26.6.17

is there an exit?

σ’ εγκατέλειψα ελαφρώς μα,

έγινε το κλίμα τροπικό
κουρδίστηκε η ζωή σε φρύγιο
κι απέμεινε μόνη να κυνηγά
τις ατονάλ φαντασιώσεις μας

ο ήλιος μου εξατμίζει τη θλίψη
πριν κυλήσει στο μάγουλο
δεν την γλέίφω
κι όσο δεν την γλείφω, δεν υπάρχει
είμαι άπιστη πια
πιστεύω μόνο με τη γλώσσα
και πρόστυχη
προς τύχη σου μεγάλη
κι ας μην εκτιμάς

αποπνικτικό το ύφασμα στο δέρμα
δεν έχω καλοκαίρι να εισπνεύσω
και ρουφάω ακόμα
κομματιασμένο το χειμώνα μου

ο κόσμος έξω με κουράζει
δεν ρολλάρουν τα μάτια 
απ' την μία λέξη στην επόμενη
κι όμως
γρηγορότερα ρολλάρουν
απ’ την σκέψη σου στις πράξεις σου

ας πάρουμε τρυπάνια
ν’ αδειάσουμε επιτέλους τα κρανία μας
και ας καρφώσουμε το νόημα
που μονίμως  χάνουμε 
ή πεισματικά
δεν βρίσκουμε στη φάση μας,
μαζί με τα μυαλά  μας
στον τοίχο για ντεκόρ
ας παίξουμε κανένα ανκόρ
αξιοπρεπές
ώσπου να ξεραθούν
και ας τα ψήσουμε 
σαν να ‘τανε χταπόδια

καιγόμαστε και καίμε
για εκείνο το ατελές
που όλο με ρωτάς
με μάτια γουρλωμένα
γι’ αυτό που λείπει απ’ το τσιγάρο σου
γι’ αυτό που ξεγλιστρά απ’ τις λέξεις μου
σφηνώνοντας στα δόντια
πέτρα κατήντησε το ατελές
που μεγαλώνει πιπιλώντας ξανά και ξανά
κλισέ και νέα
εσύ το αφήνεις, θεριεύει
 και σου κάθεται μια μέρα στο λαιμό”

fucked up, παράνοιες
προσπαθώ να μπαλατζάρω τις πλευρές
απ' τα γαλάζια τρίγωνα που με μαγνητίζουν
και δεν αντέχεις την αλήθεια τους
όπως κάθε φορά που με βρίσκεις
όταν στρέφεις το βλέμμα ψηλά
και γω σου ορκίζομαι
πως δεν γουστάρω ύψη
αλλά πτώσεις

          φοβάσαι           το μυρίζω

γιατί ανησυχείς
για την κεφαλή σου Πρόδρομε;
δεν θα το χάσεις το μυαλό σου
αν ήθελα θα το 'παιρνα
μόνο μ' ένα χορό μου
το θέμα είναι απ' το δικό μου
εγώ ν' απαλλαχτώ 
σε περιμένω και τσιμπολογώ 
βαριεστημένα
τους νευρώνες σου
κρύβοντας τους στην κωλότσεπη
μαζί με τις τζιβάνες.


βγάλε με απ' το ρόλο μου
                   βάλε με στη θέση μου
           πλιζ 
παγωμένη είμαι, όχι κουλ


26.5.17

πώς στέκονται οι άνθρωποι;

