2.9.19

stolen structures

it actually comes from the past,
is it safe? you ask 
i never answered anything you really wanted
i just kept telling you this story
hoping my words would some day be clearer and clearer*


he asked me again and again what i wanted i said just be you
then they came together asking me
what i really want and i said just be who you are
feel free to be who you are
is it safe to just be who we are? they asked 
i couldn't keep this smile hidden
the following day he came too angry WHAT DO YOU WANT
is this enoughyelling at me
i said i want you to feel 
i want you to be honest
i want you to move as the real you
YOU THINK I KNOW THE REAL ME
i touched his arm we, here to find it together 
they were moving so fast
and then
they were motionless but not stable at all
i was waiting moving around
observing
my senses so tensed 
he was out of breath 
i saw him dazed 
he was in a trance
my one hand on his chest
my other hand on his back
took some breaths with him

he looked at me
"just understood what you want or don't" 
he walked away

                             (another smile)

following day
he was anxious 
they were all anxious
we were all, so anxious
they couldn't relax to what they would be
i couldn't hash my perspective

what you are is enough
i said 
and they were in a freefall     
                                          (also me)

they took my breath away
so thankful for the experience
of making them free to Be
and they kept demanding 

more and more chances
of becoming available bodies
in a mindset that releases
if you trust
if you feel safe to just be who you are.

it actually comes from the future
is it safe? you ask 

but, i could not force a perspective
so i didn't keep _
hoping this recalibration of 
a fucked up certainty 

to an available serenity.

1.7.19

software update

ψηλαφώ τα σημάδια στο λαιμό σου και πονάω στην ανάμνηση
δοκιμάζω τα γόνατά σου που τρίζουν
οι σπονδυλοί μου καμπυλώνουν πολύ περισσότερο απ’ όσο αντιλαμβάνομαι
και οι καρποί μου ευτυχώς παραπονέθηκαν μόνο μερικά δευτερόλεπτα πριν την τελευταία στιγμή*

δεν ήμουν καθόλου σίγουρη, πως όλο αυτό θα μας άφηνε χωρίς τσουξίματα και  ενοχλήσεις αλλά τα νύχια τεσσάρων ημερών δεν αποτέλεσαν ποτέ τόσο μεγάλο κίνδυνο οπότε έμεινα να χαζεύω το πρόσωπό μου μέσα στα γυαλιά σου να γίνεται σιδερένιο και απόκοσμο όσο το έστρεφες φοβισμένα προς διάφορες κατευθύνσεις και χαμογελούσα πονηρά
όσο περιεργαζόσουν το νέο λογισμικό που σε έφτασε στα πρόθυρα κατάρρευσης
πριν αρχίσει να τρέχει ένα-ένα τα προγράμματα μετά την εγκατάσταση
και το χωνεύεις σιγά-σιγά
πως υπάρχουν ακόμα τόσα να ανακαλύψεις για αυτήν τη νέα πραγματικότητα
που δεν ομολόγησες ποτέ πως έχει ήδη φτάσει προ πολλού

*τελευταία στιγμή, σου υπενθυμίζω πως η στιγμή αιωρείται πάνω απ’ τα κεφάλια μας σε άγνωστη αντίστροφη μέτρηση, οι πήχεις κινούνται καλύτερα αν μάθεις να ελέγχεις τους αγκώνες και οι αγκώνες αν ξέρεις να ενδυναμώσεις τις ωμοπλάτες
τα χέρια σου σε προδίδουν διαρκώς όπως και οι αστράγαλοι, τα δάχτυλά σου δεν ηρεμούν ποτέ και θέλω να τα ακινητοποιήσω και να ψηλαφήσω -επιτέλους-  τα σημάδια στο λαιμό μου.

