26.10.16

άντε καλά

ρίχνεις το κέρμα και μου φωνάζεις
ακατάληπτα πράγματα
‘τί είχαμε / τί χάσαμε’ σκέφτομαι
το άπειρο απ’ τη μία
                ή
                    κάτι που έτσι κι αλλιώς δεν ήθελα
απ’ την άλλη

φεύγω να ξεφύγω
οι τοίχοι και οι στίχοι μου
με στοίχειωσαν
καιρός για νέες περιπέτειες
αλλά 
άντε να σβήνω τώρα τα παλιά
ποιόν κοροϊδεύω;

ακόμα μακριά απ' όλους
μια περιττή αρτιότητα
τέλος πάντων
εδώ οι άνθρωποι σπαράζουν εμπρός μου
κι εγώ τους ακροάζομαι

οι Τετάρτες με διαλύουν
βλέπεις,
είναι σκληρός ο θάνατος
και στο στόμα μου
δεν γλυκίζει καθόλου το χρήμα και η επιστήμη
τα σιχαίνομαι

χαλασμένοι άνθρωποι
στα γρανάζια ενός κόσμου
όπου όλες οι πράξεις προκαλούν πόνο
politically correct /νομικά αποδεκτό
και τα λοιπά και τα λοιπά


παρακμάζουμε
λιώνουμε μέρα τη μέρα
σαν κεταμίνη που στη λάσπη μ’ αφήνει
κάθε μου σκέψη το μυαλό μου μολύνει
κανένας αλγόρθυμος
δεν διευκολύνει
και η παράνοια,
                     συνεχίζεται
με παρελάσεις
κι άλλα τέτοια περιττά
που έλεγε και ο σχωρεμένος
                                     -σχωρέστε με-

άντε καλά,
το βουλώνω κι απόψε
μα πριν κλείσω τα μάτια
ο ενδογενής πεσιμισμός
είναι ό,τι πιο ανακουφιστικό
λάτρεψε ο μηδενισμός μου

και θα ξυπνήσω το πρωί
μετανιώνοντας
την υπερέκκριση ναρκισσιστικής ορμόνης
που με βοηθά να επιβιώνω
όταν όλα γύρω φαντάζουν τόσο σάπια
όσο πραγματικά είναι.

9.10.16

το νόημα

μπαίνω σε μια λούπα
δεν με εκφράζει σου λέω
και συ εκεί
χωρίς έλεος να εμφανίζεσαι
χωρίς να σου το επιτρέπω
και να εξαφανίζεσαι,
πριν το ευχηθώ
βλέπεις, θέλω τους όρους μου
το ξεστομίζω 
το μετανιώνω αυτόματα
γυρίζω πλάτη μήπως γυρίσει και ο χρόνος πίσω
μήπως το ξεχάσεις
και σταματήσω να ντρέπομαι
γυρνώ να σ’ αντικρίσω
ήδη έχεις γίνει ο καπνός
που εισπνέω μανιακά
-αφού δεν φτάνεις-

μερικές βδομάδες αργότερα 
απο την τέταρτη φορά
είχα κόψει το κάπνισμα
σε είχα ξεχάσει
αποστειρώθηκα
απολυμάνθηκα
φόρεσα τα λευκά
και ωπ,
να 'σαι πάλι

πριν το καταλάβω
τα λευκά κουμπώνουν πίσω
'δεν είναι αστείο' σου ψελλίζω
και φτερουγίζω μακριά
θυμάσαι τότε που σου γύρισα την πλάτη;
δεν άντεχα να μην αντέχω άλλο

θα εκραγώ και δεν θα σου 'χω πει το μυστικό,
δεν έγινες ποτέ καπνός
μα κάτι μάτια
που δεν με άφηναν να ησυχάσω δευτερόλεπτο
σε σκοτώνω
σε διώχνω 
σε ξεχνώ
σε αποδομώ

μα λίγο πριν ανέβω στην σκηνή
το πτώμα που έκρυψα στο καμαρίνι
δεν υπάρχει
το αίμα στους τοίχους είναι δικό μου
και συ
ίσως και ποτέ να μην υπήρξες.