-πώς στέκονται οι άνθρωποι κα δεν πέφτουν ;
-ο ενας ανθρωπος που θα σταθει θα εισαι συ.
Εντολή στο τετράδιο με τις γραμμές και τα τετραγωνάκια, σα να λέμε εντολές-περιθώρια. Βαρέθηκα να γεννάω εκτρώματα απο το κεφάλι, δεν είμαι ο Δίας και γενικά, δεν είμαι τίποτα. Γράφω στο τετράδιο τις τιμωρίες μου ψυχαναγκαστικά, όπως το θέλησαν, όπως το πρόσταξαν αλλά πάλι πήρα αυτό της μουσικής και έφυγα βιαστικά απ’ το σπίτι παίρνοντας μόνο το κλειδί του σολ, μένοντας εξω.
Πάλι.
Και μόνος.
αλλά όχι μόνος. Κατάλαβες τί εννοώ.
Κουραστήκαμε, κατάλαβες τί εννοώ.
Δεν ξεμυτίσαμε ποτέ, δεν κατάλαβες τί εννοώ.
Κοίτα, περπατούσα πάντα αδιάφορα στους διαδρόμους με τις συμβατικές ευτυχίες που πουλάνε με το κιλό στα σούπερ μάρκετ, προσπαθώντας να κλέψω τα καρότσια άδεια, δεν μου άρεσε ποτέ να τα γεμίζω με κονσέρβες -προσδοκίες ούτε με μπουκάλια λήθης κι όμως, δεν ξέρω αν τελικά όλο αυτό το χαίρομαι. Πάντως μια φορά είχα καταφέρει να κλέψω ένα καρότσι, άδειο. Το έβαλα στην αποθήκη για να κουβαλάω τις αϋπνίες μου, όλα εκείνα τα βράδια που έπαιζα κρυφτό με τους εφιάλτες μου και τους μαρτυρούσα πάντα λίγο πριν το τέλος το ‘’ποτέ δεν θα έρθει αν δεν’'
απο φόβο για τους άλλους τους πιο αληθινούς.
Να φοράς πάντα ένα μαντήλι στα μάτια.
Να νιώθεις το μετάξι να χαϊδεύει τον δακρυικό σου πόρο αλλά να μην ενδίδεις. 
Φυσικά.
Αυτό ειναι το νόημα.
Δυο χνούδια εγκλωβίζονται μες στο φθηνό μου μαξιλάρι και προσεύχομαι σε κάποια κατώτερη δύναμη να έρθουν κι’ άλλα,  για κάθε χνούδι που εγκλωβίζεται να ελευθερωθεί ένας άνθρωπος μήπως και οι βασανισμένοι γίνουν κάτι πιο ανατομικό και αναπαυτικό για το εύφλεκτο κρανίο μου. Μήπως και οι βασανισμένοι και εξίσου εγκλωβισμένοι με βοηθήσουν περισσότερο απο όλους εκείνους τους ποιητές που υποσχέθηκαν μια ζωή που ποτέ δεν γνώρισα και με έκαναν να σιχαθώ τους καλλιτέχνες σχεδόν όσο τον ίδιο μου τον εαυτό. Βλέπεις, δεν ρωτήσαμε, δεν μάθαμε. Πώς αναλύονται οι ελπίδες και γίνονται υπόσχεση στους πιο πίσω στην ουρά. 
Και αν καλά-καλά υπάρχει το σπίτι μας εν τέλει.
Αν το σώμα μας κοιμάται ήσυχο στο παιδικό μας κρεβάτι.
Όταν με πιάνω είμαι εννιά χρονών παιδί, όταν με αγγίζουν τετρακόσια.

13.5.17

lying

μπήκε απρίλης και ξεσκόνισα
μάης και σκούπισα
μάζεψα κάτω απ’ το κρεβάτι
πεντάλεπτα ηδονής
και δεκάλεπτα θλίψης
τα ‘χωσα σε μια τρύπια τσέπη
και σε σκέφτηκα

ο ενθουσιασμός;
κάτι ψιλά στην κωλότσεπη,
-χαίρεσαι να σου βρίσκονται
αλλά ζείς και χωρίς-
ήταν μάρτης και γδάρθηκα,
έπεσα η έκπτωτη
ντράπηκα που 'στεκα γυμνή 
και ξαφνικά,
ήσουν το πιο φθηνό πουκάμισο 
στα kiloσοπ
κι όμως εγώ 
θέλησα να βγάλουμε μαζί
το καλοκαίρι

