3.5.15

Η σημασια της μαυρης μπογιας του ρεαλισμου

Αδιακοπη εμμονικη προσπαθεια αυτοεκφρασης, ματαιη και αποτυχημενη.
Στοχευμενη αρκετα, αλλα ακομα ασαφης.
Συγκεχυμενες ιδεες και επιθυμιες, φοβος και ρεαλισμος εν δραση.
Ισοπεδωση, ολοκληρωτικη καταστροφη.
Παραδοχη ευαλωτοτητας αλλα και ευαισθησιας.
Παραιτηση και παθος για αρχη.
Κατι που δεν τελειωσε μα κατι που δεν αρχισε.
Κατι που κρυβεται, κατι που δεν λεγεται.
Ενω λεγονται τοσα.
Μαχη για ειλικρινια, μα αδυναμια ολοτητας.
ΤΟ ΟΛΟΝ. το τιποτα.
Το διπολο. Το ατοπο.
Ο φοβος, η ευθυνη.
Η βεβαιοτητα- λανθασμενη.
Η υποθεση  - κερδισμενη.
Συναισθηματικα; Εrror 
Λογικα; Try again
Συναισθηματικα; dafuq
Λογικα;  not givin’ a fuck
Αποφασεις; ανυπαρκτες
Μελλον; ….υπαρχει;
Κουφαρι ή προοπτικη;
Προαποφασισμενη ληξη με χρονικη παραταση;





Και ολα τα παραπανω ειναι απλα μαλακιες που ειπα. Και δεν τις ειπα και μονη μου.
“ Εκανες το μυαλο του πουρε- αλοιφη και το απλωσες πανω σε κρακιερακια”.
Χμ, ισως.
Και, τι καταλαβα;

Κοιταω απλα ενα λευκο χαρτι.
Και μεχρι κατι να γραψει, νιωθω απλα τρελη εγκλωβισμενη στο λευκο γιατι ολα τα χρωματα μαζι χωρις το μαυρο του ρεαλισμου οδηγουν στην τρελα. Και αν το μαυρο παραπεσει, τοτε ηρθε η καταστροφη. Ειναι σημαντικη η μαυρη μπογια.
Αναγκαια η υπαρξη της, αλλα με μέτρο.

22.4.15

Circle of Life

So many hours spent looking through this window, so many decisions made, so many dreams! It is a simple roof window through which only the sky can be seen. Nothing more, nothing less!
Watching the sky is tantamount to reading a book, the book of life. The sky is the mirror of the continuous alternations of life. Sometimes it is bright blue while other times deep grey, with its dense clouds travelling with the wind. But the cycle is the same, sunrise, sunset and then night. This cycle never stops, no matter the weather or time. What changes is how long the sun decides to stay out, looking at me through the window.  When he decides to take his brightness away, he gives way to the dim colours of the clouds or lets the stars shine bringing with them the brightness of the moon. This is how life rolls and every roll brings with it a plethora of options for all of us to choose from. It's the circle of life, pivoting us forward! 
Looking at the sky generates in me feelings of freedom and strength. It is this unlimitedness that makes my goals attainable. Sometimes people are afraid of looking at the sky because they are afraid to face their dreams. Personally, I need these moments to search through the plethora of options to find my own dreams, to understand who I am, what I can do and what I want to do. Staring at the unlimited nurtures a dialogue with myself where my deepest desires and dreams are allowed to surface. This is the time when my actions are explained, my motives, the causes and consequences of my life. Everything becomes clear when dealing with ourselves, without external influences. All these continuous and unpredictable alternations depict human thought. Happiness, sadness, loneliness, each with its own beauty correlates to the different shades of the sky. I feel that the sky helps us realize our significance compared to the universe that hosts our existence.
Looking through this window, I have realized that in this life, there is more to see than can ever be seen, more to do than can ever be done.  What we have to do is try, as hard as possible, to satisfy the need of choosing the options that will make our world even more beautiful with our minimum contribution.





