πέρασα την είσοδο και άρχισα να περιπλανιέμαι στους διαδρόμους με τις στρωμένες μοκέτες γεμάτες μωβ μπλε και πράσινους ρόμβους, κατέβαινα τα σκαλιά και γύρω μου υπήρχαν γιγάντιοι πλαστικοί άνθρωποι, με τρόμαζαν κάποιοι έμοιαζαν γιγάντια μωρά, ήταν πλάσματα ομοιώματα φίλων και γνωστών απ’ τη ζωή μου, το αρχικά γλυκό γνώριμο συναίσθημα έξαψης έδινε σιγά σιγά τη θέση του στον τρόμο, πλησίαζα και έβλεπα ατάραχα πρόσωπα, πλαστικά πρόσωπα, τόσο οικεία μα τόσο άδεια, άδεια απ’ τις εκφράσεις που είχα γνωρίσει και αγαπήσει, είχαν μάτια παγωμένα και μυδριασμένα στραμμένα προς κάπου, ένα γιγάντιο σινεμά, εξού η μοκέτα σκέφτομαι, εξού το λίγο φως, εξού και η ησυχία, μα εγώ είμαι εδώ με σώμα φθαρτό με δέρμα και οστά και μάτια τρομαγμένα φοβισμένα και αδύναμα, συνεχίζω να προχωρώ ελπίζοντας να βρω κάτι, την οθόνη; το λόγο; τί τραβά το βλέμμα όλων; συλλογίζομαι και προχωρώ, ωπ! η φίλη μου απ’ τη σχολή, να και η πρώην της και τώρα μιλάει με αυτόν τον φίλο μας, την ακολουθώ και ξαφνικά εντελώς απροειδοποίητα και αναπάντεχα αντικρίζω ένα γιγάντιο σωρό απο σώματα -πτώματα;- είναι αυτά τα πλαστικά σώματα το ένα πάνω στο άλλο ένας λόφος σα χωματερή, παρατηρώ και τί να δω, όλα τα άτομα ήταν παλιά οικεία μου, η φίλη απ’ τη δευτέρα λυκείου που μιλούσαμε πολύ τσατ και η έλενα και ο μάνος και η παυλίνα και ο μιχάλης.. ένας σωρός, ένα σωρό άτομα, η σωρός κάθε παλιάς μου σχέσης που είχα στο διαδίκτυο, φρικάρω, θέλω να πάρω τα μάτια μου απ’ την αποκρουστική εικόνα και δεν μπορώ, αυτοί οι άνθρωποι έχουν πεθάνει..
ε και τί νόμιζες; ότι αφού είχες τις περισσότερες ιστορίες να μας πεις, θα πέθαινες λιγότερο;
21.3.21
πίστα βι αρ/ πίστα βι ας
12.2.21
i'm thinking of ending things
Στέκεται με πρόσωπο καθαρό και ανοιχτό, έξω απ’ το ξύλινο δίπατο σπίτι, μέσα στο τροπικό δάσος. Στέκεται με μάτια ταλαιπωρημένα ελαφρώς κόκκινα με μια ηρεμία αλλόκοτη, σαν γαλήνη μετά απο τυφώνα που κόπασε. Στέκεται μα την παρατηρώ και νιώθω πως κρύβει περισσότερο πόνο απ’ όσο εκπέμπει.
Περπατούν σ’ ένα ημισκοτεινό διάδρομο, μπροστά πάει αυτός, ο εύσωμος σκυθρωπός άγνωστος άντρας, πίσω αυτή και τέλος αυτό το μεσήλικο ζευγάρι Γαλλοαμερικάνων. Το ζευγάρι σταματά σε μια πόρτα ενώ ο άντρας συνεχίζει να προχωρά. Η κοπέλα τον ακολουθεί. Έχω ένα αίσθημα πως αυτός είναι ρεπόρτερ, έχω ένα φόβο για την κοπέλα. Μπαίνουν στην επόμενη πόρτα του διαδρόμου. Ένα διπλό κρεβάτι, ο φόβος μου μεγαλώνει. Ένα μονό κρεβάτι στο βάθος, ο φόβος μου μειώνεται, το σώμα μου χαλαρώνει. Η κοπέλα κάθεται στο μονό κρεβάτι και αυτός την πλησιάζει και την φιλά στο στόμα με σιγουριά. Αναρωτιέμαι γιατί η κοπέλα δεν αντιδρά.