24.3.19

highly obscured

νιώθω την απορία σου στο σφίξιμο του κορμού σου
το οποίο -επιτέλους- έπαψε να με δυσκολεύει αφότου αναγνώρισα εμένα μέσα του και συμπέρανα πως η δυσδιάκριτη ασαφής φιγούρα (μου) άρχισε να αποκτά σχήμα και υφές και μου μοιάζει όντως διαψεύδοντας τους φόβους μου για ενδεχόμενη στρεβλότητα του ειδώλου που αντιλαμβάνεσαι

έχω όλες μου τις απαντήσεις μοιρασμένες στα δάχτυλά μου, στον ουρανίσκο, στις κλείδες και στους καρπούς, στα γόνατα και τα ισχία αλλά κυρίως στον Α3 σπόνδυλο και τις οφθαλμικές μου κόγχες
 κι όμως, τα χείλη μου είναι κεραμιδί όπως πάντα ανεπηρέαστα και σου χαμογελάνε σφιγμένα γεμίζοντας ένταση μια απόσταση οριοθετημένη εξ ορισμού

το φάσμα των βλεμματικών σου αντιδράσεων, είναι ασύγκριτο με αυτό των ικανοτήτων ειλικρινούς λεκτικής σου έκφρασης γι’ αυτό και απλά σε παρατηρώ να αντιδράς πρωτογενώς, πριν προλάβεις να φιλτράρεις τις εκφράσεις σου και εκμαιεύω τις απαντήσεις που δεν μου δίνεις -νιώθοντας πάλι πως παίζω άνισα αλλά,
κάπως οφείλω να πορεύομαι στον παράδρομο

εμφατικά και αρκετά επώδυνα, έμαθα να μη ζητάω και νη μην περιμένω
ο κύκλος έχει μια αυτοτέλεια που δημιουργεί εκ των ουκ άνευ μια δυσκολότερη συνθήκη στη συσχέτιση, φαντάζει πλήρης και άρτιος
συγκριτικά με το έκδηλο αίτημα άλλων σχημάτων για συνταίριασμα
αλλά το άδηλο και αδιόρατο αίτημά του είναι ολοκληρωτικό
κι’ αυτή,
 είναι η πιο ειλικρινής απάντηση που έχω να σου δώσω.

 που πάλι παίρνεις χωρίς να ζητήσεις
γιατί έσταξε πριν κάποιες μέρες απ’ τα μάτια μου κι έφτασε στο σαγόνι εκεί που εδράζεται συνήθως όλη η αξιοπρέπεια μου και τη μαλάκωσε
όπως ακριβώς κάνεις και 'συ.

16.2.19

το χώλ μου

τί υπάρχει;
βγάλε τα γυαλιά σου
τί υπάρχει;
βάλ’τα πάλι
τί υπάρχει;
πείστηκες τώρα πως υπάρχουν τόσα ακόμα;

φέρε το πιάτο
τί υπάρχει;
υπάρχει δέρμα και φως που αλλάζει
υπάρχει η μουσική
υπάρχουν λέξεις που δεν έχεις πει

φέρε το πιάτο 
τί υπάρχει;
υπάρχουν αρθρώσεις και στάσεις
υπάρχω εγώ στο παιδικό μου δωμάτιο, ένα με τον τοίχο, το χαλί, το πάτωμα, να μην ξέρω τί να κάνω με τα πόδια μου και να τα κρατώ στον αέρα, γιατί τα πόδια είναι τα παιχνίδια μου

φέρε το πιάτο 
τί υπάρχει;
υπάρχετε εσείς και σας παρατηρώ, καμιά φορά κλείνω τα μάτια και ακούω όσα δεν λέτε, όπως κάθε μέρα, αλλά σήμερα νιώθω άνετα γιατί έχετε μαλακώσει και νιώθετε τις διόδους
νιώθω τόσο όπως πάντα που το μόνο που μου κάνει αίσθηση είναι το ότι επιτέλους είστε πιο ρευστά

φέρε το πιάτο
τί υπάρχει;
αλλάζετε υφές και επίπεδα και οι ήχοι σας είναι λέξεις, προτάσεις, παρακλήσεις και ‘γω μακάρι να μπορούσα να σας ανακουφίσω αλλά,
αλλά όχι γιατί υπάρχουν ακόμα πολλά πάρα πολλά να αισθανθείς
γιατί λείπουν ακόμα διαστάσεις
γιατί νομίζεις πως ο χάρτης σου με τις εμπειρίες  μαυρίζει
ενώ εγώ σου λέω πως δεν έχεις διανοηθεί ποτέ τα επίπεδα

