14.12.17

paranoid inlay

dreaming of
a bloody maternal body in slices
-meaning slaughtered-
and me
walking around
walking  over
standing upon as a woman
at last, without mother
so,
woman
-meaning free-

prohibition 
and you,
your reflection into my eyes
-meaning soul-
the ego i’ m trying to kill.
‘Εgo trained in action'
so i hurt myself
again and again
bitchin’ my life
making my way to silence
-not meaning serenity at all-

sadly,
there is no action in a frozen reflection
-meaning absence-
so there is no place to welcome my inner conflicts
-meaning existence-
so i keep becoming voluptuous
in a quarrelsome way
-meaning arrogance-

'sadistic jouissance’ 
as if i were obliged to -but,
I
disobey
-meaning struggling-
‘cause licking your dick
-meaning Ego-
gives me this taste of truth
i lack
the dick is the truth 
and
that is the unspoken .

29.10.17

βολική προσκόλληση

καταπακτές ιδεών
γεμάτες σκόνη και μούχλα
μυρωδιά αποσύνθεσης
και υπερήφανης ναρκισσιστικής μοναξιάς

ζαλάδα απ’ την πηχτή ατμόσφαιρα
συνθλιπτική υγρασία
σαδιστικά εξοντωτική για δέρμα, οστά και πνεύμονες
    ανάσες ξέπνοες
         ανάσες κομμένες
σχοινί και βιβλία άφθονα

άνθρωποι λιγοστοί
κυρίως,
νεκροί διάσπαρτοι 
στις γωνιές
του μετακαφκικού ανήλιαγου εφιάλτη
που επιλέξαμε
μαζί με την ολική άρνηση
της ανθρώπινης μας φύσης

φθορά /ανάγκες /ένστικτα
στο καζάνι
θέλω να νικηθώ πριν χάσω
λυσσασμένα αυτοκαταστρέφομαι

αναμένοντας την εξάχνωσή μου
στωικά
καρτερώντας τ’ αυτονόητο.



έστω προσπάθησα,
    κι ας μην μου στάθηκε κανείς ποτέ όπως τα ποιήματα

                       κι ας μην τ' ομολόγησα.




8.9.17

αν δεν προλάβω

      μάθαμε ολοένα να κρατάμε μικρότερο καλάθι για τα όνειρα και τις ελπίδες μας,
απογοητευτήκαμε τόσο που το αφήσαμε στην άκρη, μην κουβαλάμε άδικα
     μας κράτησαν τότε τα χέρια και χωρίς προσδοκίες νιώσαμε τ’ άγγιγμα, γλυκαθήκαμε
κι όταν το χάσαμε κόψαμε και τα χέρια να γλιτώσουμε την οδύνη της νοσταλγίας, 
   κι ύστερα, ανακαλύψαμε πως είχαμε στόμα και φωνή μα, μας τρόμαξε ο ήχος των δοντιών κι αγαπήσαμε τότε μόνο τη σιωπή
    κατάπιαμε τις γλώσσες μην τολμήσουν ποτέ ξανά μήτε να γευτούν μήτε να προφέρουν επιθυμιες, 
αυτοτιμωρητικά δώσαμε τέλος,
πλένοντας κάθε βράδυ καλά-καλά το στόμα με μελάνι φτύνοντας λεξούλες στο χαρτί να γλιτώσουμε απο ημικρανίες και στομαχόπονο.

    Κάθε που ζούσαμε, τόσο λιγοστεύαμε, μείναμε ένα τίποτα αφού σπαταλήσαμε όσα είχαμε 
-άλλα τα ψείρισαν, άλλα τα δώσαμε-
   στέγνωσε η ζωή και θα ‘ταν κρίμα να τελειώσει,
χωρίς να σου ‘χω πει
πως το να πάψεις να ζείς μοιάζει γλυκιά ανακούφιση στη φρίκη
μα φαντάσου λίγο,
ένα κόσμο, με σουρεαλισμό αισθητική και κίνημα μωρό μου.
Δεν είναι ηδονικό;

Σου χω φυλάξει κρυμμένη κάτω απ το κρεβάτι μου,
ακόμα μια ευκαιρία*,
για κείνες τις ρέουσες, φλεγόμενες
απατηλά απύθμενες
αποδομητικές, χημικές
και προπάντων
πληγωτικά υπαρξιακές και υπαρκτές
μηδενιστικές, ατονάλ φαντασιώσεις μας
                                                                  * που δεν είναι στο χέρι σου να χάσεις.