στα 17 μου τα έγραφα να τα καταλάβω στα 20

1.4.15

Διακομιδη



Εβρεχε και κατι εσκιζε την καρδια μου,
ηταν μαλλον η κοφτερη λεπιδα της επιθυμιας,
η φλογισμενη ακρη του μαχαιριου της διψας,
η θρακα που σιγοεκαιγε μεσα μου,
πιο καταστροφικη απο τις πυρηνες γλωσσες,
πιο επικινδυνη απο την παρορμηση της στιγμης.
Φυσουσε και τιποτα δεν ηταν πιο τρομακτικο
απο τους ηχους της ανακατεμενης ατμοσφαιρας,
απο την αισθηση της περιπλεξης,
του συνοθυλευματος που αποκαλυπτει,
μονο τον πυρηνα των ποθων σου,
απομακρυνοντας καθε παραπλανητικη προσπαθεια εκφυγης.
Εβρεχε μα δεν εσβηνε η φωτια,
σαν λιπασμα για τους καρπους της λειτουργουσε.
Φυσουσε και τρομαζα μηπως παρασυρθουν οι σκεψεις σου μακρια μου.
Εβρεχε και ηλπιζα.
Φυσουσε και τραγουδησα.


Μα τωρα ουτε βρεχει, ουτε φυσαει.
Αρα οι σκεψεις σου αν φυγουν μακρια μου, θα ειναι απλα επιλογη. 

car lights*

7.3.15

Μια φορα κι'εναν καιρο.....