δεν είμαι η Μαίρη
ούτε η Μπεατρίς
-κυρίως γιατί ακόμα ζω-
και νιώθω μια φωτιά πολύ κοντα

σε μισώ παροδικά που αδιαφορείς
γράφω δύο στροφές της προκοπής
και μετά σε φτύνω να κολλήσεις
σε στρίβω σε καπνίζω και  μελαγχολώ
γαμώτο πως να σου το πω,
είσαι το αποκούμπι
κάποιοας που δεν κουμπώνει καν
μα ξενερώνω που μειώνεις τις χημείες μου

ζωγραφίζω στον τοίχο τη σκιά μου
να γεμίσει η πόλη μας φαντάσματα
να σε στοιχειώσουν
και να με φοβηθείς ακόμα πιο πολύ
να σιγουρευτώ πως αν τα μπλέξουμε
θα έχεις επίγνωση πως είναι για κακό σου.


θα μπει Ιούνης και πως θα 'θελα
να σφουγγαρίσω τα υγρά σου

ή

να κάψω όλα τα πουκάμισα της γης.

18.4.17

η μυστική παπαρούνα

Εκείνο το πρωί είχα ξυπνήσει με εκείνο το περίεργο συναίσθημα που δεν ξέρεις τί είναι πιο αληθινό απ’ όσα σε κάνουν να ιδρώνεις στον ύπνο σου, γιατί καμιά φορά αμφισβηττώ αυτόν τον κόσμο των ονείρων αλλά τελικά μου δίνει τόσες αναμνήσεις που δεν ξέρω αν μπορώ να ισχυριστώ πως είναι πλαστός και να τον αγνοήσω. Και ναι, δεν είναι ο εγκέφαλος το μέσο κατανόησης και σύλληψης της πραγματικότητας, αλλά κάπως αυτές οι θολές ακατανόητες εικόνες των ονείρων μου θυμίζουν εκείνα τα βιώματα που ακόμα κλαίω για να τα διώξω και ακόμα γράφω για να μην ξεχάσω. Ήταν λοιπόν ένα απο εκείνα τα πρωινά που ξύπνησα και δεν έγραψα στο γ ενικό για τον εαυτό μου. Ήταν ένα απο εκείνα τα πρωινά που δεν είχα όρεξη για λέξεις ενώ τα δάχτυλά μου με παρακαλούσαν να τα χορέψω πάνω στο πληκτρολόγιο. Τους έκανα τη χάρη αφού με τάισα λίγα νέα ακούσματα, φόρεσα παντελόνι γιατί κρύωνα παρότι κόντευε Μάιος αλλά μετά απο τόσο πυρετό δεν έβγαζα το μπουφάν ούτε κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Έψαχνα τί ακριβώς έχει αλλάξει ή τί έχει μείνει τόσο ίδιο και έβρισκα κάτι πρόσωπα φορτισμένα με μνήμες και συναισθήματα που δεν ήξερα ακριβώς να διαχειριστώ αλλά τουλάχιστον μπορούσα να ονοματήσω. Βρήκα κάτι πληροφορίες για ένα ναρκωτικό πολύ γνωστό που είχα σκοπό να πάρω στο επόμενο πάρτυ, αγνοώντας πως δεν πάω σε πάρτυ και πως δεν έχω λεφτά. Όλες οι δράσεις ήταν επιθυμητές ενώ οι παρενέργειες ήταν ήδη η ζωή μου. Μελαγχολία, αϋπνίες, άγχη, διαταραχές στην όρεξη και μυικές κράμπες. Γέλασα με την καθημερινότητά μου που έμοιαζε όλη μια παρενέργεια κακών ναρκωτικών και λάθος δόσης και ξαφνικά αυτό άρχισε να γίνεται πιο πραγματικό απ’ όσο το ‘χα φανταστεί. Μια υπερβολική δόση, ένας λάθος υπολογισμός στον καταμερισμό του πόνου και των επώδυνων βιωμάτων, λάθος καταμερισμός αισθητήρων και γονιδίων ευαισθησίας. Και έτσι κάπως, άρχισα να προσπαθώ να βρω εκείνα τα ναρκωτικά που αν τα έπαιρνα θα βίωνα τη δράση και όχιι την παρενέργεια. Άρχισα να ψάχνω τη δόση. Την έψαξα σε όμορφα αγόρια, σε γλυκά κορίτσια, σε φιλικές αγκαλιές, σε άγνωστες παρέες, σε ουσίες, σε φωνές βραχνές, σε καθρέφτες, σε παρτιτούρες και σε χρώματα. Την έψαξα σε ταξίδια, σε μαύρα μακριά μαλλιά, σε καπέλα, σε σιδεράκια, σε βιβλία και σε ποιήματα. Δεν βρήκα τίποτα. 