6.8.17

μιλώντας για το 'μετά'

- Σου αρέσει να δακρύζεις;
- Μου αρέσει το 'μετά' του.
- Πάντα σου αρέσει μόνο το 'μετά'. Τί είναι το 'μετά';
- Κάτι χωρίς προσδοκίες και απρόοπτα. 
  Κάτι χωρίς άγχος και φόβο.
- Το 'μετά' είναι το μέλλον;
- Όχι, σίγουρα όχι.Οριακά το αντίθετο ακριβώς.
- Παράδοξο.
- Αδιέξοδο. Ένα ακόμα δηλαδή. 
- Αν το 'μετά' δεν είναι το μέλλον τότε τι;
- Το ύστερο, το ύστατο.
- Μιλάς πάλι για θάνατο;

23.7.17

συνοπτικά

οι ακτές βαραίνουν κι ασχημαίνουν
ακριβώς όπως
οι συνειδήσεις μας

κάποια πράγματα δεν γνωρίζουν διακοπές
όπως η ύπαρξη
και οι κόμποι που μου μάθαιναν παλιά
φαντάζουν πλέον η μόνη επαρκής λύση

οι ζωές μας όπως οι ακτές
γεμίζουν ανθρώπους επισκέπτες
για τους οποίους χεστήκαμε
οριακά τους ψηρίζουμε
τους κράζουμε
-να κινείται η αγορά
και σπίτι μας

ενώ στέκουν πάντα εκεί
και αυτοί
που ήρθαν και δεν έφυγαν
και δεν μάθαμε ποτέ
πως να τους βοηθήσουμε
οπότε μείναμε να τους κοιτάμε
με στόμα ανοιχτό
χέρια άδεια
κι έπειτα σκυφτό κεφάλι
στην πορεία

καλοκαίρι ίσον
μαύρα μάτια και μαύρα δέρματα
περιμένοντας κάτι
που δεν ξέρουμε καν
που δεν θα έρθει καν
και όλο αυτό το πλαίσιο
δεν είναι παρά άλλη μια χορηγούμενη
ελκυστική προσφορά
για να βγεί ο επόμενος χειμώνας
με μερικές ακόμα αναμνήσεις
ψευδαισθήσεις ανεμελιάς
ή αδρής περιπέτειας

ίσως ηδονισμού και ταλαίπας
ή
σωστότερα
ηδονισμού μέσω της ταλαίπας
για τα παιδιά που αγάπησαν
τη νεοτερικότητα σαν έφηβα
και κάηκαν σαν πυροτέχνημα
στο άβολο χάος του post modern

γι’αυτό κάπως προσδοκώ
επανάσταση νεκρών
στην κοινωνία του post-postmodern
με πρόταγμα τον συγκερασμό
στριμωγμένοι στο άβολο κλουβί της ελευθερίας

το κλάμα με κάνει να χωνεύω τις λέξεις
και οι φρίκες όσο βαραίνουν τόσο τσουλάνε στον οισοφάγο
πέπτονται μάλλον κι αυτές
δίιχως  χολή

συνοπτικά,
πόλεμος μέσα κι έξω
άνθρωποι έξω
φαντάσματα μέσα
αίμα μέσα κι έξω
ανάγκες μέσα
εθισμοί έξω

λες και θα ξεφύγουμε ποτέ απ’ την κόλαση
και το τσιμέντο
λες και οι ψυχεδελικές εικόνες των καλοκαιριών εμπειριών
δεν θα μείνουν απλά στα ίδια πατάρια
με όλα τα χαζά κι αχρείαστα γραπτά μας

δε γαμιέται
ήρθε κι έφυγε κι αυτό το καλοκαίρι
και 'μεις
πίνουμε μαύρο πάτο
τις στάχτες των πεθαμένων ονείρων μας
καυλώνοντας
με σπασμένες βιτρίνες

26.6.17

is there an exit?

σ’ εγκατέλειψα ελαφρώς μα,

έγινε το κλίμα τροπικό
κουρδίστηκε η ζωή σε φρύγιο
κι απέμεινε μόνη να κυνηγά
τις ατονάλ φαντασιώσεις μας

ο ήλιος μου εξατμίζει τη θλίψη
πριν κυλήσει στο μάγουλο
δεν την γλέίφω
κι όσο δεν την γλείφω, δεν υπάρχει
είμαι άπιστη πια
πιστεύω μόνο με τη γλώσσα
και πρόστυχη
προς τύχη σου μεγάλη
κι ας μην εκτιμάς

αποπνικτικό το ύφασμα στο δέρμα
δεν έχω καλοκαίρι να εισπνεύσω
και ρουφάω ακόμα
κομματιασμένο το χειμώνα μου

ο κόσμος έξω με κουράζει
δεν ρολλάρουν τα μάτια 
απ' την μία λέξη στην επόμενη
κι όμως
γρηγορότερα ρολλάρουν
απ’ την σκέψη σου στις πράξεις σου

ας πάρουμε τρυπάνια
ν’ αδειάσουμε επιτέλους τα κρανία μας
και ας καρφώσουμε το νόημα
που μονίμως  χάνουμε 
ή πεισματικά
δεν βρίσκουμε στη φάση μας,
μαζί με τα μυαλά  μας
στον τοίχο για ντεκόρ
ας παίξουμε κανένα ανκόρ
αξιοπρεπές
ώσπου να ξεραθούν
και ας τα ψήσουμε 
σαν να ‘τανε χταπόδια