1.10.16

τσαλακωμένη υποκρισία

το παρελθόν μοιάζει ναρκοπέδιο
σε ακρωτηριάζει,
σε εθίζει
περιπλανιέσαι ανέμελα
μέχρι να το μετατρέψεις σε νεκροταφείο

υιοθέτησα εκείνο το “μόνο μπροστά”
έβαλα και μια ταμπέλα “παλιάνθρωποι”
το σχέδιο δούλεψε για λίγο
ώσπου ανακάλυψα ότι πλέον
δεν είχα ούτε ένα κοινό
μ’ εκείνο τον εαυτό που ζούσε ως τότε

κατέληξα απλά χαμένη
να παίζω κρυφτό
με το πεισματάρικο παιδί
που δεν βαριέται
τόσα χρόνια να μπλέκει
φαντασιώνομαι τη στιγμή που θα με φτύσω
μα ξέρω πως απλά θα αλλάξουμε πάλι ρόλους
ξενερώνω με την σκέψη
και συνειδητοποιώ
πως βαδίζω σ’ ένα δρόμο
με γυρισμένη πλάτη
το μέλλον άγνωστο
μα ελκυστικά τα Σόδομα και Γόμμορα
που φλέγονται μπροστα στα μάτια μου
(άρα πίσω μου)

παράλληλα,
προσπαθώ να καμουφλάρω
τις ευθύνες και τα “πρέπει” μου
με τις αγαπημένες μου μελωδίες
μα τα ξυπνητήρια βρωμάνε τόσο πολύ ρουτίνα
που όσες γλυκαντικές ύλες κι αν προσθέσω
παραμένουν πικρά και δηλητηριώδη
στραγγίζω τις αναμνήσεις μου
να στάξει λίγο χρώμα 
στη νέα μουντή παραγωγικότητα
-συγγνώμη, πραγματικότητα
μα το μόνο που συμβαίνει
είναι αντιδράσεις επικίνδυνες
απο αυτές που δεν τολμούν οι επιστήμονες
και δεν χρηματοδοτούνται

νιωθω να με σπρώχνουν σε νεροτσουληθρα
να γλιστρώ βασανιστικά
(αναπόφευκτα)
ψάχνοντας σταθερο σημειο να κοιτώ
μπας και εχω την ψευδαισθηση 
πως παίζει να γλιτώσω
κεντράρω τον ήλιο με τα μάτια μου ορθάνοιχτα
και ύστερα τα σφίγγω να κλείσουν
-πιο αποτελεσματικό και φθηνό απο ναρκωτικά-
μαυρο με διάσπαρτες
εναλλασσόμενες  ψυχεδελειες 
αποσυντονίζομαι για λιγο,
επιτυχώς
μα πριν το καταλαβω, βλέπω πάλι 
το τσαλακωμένο λευκό της δικής μου υποκρισίας.

12.9.16

θα βγεί

μέσα στα τείχη της πόλης
ανακριτικός πρωινός ήλιος
και μεις,
σαλιγγάρια 
μετά απο βροχή παραισθήσεων
σε χώρους πολύχρωμους
τέρατα ιπτάμενα
φυτά κρεμαστά
υγρά πολυτελείας
στομάχια τρύπια

βλέμματα
χαμόγελα εξαντλημένα
σιωπηλό ανέβασμα
μετά τα τελευταία σκαλοπάτια
λιποθυμία στα στρώματα
όνειρα αυθυποβολές
επιθυμιών ανεκπλήρωτων


φημισμένος γαλλικός Νότος
βόλτες το σούρουπο
αντιφάσεις
το δώρο σου
παράλληλες μοναχικότητες
συνειδητές αποστάσεις

πάλι πρώτος
μόνος
οι μουσικές μας
μου κάνεις την χάρη
γραφικές πατισερί
τελευταίες στιγμές
σφιχτά αντίο


ξανά


η σκέτη γεύση 
μου και σου
φλόγα/ρομάνς
γέλια
χαμόγελα μουδιασμένα
σιωπηλό κατέβασμα
μετά τα τελευταία σκαλοπάτια
λιποθυμία στα στρώματα
όνειρα αυθυποβολές
επιθυμιών ασίγαστων

αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι
λήθαργος /γλυκός θάνατος
κουνούπια αφορμές/νέες πληγές
οι μουσικές μας
δεν προλαβαίνεις καμία χάρη
λεωφορεία
τελευταίες στιγμές
εννοείται το αντίο

αδυναμία
-
πάει καιρός/ μένει καιρός
-
σκέτες γεύσεις,
οι μουσικές μας
-
θα βγεί  η χρόνιά,
                               θα βγεί μικρό μου.