Τίποτα απολύτως που να με κάνει λίγο καλύτερα.
Είπα να παραιτηθώ. Να παραιτηθώ όμως και να σέρνομαι δεν αντεχόταν άλλο. Έψαξα τότε το σχοινί. Ένα γερό σχοινί και όταν το αγόρασα άρχισε να μοιάζει κάπως με κάτι απωθημένες μνήμες μητρικών αναπαραστάσεων. Κάτι ομφάλιο μου θύμισε, κάτι σιχαμένο. Και τότε αποφάσισα πως δεν θα πεθάνω εγώ για χάρη κανενός, δεν θα πεθάνω εγώ για να τους διώξω. Και όσο το χάζευα έτοιμο να με λυτρώσει, σκεφτόμουν όλη την γλυκιά αυτοκαταστροφή που δεν γεύτηκα ακόμα. Όλο τον πόνο που είχα ακόμα να δοκιμάσω πριν πραγματικά αποσυρθώ.  Και έβαλα να πιω για χάρη του σχοινιού. Και όσο το κοίταζα άρχισε να μοιάζει με όλες εκείνες τις αλυσίδες τις γονιδιακές που κάποιοι μας μάθαιναν και μετά έμοιαζε με κάτι που δεν μπορούσα να εξηγήσω με λόγια αλλά θύμιζε θάλασσα. 
Και άρχισα να το κάνω κόμπους, όπως μου είχε μάθει ο πατέρας μου, μια απο εκείνες τις φορές με τις άπειρες χαζές πληροφορίες που γέμισε το κεφάλι μου και με έκανε να μοιάζω φωτεινός παντογνώστης ενώ ξερνούσα γνώση απο απελπισία μπας και κάποιος με προσέξει και μου δώσει λίγη σημασία που υποφέρω και δεν ζω.
Και έκανα κόμπους, κόμπους ξανά και ξανά. Και τώρα το σχοινί έμοιαζε με την φαντασίωση μου για τον χρόνο. Απλά έχει κόμπους γυρνάς πίσω και θυμάσαι μόνο κόμπους. 
Και κάπως έτσι τέλος πάντων, κατάλαβα πως έχω ακόμα κάτι ακόμα να κάνω.
Ακόμα. 
Πόσες φορές θα αναβάλω το τέλος;
Όσο χρειαστεί. Όσο αντέχει κανείς να χτίζει και να δημιουργεί πάνω απ' την άβυσσο.
Μέχρί να πειστώ πως αυτός ο κόσμος είναι τόσο απύθμενα στρεβλός που δεν φταίω εγώ αλλά η εξέλιξη. 
Και έτσι κλεισμένη στο δωμάτιο μου, αποφάσισα πως μάλλον ήρθε ώρα να φτιάξω ένα παρόν. Όσο αντέξω. Να ψάξω να βρω όμορφο παρόν να το καταβροχθήσω για να χέσω κάποτε το παρελθόν μου. Και περιμένω, περιμένω το αίμα σου να γίνω απο όπιο το σύμβολο της δημιουργίας. Βλέπεις, ο έρωτας είναι υπερεκτιμημένος αλλά μοιάζει με τον Θεό. Δεν μπορείς ακριβώς να κακιώσεις σε όσους τους πιστεύουν γιατί νιώθουν τόσο καλά μέσα σε αυτό, στα άλλοθη και τους πόνους για ένα μεγάλο τίμημα.
Μη μου θυμώσεις που δεν τα πιστεύω πια. Είναι ο δικός μου τρόπος να μην αποπλανούμαι. Δεν μου αρέσει η παραίτηση, το ξέρεις απο το χαμόγελό μου όταν δραπετεύω απ' τα γκρί σύννεφα.Δεν το αντέχω συνειδησιακά. Επιλογές για την γλυκιά αυτοκαταστροφή είναι όλες οι ιδέες που ασπαζόμαστε και ονειρευόμαστε. Εμπνεύσεις να χαράζουμε τα ακροδάχτυλα και κίνητρο να κυνηγάω τις ιστορίες για να έχω να σου λέω. Να σου κάνω μασαζ στο μυαλό με τις εξιστορήσεις μου όλα τα βράδια που σε έχω αγκαλιά και σου λέω ψέματα πως θα τα καταφέρουμε. 