καιγόμαστε και καίμε
για εκείνο το ατελές
που όλο με ρωτάς
με μάτια γουρλωμένα
γι’ αυτό που λείπει απ’ το τσιγάρο σου
γι’ αυτό που ξεγλιστρά απ’ τις λέξεις μου
σφηνώνοντας στα δόντια
πέτρα κατήντησε το ατελές
που μεγαλώνει πιπιλώντας ξανά και ξανά
κλισέ και νέα
εσύ το αφήνεις, θεριεύει
 και σου κάθεται μια μέρα στο λαιμό”

fucked up, παράνοιες
προσπαθώ να μπαλατζάρω τις πλευρές
απ' τα γαλάζια τρίγωνα που με μαγνητίζουν
και δεν αντέχεις την αλήθεια τους
όπως κάθε φορά που με βρίσκεις
όταν στρέφεις το βλέμμα ψηλά
και γω σου ορκίζομαι
πως δεν γουστάρω ύψη
αλλά πτώσεις

          φοβάσαι           το μυρίζω

γιατί ανησυχείς
για την κεφαλή σου Πρόδρομε;
δεν θα το χάσεις το μυαλό σου
αν ήθελα θα το 'παιρνα
μόνο μ' ένα χορό μου
το θέμα είναι απ' το δικό μου
εγώ ν' απαλλαχτώ 
σε περιμένω και τσιμπολογώ 
βαριεστημένα
τους νευρώνες σου
κρύβοντας τους στην κωλότσεπη
μαζί με τις τζιβάνες.


βγάλε με απ' το ρόλο μου
                   βάλε με στη θέση μου
           πλιζ 
παγωμένη είμαι, όχι κουλ


26.5.17

πώς στέκονται οι άνθρωποι;

-πώς στέκονται οι άνθρωποι κα δεν πέφτουν ;
-ο ενας ανθρωπος που θα σταθει θα εισαι συ.
Εντολή στο τετράδιο με τις γραμμές και τα τετραγωνάκια, σα να λέμε εντολές-περιθώρια. Βαρέθηκα να γεννάω εκτρώματα απο το κεφάλι, δεν είμαι ο Δίας και γενικά, δεν είμαι τίποτα. Γράφω στο τετράδιο τις τιμωρίες μου ψυχαναγκαστικά, όπως το θέλησαν, όπως το πρόσταξαν αλλά πάλι πήρα αυτό της μουσικής και έφυγα βιαστικά απ’ το σπίτι παίρνοντας μόνο το κλειδί του σολ, μένοντας εξω.
Πάλι.
Και μόνος.
αλλά όχι μόνος. Κατάλαβες τί εννοώ.
Κουραστήκαμε, κατάλαβες τί εννοώ.
Δεν ξεμυτίσαμε ποτέ, δεν κατάλαβες τί εννοώ.
Κοίτα, περπατούσα πάντα αδιάφορα στους διαδρόμους με τις συμβατικές ευτυχίες που πουλάνε με το κιλό στα σούπερ μάρκετ, προσπαθώντας να κλέψω τα καρότσια άδεια, δεν μου άρεσε ποτέ να τα γεμίζω με κονσέρβες -προσδοκίες ούτε με μπουκάλια λήθης κι όμως, δεν ξέρω αν τελικά όλο αυτό το χαίρομαι. Πάντως μια φορά είχα καταφέρει να κλέψω ένα καρότσι, άδειο. Το έβαλα στην αποθήκη για να κουβαλάω τις αϋπνίες μου, όλα εκείνα τα βράδια που έπαιζα κρυφτό με τους εφιάλτες μου και τους μαρτυρούσα πάντα λίγο πριν το τέλος το ‘’ποτέ δεν θα έρθει αν δεν’'
απο φόβο για τους άλλους τους πιο αληθινούς.
Να φοράς πάντα ένα μαντήλι στα μάτια.
Να νιώθεις το μετάξι να χαϊδεύει τον δακρυικό σου πόρο αλλά να μην ενδίδεις. 
Φυσικά.
Αυτό ειναι το νόημα.
Δυο χνούδια εγκλωβίζονται μες στο φθηνό μου μαξιλάρι και προσεύχομαι σε κάποια κατώτερη δύναμη να έρθουν κι’ άλλα,  για κάθε χνούδι που εγκλωβίζεται να ελευθερωθεί ένας άνθρωπος μήπως και οι βασανισμένοι γίνουν κάτι πιο ανατομικό και αναπαυτικό για το εύφλεκτο κρανίο μου. Μήπως και οι βασανισμένοι και εξίσου εγκλωβισμένοι με βοηθήσουν περισσότερο απο όλους εκείνους τους ποιητές που υποσχέθηκαν μια ζωή που ποτέ δεν γνώρισα και με έκαναν να σιχαθώ τους καλλιτέχνες σχεδόν όσο τον ίδιο μου τον εαυτό. Βλέπεις, δεν ρωτήσαμε, δεν μάθαμε. Πώς αναλύονται οι ελπίδες και γίνονται υπόσχεση στους πιο πίσω στην ουρά. 
Και αν καλά-καλά υπάρχει το σπίτι μας εν τέλει.
Αν το σώμα μας κοιμάται ήσυχο στο παιδικό μας κρεβάτι.
Όταν με πιάνω είμαι εννιά χρονών παιδί, όταν με αγγίζουν τετρακόσια.