Στέκεται με πρόσωπο καθαρό και ανοιχτό, έξω απ’ το ξύλινο δίπατο σπίτι, μέσα στο τροπικό δάσος. Στέκεται με μάτια ταλαιπωρημένα ελαφρώς κόκκινα με μια ηρεμία αλλόκοτη, σαν γαλήνη μετά απο τυφώνα που κόπασε. Στέκεται μα την παρατηρώ και νιώθω πως κρύβει περισσότερο πόνο απ’ όσο εκπέμπει. Ο ήλιος δύει και ζητά απ’ τον πατέρα μου να την φωτογραφίσει. Το φως τρυπώνει ανάμεσα απ’ τα ξύλα του σπιτιού, λούζει τα μαλλιά μου με ένα χρυσό φως ελαφρώς πορτοκαλί, ελαφρώς ροζ, εντελώς γοητευτικό. Στέκομαι, εκεί που συναντιούνται οι ακτίνες, εκεί που το φως στο ξύλο και στο δέρμα μου παίρνει τις ίδιες αποχρώσεις. Ο πατέρας μου φωτογραφίζει μόνο το πρόσωπο. Αδυνατεί να απεικονίσει το όλον. Είναι προσκολλημένος σε κάθε μικρή λεπτομέρεια. Τον ρωτάω γιατί. Μου δείχνει όλα τα απόκρυφα σημεία που του φανερώνει η ευκρίνεια της στιγμής, μου δείχνει το σιδερένιο φωτιστικό που ακτινοβολεί απ' το φυσικό φως που το διαπερνά, τους κορμούς των πανομοιότυπων δέντρων να αποκτούν ετερογένεια απ’ την κλίση των ακτίνων.
Το γλυκο φως τώρα λούζει ένα δωμάτιο και βλέπω τον άγνωστο άντρα να ερωτεύεται την κοπέλα. Έχω ένα άβολο συναίσθημα, πως αυτός δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτήν. Τίποτα για τα γραπτά της, για τις διαδρομές της, για τις σημειώσεις της. Τότε η κοπέλα κρατά μια φωτογραφία με τους δυό τους σε κούνιες. Τότε και μόνο τότε συνειδητοποιώ, πως και οι δύο ξέρουν. Ξέρουν, τί σημαίνει αυτή η σχέση και αυτό δεν λέγεται. “Εγώ όταν κατάλαβα, το είπα” σκέφτομαι και νιώθω την κοιλιά μου να σφίγγεται. Η φωτογραφία ήταν ενα πειστήριο, για το επερχόμενο. Ζούσαν ένα πολύ γλυκό και φοβερά ανείπωτο έρωτα. Προφανή.
Στέκονται σε μια χιονισμένη πλαγιά, παίζουν. Δεν υπάρχουν ίχνη, το χιόνι είναι άθικτο στην κατηφορική πλαγιά. Αυτό το χιόνι στρώθηκε εκεί μόνο για την βόλτα τους, ο ήλιος κάνει το χιόνι διαμαντένιο και τα γέλια τους αντηχούν. Και τότε, βλέπω ακριβώς τι συνέβη πριν συμβεί, βλέπω τον πόνο στο ανοιχτό και καθαρό πρόσωπο της κοπέλας που σκέφτεται, έξω απ’ το ξύλινο δίπατο σπίτι, μέσα στο τροπικό δάσος. Ο άντρας την παρατηρεί, πριν φτάσω εκεί, την ακούει να του μιλά ώσπου βλέπει αυτό που ούτε γω πρόλαβα ούτε εκείνη να δεί. Ένα γιγάντιο αγριογούρουνο να κατεβαίνει την πλαγιά, σε μέγεθος ελέφαντα, έτοιμο να σκοτώσει. Και αυτός τρέχει στην πλαγι΄ά, μπαίνει μπροστά του και πεθαίνει, αφήνει το ζώο να τον παρασύρει και να τον πάρει μακριά, αφήνοντας την μόνη αλλά προστατευμένη.