31.3.17

α τέλεια

τα βράδια των μεγάλων προσδοκιών
και των ακόμα μεγαλύτερων ματαιώσεων,
με βρίσκουν με θλιμμένο απλανές ύφος
νωχελικά να συλλογιέμαι
να παρατηρώ και να μετρώ
κάθε ατέλειά μου 
που ενδέχεται να σ’ απωθεί
μήπως και αντιληφθώ τί  γίνεται
στο αναμεταξύ μας

τοποθετώ κάθε μου εύρημα
ευλαβικά στο τασάκι
δίπλα στις αϋπνίες και τα δάκρυά μου
τα συναρμολογώ
δημιουργώ αυτούσια με στάχτες τη μορφή μου 
και δεν μπορώ παρά να το δεχτώ
πως έχεις ένα κουφάρι λόγους
να μην είσαι ούτε σήμερα μαζί μου.



16.3.17

θα μπορούσα να έχω μισό κιλό νύχτα;

ξερνάνε πάνω μου φαντάσματα 
ζαρώνω στη γωνιά
προσπαθώντας να με καθαρίσω απ’ τα υγρά
κολλάω ολόκληρη
όποιος προσπαθεί να μ’ αγγίξει
αφήνει αμέσως αποτύπωμα 
μένει κάτι απο μένα στα δάχτυλα τους
-πάλι καλά που είναι λίγοι,
αλλιώς θα ήμουν ήδη μόνο ένας λεκκές,
σε άπειρα άκυρα δέρματα-
με σιχαίνομαι τόσο
που ούτε κατσαρίδες δεν θα έχω για φίλες
παραλύω μπρος στην παραδοχή
της ανάγκης για χρώμα
και λερώνω τα χέρια μου μέχρι τον αγκώνα
αραιώνω τον υπαρξιακό πόνο με κακό χιούμορ
και πόσο χαίρομαι να μου λες
λέξεις όπως “σε μένα, ή κάν'το”
κι ας μην πιστεύω ούτε μία
σπάω το κεφάλι μου
αλλά αυτό δεν το διορθώνουν μ' επέμβαση και βίδες
συστήνουν σκέτη την αναισθησία