σκέφτεσαι πάντα έτσι;
εντελώς

εσύ γιατί δεν κάνεις εμετό;
γιατί έχω συνηθίσει
τί;
δεν φρικάρω ούτε που βλέπω πράγματα που δεν φαίνονται
ούτε που δεν βλέπω πράγματα που υπάρχυν
τα πόδια σου πως δεν τα ξεχνάς;
μα, τα ξεχνάω
πώς αντέχεις τους δισδιάστατους ανθρώπους;
μα, δεν..
και τί κάνεις;
μοιράζω προσκλήσεις για το χώλ μου
κι έρχονται;
αμέ, με αρκετό ενδιαφέρον
και μετά;
αν δεν τρομάξουν, μένουν εδώ και δεν γυρνούν πίσω
για κανέναν και καμία
και γω; χωράω στο χώλ;
το χώλ δεν σε χωράει, το χωράς
δηλαδή;

αγκαλιά.

29.12.18

bloopers

έβλεπα ένα τεράστιο χέρι να σφίγγει το μέσα του και γούρλωσα τα μάτια μου ‘πλίζ νο’ ψέλλισα, το χέρι έμοιαζε ανθρώπινο μα ήταν μηχανή ήταν σίγουρα μηχανή, όχι κάποια τυχαία, ένα κατασκεύασμα ίσα με το μπόι του, θα τον έκανε σκόνη ‘νο νο’ κλαψούριζα, τα μάτιια μου είχαν γεμίσει δάκρυα, μικρές μαύρες λίμνες μα ο παγωμένος αέρας δεν επέτρεπε στο τσιτωμένο δέρμα μου να αισθανθεί τίποτα

έκλεισα τα μάτια μου, ήθελα τόσο να τον βγάλω απο ‘κει, αυτό το χέρι τον τσαλάκωνε, τον συμπίεζε, έδειχνε παραμορφωμένος και αλλόκοτος, όσο του έφθειρε τις αρθρώσεις τόσο φαινόταν κι αυτός δημιούργημα μηχανής, η φωνή του απ’ τις κραυγές και τα ουρλιαχτά είχε αποκτήσει κάτι απόκοσμο, σαν γρέζι μαζί με μάγκωμα. Αυτή η εικόνα με πλήγωνε, είχε τόσο ενδιαφέρον σχήμα, παράξενο μα οικείο, το ‘χε σκιτσάρει με σπασμένους ώμους και χωρίς πόδια, το φύλαγε στο πορτοφόλι του και το ‘χα δει απο σπόντα ένα βράδυ που ήθελε να μου αποδείξει πως είναι εντελώς ταπί και δεν έχει να ξεχρεώσει τα σπασμένα, του ‘χα πει ‘δεν πειράζει βρε γλυκό μου’ και όσο του μιλούσα παρατηρούσα το σκίτσο κρυφά

είχα μάθει, πως αυτές οι μηχανές που μοιάζουν με χέρια και συνθλίβουν, παίρνουν χρόνια να φτιαχτούν και για καθένα μας, υπάρχει μία, όσο σε σφίγγει τόσο δυναμώνει και -λέει- ποτέ δεν σε κάνει τελικά σκόνη απλά σε αλλοιώνει τόσο που ούτε συ ξέρεις να πεις τί είσαι πια, προτιμάς να μην είσαι ή αφήνεσαι να είσαι κάτι αποφασίζεται απ’ το συμβούλιο των μηχανών
έψαξα πάρα πολύ γι’ αυτές, νόμιζα πως σιχαινόμουν οτιδήποτε μηχανολογικό κι όμως, είχα εντρυφίσει και είχα γοητευτεί ασύλληπτα απ’ την στρεβλότητα τους