Στέκεται με μάτια ταλαιπωρημένα ελαφρώς κόκκινα με μια ηρεμία αλλόκοτη, σαν γαλήνη μετά απο τυφώνα που κόπασε. Στέκεται μα την παρατηρώ και νιώθω πως κρύβει περισσότερο πόνο απ’ όσο εκπέμπει. Θυμόμουν απο μικρή, πως τα αρσενικά αγριογούρουνα είναι πολύ επιθετικά και αν κατα τη διάρκεια του σεξ αναγκάσουν τις θηλυκές να λυγίσουν τα πίσω πόδια τους (επειδή δεν αντέχουν το βάρος και την πίεση των αρσενικών) αυτές αντιλαμβάνονται την πράξη ως βιασμό και δεν γονιμοποιούν.
Η πλαγιά χάνεται και όσο συνειδητοποιώ τί έχει συμβεί η κοπέλα στέκεται έξω απ’ το ξύλινο δίπατο σπίτι στο τροπικό δάσος μα το πρόσωπο της πια δεν μου φαίνεται απλώς ανοιχτό και καθαρό, μου φαίνεται αναγεννημένο μετά απο φριχτές συσπάσεις και η ηρεμία δεν έχει πλέον την χροιά της ανακούφισης αλλά κάτι πολύ βαθύτερου, του λήξαντος πένθους. Δεν κόπασε ο τυφώνας, ο τυφώνας μας διέλυσε.
Τώρα η κοπέλα το μεσήλικο ζευγάρι και ο άντρας βρίσκονται σ’ ένα τοπίο που θυμίζει το σινικό τοίχος φτιαγμένο όμως απο το ίδιο το βουνό και όχι απο πέτρα, στέκονται σε σχήμα σταυρού. Παρατηρώ τον άντρα να φεύγει γελαστός προς μια κατεύθυνση, το ζευγάρι προς άλλη και η κοπέλα επίσης προς διαφορετική. Διαφορετικές διαδρομές, διαφορετικές επιθυμίες, διαφορετικές επιλογές, ανάγκες, ικανότητες. Άτομα ανεξάρτητα. Η κοπέλα στέκεται και με μάτια κατακόκκινα απ’ το κλάμα νιώθω πως μου μοιράζεται αυτην την σκηνή για να μου δείξει πως αυτό που πέρασε ήταν υπέροχο. Με καθησυχάζει για τους φόβους μου.
Στέκεται με πρόσωπο σίγουρο, προστατευμένη και ολομόναχη. Θυσιάστηκε η καλύτερη σχέση της για να απελευθερωθεί. Στέκεται μη ικανοποιημένη απ’ τις φωτογραφίες του πατέρα μου που αδυνατεί να συμπεριλάβει το όλον που την γοητεύει. Στέκεται και με κοιτά, μου εξηγεί με το βλέμμα της πως τα πράγματα πάντα τελειώνουν, αργά ή γρήγορα, το θέμα είναι να τελειώνουν για καλό. Μου μαθαίνει πως ο πόνος τελειώνει έστω και για μια στιγμή, πως όσα έζησε είναι μαζί της και μου δείχνει τις σημειώσεις της. Έχει τις πιο όμορφες ιστορίες που έχω ακούσει και διαβάσει. Έχει την πιο δυνατή γαλήνη σχεδόν εκκωφαντική, σιωπή ηλεκτρισμένη απο τον απόηχο. Παρατηρώ την στάση της και με μαγνητίζει. Μόνη, στέκεται με πρόσωπο καθαρό και ανοιχτό, έξω απ’ το ξύλινο δίπατο σπίτι, μέσα στο τροπικό δάσος. Στέκεται με μάτια ταλαιπωρημένα ελαφρώς κόκκινα με μια ηρεμία αλλόκοτη, σαν γαλήνη μετά απο θάνατο, με το ουδέτερο της απλότητας, του τίποτα, της νέας αρχής. Ένα τελευταίο βλέμμα, ‘όλο θα χτίζεις μέχρι να γκρεμίσεις τα τείχη του παρελθόντος και όσα έχτισεες δεν θα διαλύονται’. Και γω ξυπνώ ξανά στο κρεβάτι μου και σκέφτομαι πως
'όλα τελειώνουν και όλα αρχίζουν διαρκώς'.
kamia sxesi me tin tainia, fxaristw
dreamzone september 2020
24.11.20
imagine a lake
χρειάζονται μόνο δύο ψιχάλες, φοβάσαι το υγρό; ξέρω πως ναι.