στα θερμοκήπια 
τα χημκά μεγαλώνουν νεκρά παιδιά
παραταγμένα
ρουφάω ό,τι πιο βλαβερό να εξοντωθώ
αντ’ αυτού όμως,
απλά γίνομαι άμορφη και τοξική
είμαι πολύ λίγη για να με προσέξουν
για να τους ενοοχλήσω
να χαλάσω το τετράγωνο σχέδιο
για να τους αναγκάσω να με ξεριζώσουν
-χέστηκαν-
πασπαλίζω την μαύρη μου ψυχή με λευκές σκόνες
τυλίγω τα μαύρα μου ρούχα με λευκή τσαλακωμένη υποκρισία
παντού γύρω μυρίζει απολύμανση
νιώθω δυσφορία
εισπνέω μανιακά μέσα απ’ τη μάσκα μου
και προσπαθω να ισορροπήσω στο ένα πόδι
για να ξεχαστώ
-και ξέχασα,
μ’αρέσει πολύ να μιλάμε
δικαιολογώ και
χρωματίζω τις αϋπνίες μου.

10.3.17

_smoke

ήθελα να σου πω πολλά πολλά πάρα πολλά
άλλα όσα και να έλεγα, θα ήταν λίγα και ψέματα
σούρωσα όσα είχα 
κράτησα τα πιο ανώδυνα και ανεκτά
τα ‘γραψα και τα ‘καψα
αντί να στα δώσω να τα φας
ήπια το κατακάθι*
το ξέρασα στον υπόνομο
που τώρα είναι ίδιος το κεφάλι μου
σκατά σκέψεις εσύ σκέψεις σκατά
τώρα σε παρατηρώ να ξεθωριάζεις 
μαζί με κάθε μου συναίσθημα
παρατημένος στο ανακριτικό βλέμμα του πρωινού σαδιστή και νάρκισσου
που σιχαινόμαστε οι δύο μας και αποφεύγουμε
πηγαινοέρχομαι στα μέρη που φοβάσαι
άντε,
έφυγες; 
γιατί εγώ ήρθα
κάπως πρέπει να διαφέρουμε/βαρέθηκα τόσο να μοιάζουμε
το καλύτερο καθαρτικό είναι το αίμα
έχεις δεί ποτέ vampire χοντρό χοντρέ;
δεν φταίς εσύ 
-δεν φταίει κανείς, απλά
απλά-
δεν έχω λέξεις πια να σε χωρέσω 
η σιωπή δεν βοηθά
δεν κατάφερα να σε αγγίξω με τα μάτια
κυρίως γιατί δεν το προσπάθησα
μάλλον φταίει που δεν κάνω καλό eye contact
αλλά εσύ ξέρεις (δεν το εκτιμάς παλιομπαστάρδι)
αυτός ο άλλος δεν ξέρει όμως
δυσκολεύομαι πάλι με περιττές άβολες ξήγες
κάθε φροά φοβάμαι ότι δεν θα σε ξαναδώ
δηλαδή ότι δεν θα ξαναέρθεις όταν με δείς
όσο και να σου 'χω μπεί στο μάτι
οπότε φεύγω πριν με δεις
δεν σου λέω καληνύχτα μ'αναρωτιέμαι
ο ρεαλισμός μου επιβάλλει καλημέρα 
-δεγαμιέται;-
καλημέρα στη νέα μου ζωή
νέα what?
λιγάκι αγάπη να ‘χα
να μου κανες και τράκα
λιγάκι να με ήξερες
θα ήσουν ήδη εδώ

ξέρω μόνο να εξαφανίζομαι και να αιφνιδιάζω
συγχώρα με που δεν ζω στο παρόν
κάποτε ίσως τελικά σου πω την ιστορία
με τα φαντάσματα
ως τότε, φρόντισε να δείχνεις ζωντανός
να μπορώ εύκολα και γω να σε σκοτώνω

ωστόσο επειδή τόσο μου λείπει να με ξέρεις,
να
κοίτα πως περνώ τις μέρες μου
τώρα που έχω πάλι χέρια
με σέρνω με τεχνική και παρανοώ με αισθητική

χορεύοντας θα ξαναγίνει το κακό