πίναμε αυτό το μεταξά στη στάση 3 το πρωί και όσο μιλούσαμε κατάλαβα, πως αυτό το χέρι σε σφίγγει απο μέσα και γω έχω χάσει τα έξω μάτια μου και πρέπει να τα βρώ γιατί έχω καταλήξει να βλέπω μόνο σφιγμένους ανθρώπους και να βουρκώνω και να χάνω τη φωνή μου και να απλώνω τα χέρια μου και να σφίγγω κι άλλο το σαγόνι μου και να τρώω τα χείλη μου αλλά αν είχα έξω μάτια θα θυμόμουν να βλέπω το δέρμα σαν μαύρο κουτί και θα ‘χα ύπνο κι ελπίδα ίσως και πιο συχνό οργασμό μη ιδιοπαθή

το πόδι του ήταν χτυπημένο, περπατούσε καλά απλά δεν έτρεχε και καμιά φορά τον ενοχλούσε ‘φτιάξ’το μωρέ, αφού φτιάχνεται’ του πα,  αυτός ψιλομπλαζέ και αδιάφορα δεν μου απάντησε, μιλούσε σε μια γλυκιά κοπέλα που με την σειρά της αδιαφορούσε.
Την ειδα τότε να τρέχει και τη ζήλεψα και άρχισα να τρέχω και γω, μα είχα πιο χτυπημένο πόδι απ’ αυτόν και μπορεί το μέσα μου να μη μ’ έσφιγγε αλλά το πόδι μου με διέλυε, υπέφερα αλλά ήθελα να τρέξω, για το δικό μου πόδι γιατί δεν συζητήσαμε άραγε ποτέ;
έτρεχα και για να προφυλάξω το πόδι μου έκανα ρυθμικές εναλλαγές, επιπέδων και βηματισμών κάποια στιγμή περπατούσα με τα χέρια και κάποιες άλλες στιγμές για να με ξεκουράσω πάγωνα στον αέρα, με κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει τί κάνω,
εγώ έτρεχα γιατί το ζήλεψα και κατέληξα να κάνω υπερβολικές φιγούρες για αυτοπροστασία με αποτέλεσμα να δείχνω άπιαστη αντί για κουτσή, δεν ήξερα πως ήμουν κουτσή δηλαδή, μέχρι που θέλησα να τρέξω γιατί μου φάνηκε ωραίο

φέρε χέρι πάρε πόδι, όχι να το συζητήσουμε, μα εννοείται θα το συζητήσουμε, ναι αλλά πότε, όταν φέρεις το χέρι, όχι όταν πάρεις το πόδι, ωραία έκλεισε

ε και έκλεισε

και μεγαλώσαμε λίγο ακόμα στο κρεβάτι μας, αποδομώ εγώ κι ανασυνθέτω, τα λέμε εκεί που ο ήλιος σε τυφλώνει απ' το μάρμαρο, ένα φιλί ένα συγγνώμη, ένα 'μεκατάλαβες' και ένα 'δενμε', ένα 'μένιωσες' κι ένα 'δενμε'
βρε δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε,
ή έλα και έχουμε
όλα είναι σκληρά μα κάποια σε δροσίζουν κι άλλα σε καίνε.