Καποτε συναντηθήκαν τα δυο ομορφα μυαλα, ερωτευτηκαν κι'ορκιστηκαν τον κοσμο να αλλαξουν πια. Να φτιαξουνε εναν δικο τους, ασυγκριτο και τρομερο, εναν κοσμο που ομοιο του δεν ειχε φανταστει μυαλο.
Ο Ναρκισσος και η Ναρκισσα, ηταν τοσο ταιριαστοι, εφτιαξαν ενα παλατι κι'εμειναν εκει μαζι. Ουτε παραθυρα ουτε τοιχους, μονο καθρεφτες ειχαν βαλει, και περπατουσαν στους διαδρομους και κοιταζονταν με χαρη. Ηταν λιγο επικινδυνο να χουν τοσους καθρεφτες, μα δεν τους ενοιαζε πολυ, θα μπερδευαν τους κλεφτες. Ηταν μεγαλοι Ναρκισσοι, εξυπνοι και σπουδαιοι, τα θελω τους δεν αλλαζαν, ενω η λογικη άλλα λεει.
Βλεπετε οι καθρεφτες ειχαν χαρακτηριστικο, να υμνουν την ομορφια σου μολις σε βλεπαν σκεπτικο.
Ηθελαν καποια ησυχια, για να ζουν πιο “αρμονικα” , κι επελεξαν τα κοπλιμεντα να 'ναι πλεον μονο βουβα. Ετσι αφαιρεσαν απο τους δολιους τους καθρεφτες, την μονακριβη λαλια.
Ηταν στην αρχη περιεργο να περπατουν  χωρις να ακουν, λογους κολακευτικους μασυνηθίσαν στην πορεια, δεν ηταν δυσκολο γι’αυτους.
Κι’ενω αρχικα τα καταφέρναν, χωρις να νιωθουν τρομεροι σταδιακα  αρχισαν να νιωθουν λιγο λιγοτερο καλοι. Περνουσαν ωρα στον καθρεφτη, κοιταζοντας καλα-καλα να βεβαιωθουν πως ολα ειναι οπως τα πιστεευαν παλια. Στην αρχη, μετα απο ωρα που κοιτουσαν σιωπηλοι, εβρισκαν αυτη την λαμψη που ειχαν τοσο ερωτευτει. Μα, οσο περνουσανε οι μερες, χρειαζονταν ωρα πιο πολλη, για να πιστεψουν πως αξιζουν και πως δεν ειναι απλα τρελοι. Κοιτουσαν κι’ολο αυτη η λαμψη, δεν ερχοταν πισω πια, κι’η δυστυχια γεμισε τοτε των Νάρκισσών μας την καρδια. 
Ηταν στεναχωρημενο το ζευγαρι μας παιδια, πιστευε πως δεν αξιζει τιποτα αληθινα. Πιστεψε πως ολα ηταν μια απατη εξαρχης, πως ζουσαν σ’ενα τετοιο ψεμα, κοσμο ανευ επιστροφης. 
Αρχισαν τοτε μανιασμενοι να ψαχνουν λυση να κρυφτουν, απο τις τοσες τις εικονες του ιδιου τους του εαυτου. Εβαλαν υφασμα βαρυ πανω σε καθε γωνια, καθ’επιφανεια καθρεφτη κρυφτηκε οριστικα. Αρχισαν μεσα στο σκοταδι, καπως να νιωθουνε καλα, και πρωτη φορα ο ενας τον αλλο, εβλεπε πραγματικα. Με τρομο αντικρισαν ο ενας το γυμνο σωμα του αλλουνου, με ατελειες και σημεια που δεν χωρουσαν πριν στο νου. Μα μεσα στην φρικη την μεγαλη, εκαναν μια αγκαλια, και ενιωσαν για μια στιγμη, τι θα πει η ζεστασια.
Εζησαν ενοχα για χρονια, βυθισμενοι μες το γκρι, ουτε ασπρο, ουτε μαυρο, ουτε κηδεια, ουτε γιορτη. Ηταν τα χρονια της ανίας, της θλιψης, της απελπισιας, μα βασικα ηταν τα χρονια συνειδητης αδιαφοριας.
Προσπαθουσαν να ξεχασουν, τι ειναι πισω απ’τις κουρτινα, τα καταφεραν καλα, δουλεια, φαϊ, ξερεις, ρουτινα. 
Ωσπου μια μερα μαλωναν για εναν ανουσιο λογο, κι’ο ενας στον αλλο θυμισε πως θελαν ψυχολογο. Κανενας δεν το δεχτηκε και μες την φασαρια, τραβαει η Ναρκισσα τις κουρτινες με μανια. 
Ειχαν περασει χρονια, απο εκεινη την φορα που με φρικη ειχαν καλυψει του σπιτιου καθε γωνια. Κι’ ευτυχως ειχαν θολωσει οι καθρεφτες τους παιδια, κι’ετσι τιποτα δεν βλεπαν, μονο σχηματα αδρα.
Σοκαρισμενοι και οι δυο, μα νιωθοντας και ασφαλεις, αποφασισαν να αλλαξουν τους καθρεφτες τους ευθεις. Αρχισαν τοτε με βια, να σπανε τα θολα γυαλια, γεμισαν κι ολους τους τοιχους με σχεδια χρωματιστα. Εβαλαν πινακες χιλιαδες που οι δυο τους εφτιαξαν μαζι και πλεον ηταν συνεχως οι δυο τους χαμογελαστοι. 
Καθε μερα  στα σκουπιδια, αφηναν λιγα γυαλια, ωσπου πια να φυγουν ολα απ’το σπιτι μακρια. Προσεχαν πολυ και οι δυο, παντα στην μεταφορα, μην ξεθολωσει ο καθρεφτης και δουν τερατα ξανα.
Ωσπου οταν ειχαν μεινει, πλεον ελαχιστα γυαλια, καταλαβαν πως δεν γινοταν να τα πεταξουν ετσι απλα. Ηταν κομματι της ζωης τους ολα εκεινα τα γυαλια, κατι εδειχναν για κεινους, και το ηξεραν καλα. Ειχαν τοσο αγαπησει την δικη τους ομορφια, για να μπορουν να την ξεχασουν, κι ας περασαν χρονια πολλα.
Ετσι κρυφα ο ενας κι ο αλλος, κρατησαν ενα γυαλι, και φανερα αποφασισαν να αφησουν κι ενα οι δυο μαζι. 