2.9.16

τελειώνει ο κύκλος;

νιώθω το σπίτι να βαραίνει με αναμνήσεις
η ατμόσφαιρα όλο γίνεται και πιο αποπνικτική
οι τοίχοι γέμισαν επικίνδυνα
τα χειρότερα ναρκωτικά είναι τα αντίο
ξυπνάνε όλες τις μνήμες
θάβουν το μέλλον
και σε πετάνε νηφάλιο στην γκρί πόλη
ο καλοκαιρινός έρωτας λέει πως
"η φαντασία είναι μανδύας απόδρασης"
βάζω στο ριπίτ τις σκέψεις του
και αρνούμαι να πιστέψω πως 
δεν είμαι σουπερ ήρωας
οι λάσπες της 'νέας εποχής'
ήδη με κρατάνε πίσω
οπότε σκέφτομαι να μην περπατήσω καν

η κοιλάδα της συνειδητοποίησης
έγινε φάκκα
ξερνάω το τυρί που σιχαινόμουν πάντα
πάλι με τράβηξε το δηλητήριο
ζητώ απεγνωσμένα εξιτήριο απο τη γελοιότητα
εμφανίζομαι ανορεξική και χλωμή
-αντιφατική απο κάθε άποψη-
ψάχνοντας ανάμεσα στις ξεραμένες κάμπιες
της περασμένης άνοιξης,
δικαιολογίες και άλλοθη
απορρώντς με τις αν(τ)οχές μου

'κάπα απο κατάχρηση'
αυτό είναι φέτος τ’ όνομά μου
ο έλεγχος είναι αυταπάτη
μα χρησιμοποιώ μερικές βολικές σκέψεις
για να την παλεύω
κινώ τα νήματα στο δικό μου μυαλό
αντιμετωπίζω τον κόσμο σαν σκακιέρα
ή καλύτερα σαν πρόγραμμα
που καταστρέφω πριν το καταλάβω

με γαμάει το μυαλό μου
δεν αφήνει περιθώρια
μέσα μου φουντώνει πού και πού
ενας έφηβος νεοτεριστής
που κομματιάζει όσα δειλά φτιάχνει το παρόν μου
με φρικάρει η παραίτηση
μα τουλάχιστον είναι κάπως ειλικρινής
κλείνω τον κακό μου εαυτό
σ’ ένα αρχείο που ακόμα δεν εστάλη
και το κάνω όλο και πιο εύφλεκτο

το να την παλεύει κανείς
δεν χρειάζεται να γίνεται ψυχαναγκασμός
πληγώνω τους ανθρώπους μου
επειδή με αγαπούν πολύ
κι αφού όσα ζω δεν έχουν συνοχή
γιατί να’ χουν όσα γράφω;

9.8.16

σκέψεις άμμου

η επιστροφή στο τίποτα σε γεμίζει άσσπρο
  σαν να 'ναι η ζωή ένα κύμα και συ ό,τι ξεβράστηκε
ο παφλασμός είναι απρόβλεπτος και ασύμμετρος
  εκτός αν ο φακός είναι ευρυγώνιος
το άσπρο είναι παρανοικό και σε ρουφάει όπως η άμμος  
  απολαυστικά σαν ανθρώπινο στόμα και σώμα
τα σημάδια βαθιά 
κι όμως τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν
φτιάχνοντας κάστρα μάταια
γυρνουν πλάτη στη θάλασσα κι επιμένουν
να δημιουργουν επιδεικτικά στο βωμο του τετελεσμένου

