, θαυμασμού και συγκατάβασης με τους γονείς του, για να υπάρξει επιτέλους κάπως έστω, ανάμεσά τους.
Όσο καλο πιάνο κι αν έπαιζε, ο πατέρας της δεν θα την κοιτούσε με προσμονή γιατί δεν θα την περίμενε ποτέ να σηκωθεί για να χορέψουν, θα την άφηνε για πάντα να παίζει, να προσπαθεί να γίνει καλύτερη, εκφραστικότερη, απαλότερη, να γίνει η ίδια η μουσική ώστε να μπορεί να την απολαύσει αλλά ποτέ δεν την περίμενε να σηκωθεί. Και η μητέρα, ζήλευε που ο πατέρας μπορούσε απλά να κοιτά το μελαχρινό ομοίωμά του, να μεγαλουργεί και να την ξεπερνά και ήθελε να τη σηκώσει απ’ το πιάνο, το κορίτσι ήθελε να σηκωθεί αλλά ήταν μάταιο, τώρα η συνθήκη γινόταν ακόμα πιο μπερδεμένη, τί ήθελαν τελικά , τί είχαν και ο πατέρας τί; Τί θέση είχε; Πόση αξία έχει ο θαυμασμός, πόση ο χορός, πόση η δεξιοτεχνία και πόση η αμφιθυμία; Ποιά τον ζητά και ποιά τον δίνει; Τί έχει το βλέμμα του, που δεν έχει ο κόσμος όλος;
Όλα ήταν ξεκάθαρα και απολύτως ασαφή, πέρασαν δεκαπέντε χρόνια και το κορίτσι δεν μπόρεσε ποτέ να ξαναπαίξει μόνο για δύο μάτια και είχε αρχίσει να αγχώνεται είναι ώρα να εντοπίσει αυτήν την προσμονή,να σηκωθεί και να χορέψει
μα πως;
μα πως;