ο χρόνος δεν είναι ίδιος στα μάτια μας.
you are drowning but time is your friend
τον αφήνω να με χαράσει είμαι οι ράγες του είναι οι ράγες μου
είναι ο λαβύρινθος σε ευθεία γραμμή
έτσι μόνο έχω να με αντιληφθώ’
τα βήματά σου είναι ελαφρά φοβάσαι να με χαράξουν
και γω σου το ζητώ
και συ φοβάσαι; ναι ξέρω πως φοβάσαι.
δεν θέλεις να μιλάω για σένα, ούτε αντέχεις να μιλώ για μένα
θυμώνω που δεν σ’ αγαπάς και εσύ θυμώνεις που σ’ αγαπώ
φοβάσαι; ναι ξέρω πως φοβάσαι.
όταν μένω μόνη, νιώθω ασφαλής γιατί δεν υπάρχει χειρότερο ούτε δυσκολότερο.
ξέρεις πως φοβάμαι; ναι φοβάμαι.
όταν η λίμνη μέσα μου βαθαίνει, τότε οι φωνές των ανθρώπων ηχούν στ’ αυτιά μου ψεύτικες.
όταν η στάθμη της λίμνης αυξάνεται, κρύβομαι γιατί θα πνίξει εμένα και τους γύρω μου.
την καταπίνω.
imagine a lake it is dark outside but it is darker inside breathe deep
καταπίνω την παλίρροια και γίνομαι χείμαρρος.
και η λίμνη μέσα μου βαθαίνει.
και η στάθμη αυξάνεται.
και κρύβομαι.
και οι φωνές των ανθρώπων ξεμακραίνουν.
και σκαρφαλώνω την ανεμόσκαλα με τους αγκώνες, για να τους φτάσω.
και μιλώ μαζί τους.
και φαντάζω θεώρατη, γιατί κουβαλώ το ύψος μου, απ’ τα έγκατα της λίμνης ως την κορυφή της ανεμόσκαλας.
και μοιάζω παράλογη ή υπερβολική.
γιατί η υπέρβαση είναι παράλογη και υπερβολική.
ή υπεράβολη.
ξέρεις πως φοβάμαι; ναι φοβάμαι.
πάρα πολύ φοβάμαι.
και η ανεμόσκαλα δεν κατεβαίνει με αγκώνες.
ξέρεις πως φοβάμαι;
ναι φοβάμαι.
πάρα πολύ.
at the edge of your mind there is a cliff dive
it is dark outside but it is darker inside use your fear
έτσι ξεκίνησα
να φτάσω τους ανθρώπους απ’ τη λίμνη.
να τους φέρω κάτω, να δουν την παλίρροια.
να δουν το χείμαρρο.
να δουν τους αγκώνες να ανεβαίνουν την ανεμόσκαλα.
έτσι ξεκίνησε, με είδαν χωρίς πόδια.
και ξέρεις ποιός είναι ο μόνος δρόμος;
το υγρό.
φοβάσαι; ναι ξέρω πως φοβάσαι.
ξέρεις πως φοβάμαι; παρα πολύ φοβάμαι.
there is only you
written while listening to a random song
May 2020
19.10.20
οριακά
κι ήταν αυτός ο δικός του τρόπος να πει “σ’αγαπώ”. Με το να σε κοιτάξει σκουπίζοντας τα χέρια του στην πετσέτα της κουζίνας, λέγοντας κάποιο περιπεκτικό σχόλιο για οτιδήποτε, ιδανικά με κάποιο λογοπαίγνιο. Να χαμογελάσει και να ρωτήσει “τί θα ‘θελες” πριν σου προσφέρει ό,τι άλλο ετοίμαζε. Ήταν ο δικός του τρόπος να πει “σ’αγαπώ” με το να μη σε κοιτά στα μάτια ποτέ, ιδίως όταν η καρδιά του χτυπούσε δυανότερα. Ήθελε να σε κοιτά μόνο όταν περνούσε απαρατήρητος, τα αγαπημένα του δευτερόλεπτα αυτά που του άφηνες το ελεύθερο να σε κοιτά χωρίς να νοιάζεσαι ή να το ξέρεις.
18.8.20
σώφρονες ψυχές πεσιμισμού
όσο περισσότερο επαναλάμβανε τις διακηρύξεις του έρωτά του τόσο πιο ανησυχητικές τις έβρισκε