οι μεγάλοι φτιάχνουν τρύπες για εκδίκηση
  μηπως παγιδεψουν το νερό και το τιμωρήσουν για όλα τα παιδικά τους τραύματα και όλες τις φοβίες
τις παρανοικές άσπρες φοβίες που ξεγλιστρούν ανύποπτα τις νύχτες με σελήνη
οι μεγάλοι αρχίζουν να ελπίζουν σε μωβ σύννεφα
 κάτι αυγές και δειλινά που βγαίνουν απ' τα φέρετρα
είναι τα σύννεφα αυταπάτες ομορφιάς
σαν τον κόσμο που δεν επ'ελεξαν μα έζησαν
διαλύονται κι αλλαζουν μέρος, όψη και μορφή
 ανάλογα τον άνεμο, τον ήλιο και και τους ρύπους
κρύβουν το φως και κλέβουν απ' το χρώμα του

άνθρωποι είναι τα σύννεφα ανασφαλείς και φοβισμένοι

μακάρι να 'χα τρόπο να σου πω
αυτά που ήθελα χωρίς καθόλου χρώμα
αυτό με βασανίζει κι απορώ
πώς να χωρέσει η σιωπή μέσα σε ποίημα
κοιτώ τα μάτια σου, το σκέφτομαι ξανα
να τα κάστρα μου τα παιδικά
να φέρετρα και δειλινά
να οι φοβίες μου όλες και τα όνειρα

μέσα στα μάτια σου βυθίζομαι αργά
να άμμος που λυσσαλέα με ρουφά
να σύννεφα μαζί με ξαστεριά
να η σιωπή μέα σε ένα ποίημα.




                                                                            
                                                                              

30.7.16

ιππεύοντας κροκόδειλους

ψάχνω σκιά απο σένα
έχω ξεφλουδίσει τρείς φορές
και ακόμα ψήνομαι
ο ήλιος μου καίει το μπούτι
-αχ να το δάγκωνε και λίγο να καυλώναμε-
ό,τι απέμεινε απο μένα
είναι δυο χέρια να στηρίζομαι στο μάρμαρο
και να καπνίζω μπας και σε βγάλω απ’ τα πνευμόνια μου
μου αρέσει να αράζω σε ταράτσες
παρέα με τις πλάκες που δεν γνώρισαν ποτέ
την έννοια της σκιάς
ταυτίζομαι και μένω ακίνητη εκεί
κλείνω τα μάτια και μετρώ
όλα τα ‘άραγε' που άφησα στο σπίτι
πήρα μαζί μου διάφορα ‘επειδή'
για να μπορέσω να την βγάλω 
χωρίς δράματα και στάχτες

όταν ακούω τους άλλους να μιλάνε
σε θυμάμαι
ζορίζομαι που δεν άγγιξα ποτέ αυτή τη μύτη
και με μισώ που δεν σου πρότεινα ποτέ
να φύγουμε ιππεύοντας κροκόδειλους
σε είδα καβάλα σε ιππόκαμπο με κείνη την κοπέλα
έκλαψα οκτώ ώρες πέντε λεππτά και τριάντα δευτερόλεπτα

περιμένω ακόμα εκείνο το κύμα να σε φέρει
και γω φυσάω τον καπνό πιο δυνατά
μήπως αλλάξουν τα ρεύματα και έρθεις
'υποβαθμίζεται η πόλη' λέει ο μαλάκας ένα
‘Σχολείο και Υφανέτ’ ο νάμπερ τού
και ο μαλάκας τρία πετάει ακόμα χημικά
εκκένωση ζητούν 
'ζήτω ο θάνατος/ καμιά ελευθερία'
ποδοπατούν την ανθρωπιά
κάτι γουρούνια
γέμισε ο τόπος μπάσταρδους
και γω ακόμα γράφω
ζητούν εκκένωση μυαλών απο ιδέες
και μου 'ρχεται εμετός
σε χρώμα γαλανόλευκο

κλείνω τα μάτια πιο σφιχτά
και σου φωνάζω
να ‘ρθείς να ανοίξουμε τρύπες
στα κρανία τους
το κουφάρι μου σέρνω και σε ψάχνω
μα οι μπάτσοι θα με βρουν
πριν απο σένα