Συνεχισαν λοιπον να ζουν, εχοντας κρυψει τα γυαλια, ο καθενας το δικο του μα και το κοινο, παιδια. Κι’οταν πια ειχαν μεγαλωσει κι ειχαν πια ασπρα μαλλια, ειχαν τοση απορια για το πως εδειχναν πια, που δεν αντεχαν να μην βλεπουν στους καθρεφτες τους ξανα.Καθε πρωι και οι δυο λεγαν πως εχει ερθει πια η μερα, να καθαρισουν τους καθρεφτες, να τ’αφησουν ολα περα. Μα καθε βραδυ στο κρεβατι αποφασιζαν ξανα, πως αυριο θα ειναι αυτη η μερα, που θα γυρισουν στα παλια. 
Κι’ετσι περασαν κι’αλλα χρονια που θελαν και οι δυο πολυ, μα κανεις τους δεν τολμουσε την αποκαλυψη αυτη. 
Ετσι μια μερα ακουσαν για εναν σπουδαιο βιολιστη, που στον ελευθερο του χρονο εκανε τον καθαριστη. Του ειπαν πως ειχαν ακουσει, πως καθαριζει αυτος καλα, και ετσι ανεθεσαν σε κεινον ολη τη βρωμικη δουλεια. Κι’αυτος μεγαλος μουσικος εξυπνος και πονηρος, ανελαβε να καθαρισει με τους ορους του σαφως. Τους ειπε πως θα τους ζητουσε μια μεγαλη αμοιβη και επισης θα χρειαζοταν κεφι και ορεξη πολλη. Δεχτηκε αμεσως το ζευγαρι, σεβοτανε τον βιολιστη και του ζητησαν μες το πλανο, να εχει και λιγη μουσικη. Ηρθε ιδεα λοιπον σπουδαια σε αυτον τον βιολιστη και ειπε στο γερικο ζευγαρι πως πρεπει να γινει παιδι. Για να δει μες τον καθρεφτη επρεπε να θυμηθει,  εκεινο το ωραιο παιχνιδι που ειχαν σαν ηταν μικροι. Το παιχνιδι ηταν καπως σαν μαγικο “μαντεψε ποιος” που ομως ο καθαριστης μας το ελεγε “μαντεψε πως”. Το επαιζε και ο ιδιος οταν καθαριζε συχνα, φανταζοταν πως θα ειναι, αφου βγαλει την βρωμια. Μα το παιζε και το ζευγαρι, ετσι ωστε να γελα, και φαντασιωση να εχει για το τι δειχνουν τα γυαλια.
Αυτο το υπεροχο παιχνιδι, ηταν περιπλοκο πολυ, και το παιζε μια η Ναρκισσα μια ο Ναρκισσος , μια και οι δυο μαζι. 
Ωσπου μια μερα καταλαβαν, πως κοιτουσαν τα γυαλια, και βλεπαν και οι δυο τους εαυτους τους, διχως να φοβουνται πια.
Ξεσπασαν σε κλαματα και γελια δυνατα, δεν πιστευαν πως θα εβλεπαν ποτε ξανα, καλα. 
Και ετσι μες τις μουσικες και μεσα στα βιολια το ζευγος Ν. αγκαλιαστηκε και πεθανε αγκαλια. Και αμεσως αναστηθηκαν, νεοι, ομορφοι κι’ηρεμοι σαν εφηβα παιδια. Δεν ηταν πια οι Ναρκισσοι, ουτε εγωπαθεις, ηταν απλα δυο ετοιμοι να απολαυσουν το ταξιδι της ζωης.
 Ευτυχισμενοι και σοφοι, αφησαν ιστορια, που ομως ποτε δεν γραφτηκε σ’ουτε ενα απ’τα βιβλια. 
Γι’αυτο και γω την εγραψα αυτην την ιστορια να νιωθουμε και μεις παιδια, λιγη εστω αισιοδοξια. Πως πρεπει να γκρεμισουμε, μαλλον πολλες φορες, μα ετσι δυο-δυο θα χτισουμε πανεμορφες φωλιες, κι’οσο δεν τις φοβομαστε θα ερχοντ’οι αγκαλιες, και ερωτες θα ζησουμε με ομορφες στιγμες.
Καληνυχτα παιδια. Ωρα για ονειρα γλυκα, κοιμηθειτε απο αυριο εχετε παλι δουλεια, για τα ονειρα τα αλλα, τα ρεαλιστικα.