7.11.18

he 'll never get it

Τα πεύκα έξω απ’ την πελώρια τζαμαρία, την αρμονικά πλαισιωμένη ίσως και προστατευμένη απο τις μεταξένιες λευκές κουρτίνες, γυάλιζαν στον πρωινό ήλιο αποκαλύπτοντας όλες τους τις αποχρώσεις δίνοντας μια περίεργη αίσθηση παφλασμού υπο το ήπιο φύσημα του ανέμου. Το σαλόνι ήταν λουσμένο με φως,  και τα πόδια του ήταν βαριά απ’ τον ύπνο αλλά είχε πεταχτεί απ’ το κρεβάτι γνωρίζοντας πολύ καλά τί σήμαινε ο ήχος που άκουγε. Είχε ανοίξει  όλο ενθουσιασμό την πόρτα του διαδρόμου, για να αντικρίσει, λουσμένη απο φως, την μητέρα του να κάθεται στο πιάνο και τον πατέρα του, ακουμπισμένο στο τζάκι δίπλα της, να την παρατηρεί.  Το μικρό κορίτσι έκατσε λίγο δίπλα στον πατέρα του, με το ζόρι έφτανε στη μέση του και με τη σειρά του τον παρατηρούσε να κοιτά τη μητέρα. Την παρατηρούσε με ένα τόσο παιδικό και γλυκό χαμόγελο, όλο τρυφερόττητα και προσμονή. Το κορίτσι, πήρε ένα τρυφερό χάδι απο τον πατέρα της, αλά όχι περισσότερη προσοχή. Χώθηκε στην αγκαλιά της μητέρας του, αυτή συνέχισε να παίζει προσεκτικά και σίγουρα πολύ πιο άβολα. Η μητέρα χαιρόταν πάρα πολύ που ήρθε το κοριτσάκι, ήθελε να σταματήσει και να το αγκαλιάσει, δεν την ένοιαζε τόσο το βλέμμα του συντρόφου της. 
Το οκτάχρονο κορίτσι, με τις πράσινες παλ πιτζάμες που μισούσε και είχε σκίσει απο το ξύσιμο των ποδιών του, δεν ενδιαφερόταν με τη σειρά του για τα χάδια της μητέρας του. Η μητέρα σταμάτησε το πιάνο, σηκώθηκε και αγκαλιάστηκε με τον πατέρα. Είχε πάντα αυτόν τον έκδηλο θαυμασμό όπως στεκόταν απέναντί του,με έναν πολύ πιο οριοθετημένο και εκλογικευμένο τρόπο, ‘σάγαπώ γιατί ένα, δύο, τρία..’ - αν διάβαζε κανείς το βλέμμα της θα έβλεπε λίστα με δομημένες αιτίες και αποτελέσματα που συνηγορούν, συγκλίνουν και βασικότερα επιτρέπουν και υπενθυμίζουν γιατί τον αγαπά. Στεκόταν με μια περηφάνια και σιγουριά, απέναντι στον 25 πόντους ψηλότερο σύζυγό της, ακόμα και στην αγκαλιά έδειχνε η δυνατή δεν αφηνόταν, αφήνοντας μια επιθετική επίγευση στην όλη κατα τ’ άλλα ασύλληπτα γλυκιά συμπεριφορά της.
Το μικρό μελαχρινό κορίτσι, κάνοντας πως δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτην την αγκαλιά, πήρε δύο μπλέ μαξιλάρια απο τις άκρες του καναπέ, έφερε μια καρέκλα απ’ την κουζίνα και σκαρφάλωσε στη θέση του. Έριξε μια κλεφτή ματιά στους γονείς του, ο πατέρας είχε πάντα αυτό το ελαφρώς συγκαταβατικό ύφος, που σε γέμιζε ερωτηματικά και αμφιθυμία, πράγμα που παρατηρούσες εύκολα απο τις χαλαρές του αρθρώσεις και το ‘παρατημένο κέντρο του’. Είχε διαρκώς προβλήματα και πόνους ο πατέρας, σε πλήρη αντιδιαστολή με την άτρωτη μητέρα,  μόνο κάποια πολύ παρατηρητική προσωπικότητα θα μπορούσε να παρατηρήσει πως σε αυτην την αγκαλιά υπήρχε μια τόσο μπερδεμένη αίσθηση υπεροχής, θαυμασμού και συγκατάβασης  άμφω.
Τα δάχτυλά του ξεκίνησαν να πατούν τα πλήκτρα στο ρυθμό ενός ανάλαφρου βαλς, οι γονείς αμέσως άνοιξαν το κλειστό τους σχήμα και αγκαλιάστηκαν πίσω απ’ τις πλάτες τους, κοιτώντας όλο αγάπη και θαυμασμό την κόρη τους. Αυτή έδειχνε σχεδόν ενοχλημένη απο την προσοχή τους,  κάτι ανάμεσα σε ‘τώρα θυμηθήκατε’ και ‘ναι, τι; παίζω’ . Χωρίς να διακόψει το κομμάτι, γύρισε και τους χαμογέλασε, χωρίς να εκφράσει καθόλου τη δυσφορία του, προσκαλώντας τους να νιώσουν άνετα, κάτι που δεν έκαναν εκείνοι σε αυτήν. 
Οι γονείς τότε, άρχισαν να χορεύουν αγκαλιασμένοι και ευτυχισμένοι, το βλέμμα του πατέρα δεν ξεκολλούσε απ’ τη μητέρα και η μητέρα γελούσε και ένιωθε εκείνη οκτώ.
Το κορίτσι ένιωθε σαράντα και πληγωνόταν, που ποτέ δεν θα μπορούσε να χορέψει έτσι και συνέχιζε να παίζει, δημιουργώντας την δική του μπερδεμένη συνθήκη υπεροχής, θαυμασμού και συγκατάβασης με τους γονείς του, για να υπάρξει επιτέλους κάπως έστω, ανάμεσά τους. 
Όσο καλο πιάνο κι αν έπαιζε, ο πατέρας της δεν θα την κοιτούσε με προσμονή γιατί δεν θα την περίμενε ποτέ να σηκωθεί για να χορέψουν, θα την άφηνε για πάντα να παίζει, να προσπαθεί να γίνει καλύτερη, εκφραστικότερη, απαλότερη, να γίνει η ίδια η μουσική ώστε να μπορεί να την απολαύσει αλλά ποτέ δεν την περίμενε να σηκωθεί. Και η μητέρα, ζήλευε που ο πατέρας μπορούσε απλά να κοιτά το μελαχρινό ομοίωμά του, να μεγαλουργεί και να την ξεπερνά και ήθελε να τη σηκώσει απ’ το πιάνο, το κορίτσι ήθελε να σηκωθεί αλλά ήταν μάταιο, τώρα η συνθήκη γινόταν ακόμα πιο μπερδεμένη, τί ήθελαν  τελικά , τί είχαν και ο πατέρας τί; Τί θέση είχε; Πόση αξία έχει ο θαυμασμός, πόση ο χορός, πόση η δεξιοτεχνία και πόση η αμφιθυμία;  Ποιά τον ζητά και ποιά τον δίνει; Τί έχει το βλέμμα του, που δεν έχει ο κόσμος όλος; 