1.3.15

Διηγημα - part 4

Ενιωθε ενα δακρυ να θελει να κυλησει, μα ηξερε καλα πως αυτο δεν προκειται να γινει. Ενα δακρυ, επειδη μια λατρεμενη φιλη ηταν μακρια, επειδη ειχε περασει το απογευμα στην αγκαλια της μικρης της ξαδερφης, γιατι τζαμαρε με τις ωρες με τον αδερφο της, γιατι το μονο που ηθελε ηταν να μοιραστει μια σιωπη.
Γιατι το μονο που της φαινοταν πραγματικα ελκυστικο, ηταν ο ερωτας. Το μονο που της νοηματοδοτουσε καπως τις μερες που περνουσαν, ηταν η προσμονη για κατι ομορφο. Για κατι υπαρκτο, που θα συνταραξει τον πυθμενα του ωκεανου της. ΓΙατι ενιωθε διατεθημενη να δωσει,  ο,τι χρειαζοταν, για να ζησει αυτο το αμοιβαιο ονειρο.
Αυτο το ταξιδι δυο μεγαλων μυαλων, αυτες τις αλχημειες, αυτο το κοινο δημιουργημα, αυτην την απελευθερωση. Αυτην την αποδεσμευση μεσα απο μια αλλου ειδους δεσμευση, αυτη την συμπορευση.
Αυτο ηθελε. Και δεν ηθελε να νιωθει πως εχει βαλει τα ρεβυθια να σιγοοβρασουν στην χαμηλη φωτια. Δεν ηθελε να παει αργα για να κρατησει.
Ηθελε να το ζησει. Η ζωη ειναι πολυ μικρη και απροβλεπτη για να σκεφτεται ετσι.
Ηθελε να κανει ο,τι πιο τρελο, ο,τι πιο κατακριταιο, ο,τι πιο τραβηγμενο, παραλογο και αφυσικο. 
Αρκει, να εβλεπε το χαμογελο που ηθελε να δει. 
Ηθελε να ακουσει αυτα τα αυτονοητα, για να μπορεσει να τα πιστεψει. Αυτα τα κοινοτυπα-κλισε, θελω το ενα , θελω το αλλο που κανεις δεν πολυπαιρνει στα σοβαρα.
Ηθελε επιτελους να πιστεψει και η ιδια πως εκει ειναι κρυμμενη η ευτυχια. Στην απλοτητα της ειλικρινιας. Στην απλουστερη εκφραση της επιθυμιας.
Τον ηθελε. Ο,τι πιο ειλικρινες, απλο και προσωπικο. Εχει και υποκειμενο και αντικειμενο και ρημα. Χαθηκε μια στιγμη,εφαγε μια φρικη γιατι θυμηθηκε οτι τα ρηματα αισθησης κτλ συντασσονται με κατηγορηματικες μετοχες και το κεφαλι της δεθηκε σε ενα πολυ περιεργο κομπο-τι σκατα πια εκει μεσα-δεν αντεχε καμια φορα το μυαλο της.
Της αρεσε να τον ακουει, να του μιλαει, μα πανω απ’ολα να του γελαει. Βασικα, πανω απ’ολα, λαχταρουσε τις αγκαλιες τους. Σιωπηλες, τρυφερες και με μια αμηχανια.
Τοσο διαφορετικοι, τραυμαρισμενοι, με πεισμα. Σε τοσους κοινους δρομους, τοσα κοινα μονοπατια.
Ηταν στιγμες, που εβλεπε ενα μελλον ροδινο, κι’αλλες παλι, που ολα την επνιγαν. Θα εγραφε κανα ποιημα μαλλον, μηπως καταφερει ετσι να πει οσα ηθελε.Γιατι με την ποιηση της, λες και ενεργοποιουσε τους μηχανισμους αποπτωσης να σκοτωσουν την ιδια της την αυτοκταστροφη.

17.2.15

Πονος- διαφυγη.

Καθε πρωι, αλλοτε πιο κεφατος κι’αλλοτε πιο σκυθρωπος, πηγαινε στην δουλεια του. Του αρεσε κατα βαθος μα τον κουραζε. Συναισθηματικη ηταν η κουραση, τον γεμιζε ενταση που δεν ηξερε πως να διαχειριστει. Συνηθως, τα νευρα του γινονταν κομματακια με το παραμικρο κι’ειχε μια υπερδιεγερση, διανοητικη και κινητικη σαν βασικους τροπους εκφορτισης. 
Ηταν νεος, μα ειχε περασει πολλα. Η ταλαιπωρια ηταν ευδιακριτη στα βαθουλωμενα χαρακτηριστικα του προσωπου του. Στο δερμα του, ελειπε η φλογα κι’η ζωντανια….ηταν εμφανη τα σημαδια της κοπωσης και της θλιψης.
Μα το παλευε…
Δεν  μπορουσε να συμβιβαστει ολοκληρωτικα στην παραιτηση. Ειχε αυτην την διαρκη αναγκη για αναζητηση. Οχι, δεν βαριοταν ευκολα, απλα χαωνοταν μεσα στις επιλογες και στον κοπο που απαιτουσαν.
Η ζωη του συνεχιζοταν, ανεπηρεαστη απο τις σκεψεις του.  Η δουλεια του ηταν πολυ ιδιαιτερη. Καποιες μερες, ανεβαινε στο βουνο και καθοταν. Εκει ειχε πολυ χρονο να σκεφτει, περιμενοντας  καποια παρουσια να τον επισκεφτει. Γνωριζε ετσι την ζωη εκει, με ηρεμια και απλοτητα μπροστα σε καθε περιεργο πλασμα που θα συναντουσε. Και καποιες αλλες μερες, ηταν στην πολη, οπου επρεπε υπομονετικα, να αντιμετωπισει τα  κατα συρροη πλασματα που το καθενα με αλλες ιδιοτητες και αλλες απαιτησεις εμφανιζοταν.
Ηταν κατι αναμεσα σε κοινωνικος παρατηρητης, κοινωνικος λειτουργος και μεταφορεας. 
Αναμφιβολα, κουραστικο. Μα, αντεχε ο οργανισμος του. Καπως πιο ευκολα, καπως πιο δυσκολα, με λιγο κρασι, κανα τσιγαρο, περνουσαν τα βραδια του ακουγοντας μουσικη. Μια μερα νεα ξημερωνε, μα το αναπτερωμα δεν ενιωθε.