Όλα ήταν ξεκάθαρα και απολύτως ασαφή, πέρασαν δεκαπέντε χρόνια και το κορίτσι δεν μπόρεσε ποτέ να ξαναπαίξει μόνο για δύο μάτια και είχε αρχίσει να αγχώνεται είναι ώρα να εντοπίσει αυτήν την προσμονή,να σηκωθεί και να χορέψει
μα πως;



13.9.18

λογικέψου

you are the one
to whom i offer 
the ultimate power
and the absolute satisfaction
to reflect my ego

sunset
dust all over
my breath fogging the window
-meaning your eyes-
what i see there, 
a blurred nasty figure

taking off my lace underwear
cleaning up the cornea
carefully:
no streaks left,
observing my figure in the dark
-meaning your thoughts-
as a part of the external frame
making my self critique
totally committed to my awareness
that,
this game is
exclusively mine
but,  awaits to be revealed
-meaning spoken-

you, so broken and discouraged 
i don’t even dare
to stand in front of you as the real me
staying hidden 
trying to convince my deeper lust
that you are just another
straight white line
-meaning my stuff hidden in my
silver purse-
when you are a curve
the most scaring/scared curve at the same time
with this yellow colour of 
despair and desperation
which i admit i wanna lick
 but i respect you more
than i want to seduce you
dragging you in my existential trap
feeding you my chemistry

fully decided for what i am,
a jell of acceptance and care
to soften your skin,
relaxing your muscles,
washing away your messed-up thoughts
combined with 
the affection of the hot water
on your most private moments
during  shower, before sleep
-meaning probably,
death.