Βυθισμενος λοιπον, σε αυτο το ληθαργο, μια μερα εμφανιστηκε μπροστα του κατι περιεργο. Αλλοκοτα πλασματα συναντουσε διαρκως, μα εκει κατι τον μπερδεψε. Του αρεσε κιολας αυτη η προκληση. “Ενδιαφερον…..” Μα ξημερωσαν μερες, χωρις να θελησει να ασχοληθει. Και το αναπτερωμα δεν ερχοταν. 
Μα αυτο το πλασμα εμφανιστηκε ξανα, πιο μαζεμενο αλλα ακομα πιο μυστηριωδες. “Ενδοιασμοι”.
Ωσπου καποια μερα, αποφασισε να το περιεργαστει, και πιο πολυ μπερδευτηκε. “Που χρονος για τετοια….” Ειχε και τις διαδρομες για την δουλεια, βουνο-πολη, και πλασματα να πηγαινοερχονται, ποιος ειχε αντοχες για μυστηρια.
Τον ελκυε ομως, δεν μπορουσε να το αποδεχτει. Το αγνοησε.
Παυση. 
Η αδιαφορια του, πιστεψε πως εδωσε τελος σε αυτην την μυστηρια εμφανιση. 
Τι λαθος. Επανεμφανιση. “Δεν γινεται, τι σκατα γινεται εδω;”
Μα το αφησε παλι, νευριασμενος λιγο.
Οσο εμενε μακρια του, αδιαφορουσε επιδεικτικα. Μα ξαφνου, να. Παλι μπροστα του. Πιο υπαρκτο απο ποτε, ελκυστικο, οορφο. “Ας εμφαννιστω και γω” Εδωσε παρον. Κατι ομως δεν του κολλησε. “Αν θελει να ασχοληθει ατο με μενα”, πεταξε τις ευθυνες απο πανω του.
Και αυτο, εσκυψε και μαζεψε τις ευθυνες και με χερια γεματα και βλεμμα κουρασμενο, χτυπησε ξανα την πορτα της υπαρξης του.
“Ας κοιταξω λιγο καλυτερα, τι εχω εδω” Πανικος. Χαος. Για καπου αλλου πηγαινε και ξαφνικα, σαν μαγνητης τραβιοταν στο μαγνητικο πεδιο. Ανικανος να αντισταθει.
Επομενη μερα. Ουσιες. Παραδοχη. “Μου αρεσε η πρωτη εμφανιση σου”
Confession.
Αποστασιοποιηση.. απενεργοποιηση των μαγνητιων δυναμεων. Απελευθερωση απο το πεδιο. “Μερικες φορες γυρναω και νιωθω ακομα την ελξη, μα αλλες παλι……”
Και το μυστηριωδες πλασμα, παρατηρουσε. Αναμενοντας την καταλληλη στιγμη για επανεμφανιση. Το πεδιο δεν ειχε εξαφανιστει. Μα η δυανμη ειναι αντιστροφως αναλογη της αποστασης. Γι’αυτο ξεφευγε.
Ερχοταν για τις δουλειες στην πολη και εμπαινε ξανα στο πεδιο. Μα εφευγε παλι. Τον χαωνε το διπολο αυτο.
Καπου αναμεσα στο αστοδιαολο και στο γουσταρω να τρεχει συνεχως.
Και πως να το διαχειριστει, οι πολλες ωρες με το μυαλο του, μονο καταστροφικες ηταν. 
Σωματικοποιηση. Πονος, κοπηκε στα δυο, συμβολικα. Εμεινε ακινητος. Απραγος.
Μη αναλαμβανοντας, την οποιαδηποτε ευθυνη.
Πονουσε, μα βολευε.
Too much analysis brings paralysis.
Στην υγεια μας.

11.2.15

Χωρις λογια.

Ενας γλυκος αποηχος,
δακρυα για τιτλοι τελους,
μα καθε τελος μια αρχη
ερωτος, θλιψης, μενους.
Μια αγκαλια αυθορμητη
μ’αφελεια παιδικη
με τοσα συναισθηματα
που εχουν πια χαθει.
Αν πειραξε;..με πειραξε.
Κι’αν μ’ενοιαξε;..με διελυσε.
Μα τιποτα δεν μπορεσε
το τελος να αποτρεψει.
Ισως σε καποιο βιβλιο-μπαρ
ξανασυναντηθουμε,
μ’αλλα μυαλα τοτε μπορει,
ξανα ν’αγαπηθουμε.
Δεν το ξεχνω ουτε στιγμη,
το πως σ’εχω αγαπησει
μα για το οτι με σκοτωσες
βαθια σ’εχω μισησει.
Θα 'ταν ωραια διπλα σου,
αληθεια το πιστευω.
Μα αυτο ποτε δεν εγινε,
γι’αυτο γι’αλλου οδευω.
Κανε μια σκεψη που και που,
για οσα εχουμε ζησει,
για οσα καταπνιξαμε
ερως να μην ανθισει.
Σαν επικηδειος μοιαζει αυτο,
δικαιως, τετοιος ειναι.
Πενθιμα λογια χωρισμου
και αρχη νεου προορισμου.
Γεια και χαρα σου φιλε μου
θα σ’αγαπω για παντα
Καθε βραδια σου, βρισκοντας
αλλη μια νεα μπαντα.